Συνεχίζεται η αντιπαράθεση ΑΚΕΛ κυβέρνησης για το Συνεργατισμό

Συνεχίζεται η αντιπαράθεση  ΑΚΕΛ κυβέρνησης για το Συνεργατισμό. Το ΑΚΕΛ με ανακοίνωση του αναφέρει ότι « οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τη Συνεργατική Κυπριακή imagew-1.aspxΤράπεζα δεν αλλάζουν την πορεία ιδιωτικοποίησής της, αλλά αντίθετα είναι ένα ακόμα βήμα των μεθοδεύσεων για το ξεπούλημα της Τράπεζας.»
Σημειώνει  επίσης ότι η κυβέρνηση με τις ενέργειες της έχει φροντίσει και πάλι να φορτώσει τις ζημιές στους φορολογούμενους και στην κοινωνία. Αντί να παραδώσει το Συνεργατισμό στους πολίτες όπως είχε δεσμευτεί, προετοιμάζεται να παραδώσει τα κέρδη στους ιδιώτες επενδυτές, αφήνοντας τη ζημιά στο Κράτος.»
Κατηγορεί την  κυβέρνηση ότι «είναι και πάλι ανακόλουθη αφού είχε δεσμευτεί ότι θα προχωρούσε στην ετοιμασία ολοκληρωμένης πρότασης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια την οποία θα συζητούσε με τα υπόλοιπα πολιτικά Κόμματα.»
Τέλος αναφέρει ότι «με τις εξελίξεις που δρομολογεί δείχνει ότι έχει λάβει τις αποφάσεις της, ερήμην των πολιτικών δυνάμεων και του Λαού. Αποφάσεις που φαίνεται και πάλι να είναι μονομερείς, επώδυνες και προπαντός θα στρέφονται ενάντια στην κοινωνία, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των λίγων εις βάρος των πολλών.»

Απάντηση στο ΑΚΕΛ 

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Πρόδρομος Προδρόμου σε γραπτή δήλωσή του, απαντά στο ΑΚΕΛ ανφέροντας ότι «η  Κυβέρνηση έμπρακτα δείχνει να πιστεύει και να στηρίζει την προσπάθεια για την αναμόρφωση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας»

Ο κ. Προδρόμου απαντάει στις «συνεχιζόμενες αναφορές του ΑΚΕΛ για “ξεπούλημα” του Συνεργατισμού», καθώς και στον ισχυρισμό ότι «“η Κυβέρνηση με τις ενέργειές της έχει φροντίσει και πάλι να φορτώσει τις ζημιές στους φορολογούμενους και στην κοινωνία”».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «ήταν η Κυβέρνηση του ΑΚΕΛ, σε συνεργασία με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, που αποφάσισαν το 2012 ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες του Συνεργατισμού, δηλαδή και οι “ζημιές”, θα καλύπτονταν με κρατική ενίσχυση, δηλαδή με χρήματα των φορολογούμενων και ανάλογα διαμόρφωσαν το Μνημόνιο».

Ήταν, επισημαίνει, «πρώτα απ’ όλα δική τους πολιτική να επιβαρυνθεί με τις ζημιές το κράτος, δηλαδή οι φορολογούμενοι».

Συνεχίζει σημειώνοντας ότι «η διαφορά είναι ότι αντίθετα από τότε, χάρη στη διακυβέρνηση που προηγήθηκε τα τελευταία χρόνια, το κράτος έχει τώρα την ευχέρεια να στηρίξει μια τράπεζα για χάρη της σταθερότητας της οικονομίας και των καταθετών».

Ενώ, προσθέτει, «το 2012-13 η τότε Κυβέρνηση για τον ίδιο σκοπό αναγκάστηκε να πάρει δάνειο από την Τρόικα και να βάλει τη χώρα σε Μνημόνιο».

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος αναφέρει επίσης ότι «ο ισχυρισμός ότι η Κυβέρνηση “εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων εις βάρος των πολλών” πρέπει να αντιπαραβάλλεται με την απόφαση της Κυβέρνησης να κάνει κατάθεση 2,5 δις για να διασφαλίσει πέραν πάσης αμφιβολίας τις καταθέσεις στη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα».

Οι καταθέτες, προσθέτει ο κ. Προδρόμου, «δεν είναι “οι ολίγοι”, αλλά είναι το ευρύτερο κοινό της Κύπρου».

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος σημειώνει ακόμη ότι  «η Κυβέρνηση έμπρακτα δείχνει να πιστεύει και να στηρίζει την προσπάθεια για την αναμόρφωση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, αντίθετα με εκείνους που δήλωναν δημόσια ότι δεν πιστεύουν πως οι καταθέσεις είναι εξασφαλισμένες, ενσπείροντας ανησυχία, η οποία σίγουρα δεν βοηθούσε την όλη προσπάθεια».

Παράλληλα, αναφέρει, «ο ισχυρισμός ότι η Κυβέρνηση “έχει λάβει τις αποφάσεις της, ερήμην των πολιτικών δυνάμεων”, αντιπαραβάλλεται με τον προσανατολισμό της Κυβέρνησης για να δημιουργηθεί συντεταγμένα ένας φορέας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως ήταν η κοινή θέση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην πρόσφατη ειδική σύσκεψη που έγινε στο Προεδρικό».

«Η Κυβέρνηση εξακολουθεί να υπολογίζει στη συναντίληψη και τη συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να αναζητήσουμε από κοινού τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμβάλουμε στη διαχείριση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων», τονίζει ο κ. Προδρόμου.

Ο στόχος είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, διπλός και αφορά «τη σταθερότητα του συστήματος, δηλαδή το δημόσιο συμφέρον, αλλά και τη στοχευμένη ειδική μεταχείριση εκείνων των δανειοληπτών οι οποίοι κρίνεται, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, ότι θα πρέπει να τύχουν προστασίας».