Ενώπιον της δικαιοσύνης θα βρεθούν τρία μέλη της Αστυνομίας

Στη χρήση υπέρμετρης βίας από την Αστυνομία αποδίδει η Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων Κατά της Αστυνομίας το περιστατικό πυροβολισμού από αστυνομικούς, μετά από καταδίωξη, εναντίον υπόπτου για ληστεία το 2012, που είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του.ÁÓÔÕÍÏÌÉÁ ÊÕÐÑÏÕ - ÁÓÊÇÓÇ ÁËÅÎÁÍÄÑÏÓ 2005

Αυτό δήλωσε σήμερα το μέλος της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων Κατά της Αστυνομίας Ευαγόρας Αναστασίου σε δηλώσεις του μετά την επίδοση της ετήσιας έκθεσης της Αρχής για το 2013 στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την τελετή διαβεβαίωσης του νέου μέλους της Αρχής κ. Γεώργιου Παπαντωνίου, στην παρουσία και του Προέδρου της Αρχής Ανδρέα Σπυριδάκη.

Απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, στο Προεδρικό Μέγαρο, ο κ. Αναστασίου αναφέρθηκε σε περιστατικό κατά το οποίο, όπως είπε, μετά από καταδίωξη υπόπτου από την Αστυνομία για ληστεία τα μέλη της Δύναμης «χρησιμοποίησαν τα όπλα και τον δολοφόνησαν. Τον πυροβόλησαν και πέθανε».

Ανέφερε ότι «η Αρχή διερεύνησε το επεισόδιο αυτό και κατέληξε ότι τα μέλη της Αστυνομίας άσκησαν υπέρμετρη βία με τη χρήση των όπλων με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί το άτομο αυτό».

«Όμως δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε το πρόσωπο το οποίο είχε πυροβολήσει», είπε.

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ο κ. Αναστασίου είπε ότι η Αρχή κατέληξε ότι «ο θάνατος του προήλθε από την Αστυνομία και ότι κακώς η Αστυνομία είχε χρησιμοποιήσει το περίστροφο, κακώς είχε πυροβολήσει με αποτέλεσμα να πεθάνει ένας νέος».

Ερωτηθείς πόσοι αστυνομικοί εμπλέκονταν στο περιστατικό αυτό, είπε ότι «εμπλέκονταν δύο περιπολικά», προσθέτοντας ότι «οι πυροβολισμοί πρέπει να έχουν ριφθεί από 4-5 μέλη».

Ερωτηθείς κατά πόσο έγινε βαλλιστικός έλεγχος, ο κ. Αναστασίου απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι «ο τρόπος με τον οποίο είχε δολοφονηθεί το πρόσωπο αυτό (ήταν τέτοιος που) δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε από ποιο αυτοκίνητο είχε πυροβοληθεί».

Ανέφερε ότι «έγινε ενδελεχής έλεγχος και δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε στο πρόσωπο» που πυροβόλησε, σημειώνοντας ότι «δεν βρέθηκε ούτε κάλυκας».
Ανέφερε ότι το περιστατικό αυτό συνέβη το 2012.

Αναφέρθηκε επίσης και σε ένα άλλο περιστατικό κατά το οποίο ένας 20χρονος έχασε το μάτι του από την άσκηση υπέρμετρης βίας από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια επεισοδίων σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

Όπως είπε, «έγινε διερεύνηση και βρήκαμε ότι η Αστυνομία άσκησε υπέρμετρη βία, ειδικά τα μέλη της ΜΜΑΔ, όμως ένεκα του ότι τα μέλη αυτά φορούν τα κράνη και δεν έχουν τα διακριτικά, δεν μπορεί η Αρχή να καταλήξει στο πρόσωπο το οποίο ήταν εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει το γκλοπ για να κτυπήσει, με αποτέλεσμα η διερεύνηση να μείνει ημιτελής».

«Έχουμε ζητήσει από τον Αρχηγό Αστυνομίας επανειλημμένως όπως τα μέλη αυτά της ΜΜΑΔ -τα οποία σε πολλές περιπτώσεις ασκούν υπέρμετρη βία- να έχουν τα διακριτικά τους για να γνωρίζει ο κόσμος ποίος είναι αυτός, ο οποίος χρησιμοποιεί το γκλοπ και τους λόγους που το χρησιμοποιεί. Αναμένουμε μέχρι σήμερα να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις μας», είπε.

