ΕΔΑΔ: Αναποτελεσματική η «επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας» για την υπόθεση Ιωάννου

 Ομόφωνα αποδεκτό έκανε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) το παράπονο της Ανδριανής Ιωάννου ότι οι διαδικασίες στην επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα ήταν «παρατεταμένες και αναποτελεσματικές», επιδικάζοντας παράλληλα αποζημίωση 7 χιλιάδων ευρώ για ηθική βλάβη.imagew.aspx

Επίσης, το Δικαστήριο ομόφωνα απέρριψε την προδικαστική ένσταση της τουρκικής πλευράς αναφορικά με τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο σημειώνει ωστόσο ότι «η θεραπεία της ΕΑΙ [επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας] παραμένει μια θεραπεία που πρέπει να εξαντληθεί από άλλους αιτητές, οι οποίοι θέλουν να επικαλεστούν τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση ενώπιον του Δικαστηρίου».

Με τη σημερινή τους απόφαση, οι δικαστές του ΕΔΑΔ ομονοούν στο γεγονός ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, αναφορικά με την προστασία της περιουσίας, όπως προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Με έξι ψήφους προς μια, το Δικαστήριο στο Στρασβούργο επιδικάζει αποζημίωση 7 χιλιάδων ευρώ για ηθική βλάβη και 6.325 ευρώ πλέον φόρους για έξοδα και δαπάνες, που πρέπει να καταβληθούν εντός τριών μηνών από τη στιγμή που θα καταστεί τελεσίδικη η απόφαση. Από τη λήξη της τρίμηνης περιόδου και μέχρι τη διευθέτηση της αποζημίωσης, θα υπολογίζεται τόκος ίσος με το δανειστικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συν τρεις μονάδες.

Κοινή είναι επίσης η θέση των δικαστών ότι δεν υπάρχει λόγος για ξεχωριστή εξέταση του παραδεκτού και της ουσίας του παραπόνου στη βάση του Άρθρου 14 της Σύμβασης, για απαγόρευση των διακρίσεων, ενώ με έξι ψήφους προς μία, το ΕΔΑΔ απέρριψε τις λοιπές απαιτήσεις για αποζημίωση.

Υπενθυμίζεται ότι η κ. Ιωάννου είχε προσφύγει στο ΕΔΑΔ στη βάση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 για την προστασία της περιουσίας της και στη βάση του Άρθρου 14 της Σύμβασης για την απαγόρευση των διακρίσεων, καταγγέλλοντας ότι οι διαδικασίες που ακολουθεί η επιτροπή είναι παρατεταμένες, αναποτελεσματικές και γίνονται στη βάση διακρίσεων.

Η αιτήτρια, με κυπριακή και βρετανική υπηκοότητα, η οποία διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο, προσέφυγε το 2008 στην επιτροπή, στα κατεχόμενα, διεκδικώντας αποζημίωση για πέντε τεμάχια γης στην κατεχόμενη Κώμα του Γιαλού, τα οποία είχε λάβει το 1997 ως δώρο από την θεία της.

Η κ. Ιωάννου είχε αξιώσει μέσω των Τ/κ δικηγόρων της αποζημίωση ύψους 1,8 εκ. στερλινών ή €2.285.000 περίπου. Ωστόσο οι διαδικασίες ενώπιον της επιτροπής καθυστέρησαν για δύο χρόνια, έως ότου οι «αρχές» του ψευδοκράτους αποφανθούν ότι το ποσό είναι υπέρογκο και ότι δεν πείσθηκαν για το γεγονός ότι είναι η νόμιμη κληρονόμος της περιουσίας.

Ακολούθησε αριθμός ακροάσεων, όπου ζητήθηκε από την κ. Ιωάννου σειρά εγγράφων, τα οποία να αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, την ταυτότητα της ίδιας και της θείας της, το γεγονός ότι διέμενε σε τ/κ κατοικία στις ελεύθερες περιοχές, ενώ της ζητήθηκαν διευκρινήσεις και για τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο έγγραφαν το επώνυμό τους η μητέρα και η θεία της. Οι «αρχές» του ψευδοκράτους ανέφεραν στην επιτροπή τον Οκτώβριο του 2013 ότι με την παρουσίαση των απαιτούμενων εγγράφων θα προσέφεραν το ποσό των 60 χιλ. στερλινών για διευθέτηση της υπόθεσης.

Οι αρχικοί δικηγόροι της αιτήτριας αποσύρθηκαν το 2016 ενώ τον Μάρτιο του 2017, εκπρόσωποι του ψευδοκράτους αποφάνθηκαν ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη κληρονόμος της περιουσίας, καθώς της παραχωρήθηκε από τη θεία της όντας εν ζωή. Οι διαδικασίες ενώπιον της επιτροπής είναι ακόμη σε εξέλιξη.

