Η πολιτική των ΗΠΑ για «ανάσχεση» της Κίνας είναι μάταιη

 

Του Finian Cunningham

59c8ff8ffc7e938e578b4576Η παγκόσμια ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίζεται πάνω στη στρατηγική της «ανάσχεσης» απέναντι στην Κίνα. Η «ανάσχεση» («containment») είναι απλώς ένας ευφημισμός για την επίθεση, την εχθρότητα και τη σύγκρουση. Μια τέτοια πολιτική όμως είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Οι πολιτικοί σχεδιαστές στην Ουάσιγκτον φαίνεται να πιστεύουν ότι μια πολιτική Ψυχρού Πολέμου έναντι της Κίνας θα επιφέρει το ίδιο είδος νίκης που πέτυχαν οι ΗΠΑ κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε από το Ατλαντικό Συμβούλιο, που ως γνωστό ασκεί σημαντική επιρροή, υποστηρίζει μια πολιτική «ανάσχεσης» της Κίνας, πολιτική η οποία θα υποβαθμίσει και στη συνέχεια θα επιφέρει αλλαγή καθεστώτος στην αχανή χώρα. Στόχος η επικράτηση των Ηνωμένων Πολιτειών ως της μόνης παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης χωρίς άλλο ανταγωνιστή.

Το πρόβλημα όμως με αυτούς τους σχεδιασμούς είναι ότι η εφαρμογή ψυχροπολεμικών στρατηγικών είναι μάταιη στον σημερινό κόσμο. Η «ανάσχεση» της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να πέτυχε για τους Αμερικανούς επειδή εκείνη την εποχή ο κόσμος ήταν εν πολλοίς μια διπολική διαίρεση ισχύος. Επίσης, η Σοβιετική Ένωση ήταν μια σχετικά κλειστή οντότητα από την άποψη των οικονομικών σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο.

Σήμερα, ο κόσμος είναι εντελώς διαφορετικός. Αντί του διπολικού σχήματος υπάρχει η πραγματικότητα  ενός πολυπολικού κόσμου. Η παγκόσμια οικονομία είναι πολύ περισσότερο ενοποιημένη και η Κίνα – που εξελίσσεται στη μεγαλύτερη εθνική οικονομία παγκοσμίως – είναι σημαντικότατος πρωταγωνιστής στις εξαγωγές, εισαγωγές, επενδύσεις και στις αγορές.

Η προηγούμενη διοίκηση Τραμπ κήρυξε εμπορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας πριν τρία χρόνια σε μια προσπάθεια να εκφοβίσει το Πεκίνο και να το εξαναγκάσει σε υποταγή. Ωστόσο, η πολιτική εκείνη απέτυχε. Το μόνο που πέτυχε ο Τραμπ ήταν να πλήξει τους Αμερικανούς παραγωγούς και καταναλωτές κάτι που αντανακλά την πραγματικότητα, δηλαδή πώς και πόσο εξαρτημένη είναι η αμερικανική οικονομία – όπως εξάλλου κι ένα σημαντικό μέρος του πλανήτη –  από την Κίνα. Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ έμοιαζε τελικά με εκείνον που έκοβε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόταν. Ήταν μια τρέλα αλαζονείας και μια καθόλου έξυπνη πολιτική.

Η νέα διοίκηση Μπάιντεν διακατέχεται από την ίδια εμμονή, προσπαθώντας να «αναχαιτίσει» την Κίνα, γεγονός το οποίο αποδεικνύει πως ενώ οι πρόεδροι των ΗΠΑ έρχονται και παρέρχονται, οι σχεδιαστές του βαθέως κράτους και της αυτοκρατορικής πολιτικής παραμένουν πάντοτε στις θέσεις τους. Μπορεί ο Μπάιντεν να έχει απορρίψει τη ρητορική και την τακτική του εμπορικού πολέμου του Τραμπ, αλλά όπως δηλώνει και το άρθρο του Ατλαντικού Συμβουλίου που αναφέραμε πιο πάνω, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να επιδιώκει την αποδυνάμωση της Κίνας προκειμένου να εγκαταστήσει μια κυβέρνηση στο Πεκίνο που θα είναι υποταγμένη στις αμερικανικές φιλοδοξίες για παγκόσμια ηγεμονία.

Ο αμερικανικός καπιταλισμός των μεγάλων εταιρειών στηρίζεται πάνω στην απόκτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Οι εταιρικές σχέσεις, η συνεργασία και οι πολυμερείς σχέσεις αποτελούν ανάθεμα για τις επιδιώξεις του αμερικανικού κεφαλαίου. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που οι Αμερικανοί σχεδιαστές πρέπει να συντρίψουν την Κίνα αλλά και οποιονδήποτε άλλο επίδοξο ανταγωνιστή.

Η πραγματικότητα όμως ενός πολυπολικού κόσμου και η ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία καθιστούν την αμερικανική στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου παρωχημένη και ατελέσφορη. Αντίθετα από το τραμπικό δόγμα «Πρώτα η Αμερική», ο Μπάιντεν και το κόμμα των Δημοκρατικών υιοθετούν μια πιο ήπια, φαινομενικά περισσότερο θετική, προσέγγιση απέναντι στους Δυτικούς συμμάχους. Ο Μπάιντεν μιλά για «συνεργασία» με τους συμμάχους και για ανακαίνιση της διατλαντικής συμμαχίας.

Ωστόσο, αυτή η νέα «δέσμευση» δεν είναι τίποτα άλλο από την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να μαντρώσει τους Δυτικούς της συμμάχους σε ένα εχθρικό προς την Κίνα στρατόπεδο, προκειμένου να επιτευχθούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι αμερικανικοί στόχοι.  Τόσο στη σύνοδο κορυφής των G7 όσο και στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια στις αρχές Φεβρουαρίου, επανειλημμένα ο Μπάιντεν παρουσίασε την Κίνα και τη Ρωσία ως αντιπάλους και απειλή για τους Δυτικούς «συμμάχους»…

Το πρόβλημα με τον Μπάιντεν και τους διαχειριστές του βαθέως κράτος των ΗΠΑ, είναι ότι οι Δυτικοί σύμμαχοι δεν έχουν τη πολυτέλεια να υιοθετήσουν την πολιτική του για απομόνωση της Κίνας και της Ρωσίας, επειδή μια τέτοια πολιτική θα ζημίωνε ανεπανόρθωτα τα ίδια τα συμφέροντά τους. Όπως ακριβώς σχολίασε πριν δύο εβδομάδες η αγγλόφωνη κινεζική εφημερίδα ‘Global Times’: «η ζωτικότητα της κινεζικής οικονομίας είναι ασταμάτητη… Η αποκοπή του κόσμου από την κινεζική οικονομία γίνεται όλο και πιο αδιανόητη απ’ όσο η αποκοπή από την αγορά των ΗΠΑ».

Σήμερα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας ξεπεράσει τις ΗΠΑ. Η Κίνα είναι αγορά-κλειδί για την προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία της Γερμανίας και η Γερμανία είναι, ως γνωστό, ο de facto ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ρωσία, επίσης, είναι ουσιαστικής σημασίας για την παροχή, προς τη Γερμανία και την Ευρώπη, φτηνής και ασφαλούς ενέργειας.

Με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να στεφθούν με επιτυχία οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να πολώσει τον κόσμο όπως το έκανε με τη Σοβιετική Ένωση. Είναι ατελέσφορες. Ο πολυπολικός κόσμος για τον οποίο τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία μιλούν πολύ συχνά, είναι μια πραγματικότητα, που σημαίνει ότι οι εταιρικές σχέσεις και η συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι ο μόνος βιώσιμος δρόμος προς τα εμπρός.

Η ισχύς των ΗΠΑ μοιάζει με δεινόσαυρο που ζει και σέρνεται σ’ έναν κόσμο του οποίου το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει αναφανδόν. Πρόκειται για ένα τέρας του οποίου το modus operandi έχει λήξει και δεν είναι πλέον εφαρμόσιμο.

Υπάρχει βεβαίως ο κίνδυνος πολεμικής σύγκρουσης που επισείεται από μιαν απελπισμένη φθίνουσα αμερικανική δύναμη η οποία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της εξαφάνισης. Αλλά ευτυχώς η Κίνα και η Ρωσία είναι τρομερές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των οποίων οι ΗΠΑ δεν διανοούνται, ρεαλιστικά, να επιτεθούν.

Κάτι που μας αφήνει με την εξής σκέψη: Εάν το παιχνίδι ισχύος των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας (και της Ρωσίας) είναι μάταιο και ο πόλεμος αδιανόητος, τι θα απογίνει με την Αμερική;

Εάν θέλει να αποφύγει την κατάρρευση στο εσωτερικό –μια διαδικασία παρακμής που έχει ήδη ξεκινήσει- η αμερικανική κοινωνία και η καπιταλιστική της οικονομία πρέπει, με κάποιο τρόπο , να μετασχηματιστούν ριζικά σε μια πιο δημοκρατική, δίκαιη και δραστικά λιγότερη μιλιταριστική οικονομία. Μπορεί άραγε να κινητοποιηθεί ο λαός των ΗΠΑ προς αυτήν την κατεύθυνση; Μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια πρόκληση;

Απόδοση: Α. Νεοφυτίδης

(28 Φεβρουαρίου 2021)