Η κ. Ιωάννου προσέφυγε στο ΕΔΑΔ στις 28 Οκτωβρίου 2014 ορίζοντας ως νομικό εκπρόσωπό της τον Αχιλλέα Δημητριάδη.

Η κυπριακή Κυβέρνηση, αν και αρχικά εξέφρασε την επιθυμία της να εμπλακεί στη διαδικασία, εντούτοις με επιστολή ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 2016 ενημέρωσε το ΕΔΑΔ ότι δεν θα υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις.

Όπως καταγράφεται στην απόφαση, η τουρκική Κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η αιτήτρια δεν είχε εξαντλήσει τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, καθώς προσέφυγε στο ΕΔΑΔ πριν την ολοκλήρωση των διαδικασιών στην επιτροπή, ενώ δεν παρουσίασε και όλα τα απαιτούμενα έγγραφα.

Απαντώντας, η κ. Ιωάννου υποστήριξε ότι αποφάσισε να προσφύγει στο ΕΔΑΔ καθώς οι διαδικασίες ενώπιον της επιτροπής δεν ήταν δίκαιες και αποτελεσματικές, δεδομένης της μακράς καθυστέρησης στη λήψη απόφασης, ενώ τα αναγκαία έγγραφα ήταν στην κατοχή της επιτροπής.

Έκανε επίσης λόγο για «διαρκείς, συστημικές και σκόπιμες» πρακτικές κωλυσιεργίας, οι οποίες καθιστούσαν την προσφερόμενη θεραπεία της επιτροπής αναποτελεσματική.

Σε σχέση με την ένσταση της τουρκικής πλευράς για το παραδεκτό της υπόθεσης, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι το ζήτημα της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων είναι στενά συνδεδεμένο με την ουσία του παραπόνου της αιτήτριας, για την αδυναμία να λάβει αποζημίωση για την περιουσία της λόγω παρατεταμένων και αναποτελεσματικών διαδικασιών ενώπιον της επιτροπής. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ως παραδεκτή την υπόθεση.

Ωστόσο, σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο σημειώνει ως σημαντικό στοιχείο ότι «δεν υπάρχει κάτι στα επιχειρήματα και σε όσα υπέβαλε η αιτήτρια, που θα μπορούσε από μόνο του, στο παρόν στάδιο, να θέσει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της θεραπείας της ΕΑΙ [επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας] αυτής καθαυτήν».

Συγκεκριμένα, το ΕΔΑΔ δεν κάνει δεκτό το επιχείρημα της αιτήτριας ότι οι δυσκολίες για υλοποίηση της απόφασης για καταβολή των αποζημιώσεων στην «Ξενίδη-Αρέστη» υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της επιτροπής.

Σημειώνει ότι στην απόφαση «Δημόπουλος» οι ρυθμίσεις και οι χρηματοδοτικές πρόνοιες αναφορικά με την λειτουργία της επιτροπής κρίθηκαν ως επαρκείς. «Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει την επάρκεια αυτών των ρυθμίσεων» προστίθεται.

Όπως λέει το ΕΔΑΔ, «είναι απολύτως δυνατό, μια θεραπεία, η οποία σε γενικές γραμμές διαπιστώνεται πως είναι αποτελεσματική, να λειτουργεί ακατάλληλα μέσα στις συνθήκες μιας συγκεκριμένης υπόθεσης».

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν πρέπει να τίθεται προς αμφισβήτηση η ίδια η θεραπεία ή η  υποχρέωση άλλων αιτητών να τύχουν της εν λόγω θεραπείας. Παρόλα αυτά, το ΕΔΑΔ υπογραμμίζει πως συνεχίζει να έχει στραμμένη την προσοχή του στις εξελίξεις αναφορικά με τη λειτουργία της επιτροπής και της δυνατότητάς της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις απαιτήσεις των Ε/κ αναφορικά με τις περιουσίες τους.

«Στην παρούσα υπόθεση, η ΕΑΙ δεν έδρασε με συνοχή, επιμέλεια και την κατάλληλη ταχύτητα αναφορικά με την απαίτηση της αιτήτριας για αποζημίωση», κάτι που, σύμφωνα με το Δικαστήριο, είναι αρκετό για να αποφανθεί ότι υπήρξε παραβίαση της σχετικής πρόνοιας για την προστασία της περιουσίας.

Στην απόφαση καταγράφεται τέλος και η άποψη της Τουρκάλας δικαστή Ισίλ Καρακάς, η οποία διατυπώνει διαφορετικό σκεπτικό, αλλά και η μερικώς αποκλίνουσα άποψη του Αλβανού δικαστή Λέντι Μπιάνκου.