Από την πλευρά του, ο κ. Σπυριδάκης, αναφερόμενος στην ετήσια έκθεση της Αρχής, είπε ότι «βασικό αίτημα είναι το θέμα του προϋπολογισμού γιατί με βάση την εγκύκλιο του Γενικού Εισαγγελέα του Ιουλίου του 2014 η Αστυνομία δεν θα εξετάζει κανένα παράπονο το οποίο θα της υποβάλλεται από πολίτες αλλά θα τα παραπέμπει στην Αρχή».

«Η Αρχή έχει επιφορτιστεί με παράπονα, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά 50%, από 80 έως 130 που ήταν την περίοδο 2006 -2013, τώρα έχουν αυξηθεί πάνω από 200 και πλησιάζουν τα 220 για το 2014», είπε.

Ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι «για το 2013 υπήρχαν 130 παράπονα», σημειώνοντας ότι «για τα 50 παράπονα έχουν διοριστεί ποινικοί ανακριτές, εκ των οποίων τα έξι έχουν σταλεί για ποινική δίωξη και ο Γενικός Εισαγγελέας έχει συμφωνήσει και βρίσκονται στο δικαστήριο και άλλα έξι παράπονα αφορούν πειθαρχική δίωξη».

«Από τα παράπονα που υποβάλλονται τα μισά περίπου αφορούν ποινική δίωξη και τα άλλα μισά πειθαρχική δίωξη», είπε.

Εξήγησε ότι τα παράπονα αφορούν κυρίως σε συμπεριφορές αστυνομικών σε διάφορα περιστατικά που έχουν σχέση με ποδοσφαιρικούς αγώνες, με τα γεγονότα στο Μαρί και με τα κρατητήρια της Μεννόγειας.

Ερωτηθείς εάν η Αρχή εξέτασε καθόλου παράπονα διαφθοράς αστυνομικών, ο κ. Σπυριδάκης απάντησε αρνητικά.

Είπε, επίσης, ότι «υπήρξαν παράπονα κακοποίησης πολιτών από αστυνομικούς κατά την κράτηση ή μετά τη σύλληψη» αναφέροντας ότι μια τέτοια περίπτωση έχει διερευνηθεί και βρίσκεται στο στάδιο της ποινικής δίωξης.

***

Ενώπιον της δικαιοσύνης θα βρεθούν τρία μέλη της Αστυνομίας για την υπόθεση του θανάτου ενός υπόπτου για ληστεία, μία από τις δύο υποθέσεις που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα από την Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας.

Ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, Ανδρέας Αγγελίδης, σχολιάζοντας τα όσα λέχθηκαν νωρίτερα εξήγησε ότι ο θανάσιμος τραυματισμός συνέβη στις 24 Δεκεμβρίου 2012 και ο Γενικός Εισαγγελέας τότε είχε δώσει οδηγίες στην Αρχή όπως διερευνήσει κατά πόσο διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα από τα μέλη της Αστυνομίας και είχαν υποβληθεί εισηγήσεις προς τον Γενικό Εισαγγελέα. Σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ανεξάρτητα από τις εισηγήσεις ο Εισαγγελέας είχε δώσει οδηγίες να προχωρήσει η ποινική δίωξη εναντίον τριών αστυνομικών για την πρόκληση θανάτου εξ αμελείας και τη συναυτουργία.

“Η υπόθεση αυτή βρίσκεται στο τμήμα της Εισαγγελίας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας για να προχωρήσει στο δικαστήριο,” είπε.

Για τη δεύτερη περίπτωση που αφορούσε την απώλεια του ματιού ενός νεαρού μετά από τραυματισμό του σε ποδοσφαιρικό αγώνα, ο κ. Αγγελίδης είπε ότι συνέβη το 2013 και ο ίδιος υπέβαλλε παράπονο στον Γενικό Εισαγγελέα. Ορίστηκε, είπε, μέλος της Αρχής Διερεύνησης για τη διερεύνηση της υπόθεσης και ο φάκελος στάληκε στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία και μαρτυρία για να προχωρήσει η ποινική δίωξη οποιουδήποτε μέλους της Αστυνομίας και δόθηκαν οδηγίες όπως μην προχωρήσει η ποινική δίωξη ή πειθαρχική έρευνα εναντίον των αστυνομικών που ενεπλάκησαν σε εκείνο το επεισόδιο.

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ωστόσο, συνέχισε ο κ. Αγγελίδης, με επιστολή του προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας στις 10 Οκτωβρίου 2014, αναφέροντας τα γεγονότα, έθεσε το θέμα της αντιτρομοκρατικής εξάρτησης των μελών του σώματος. “Ότι έπρεπε δηλαδή να υπάρχουν διακριτικά για να γίνεται κατορθωτή η αναγνώριση των μελών όταν συμβαίνουν οποιαδήποτε περιστατικά ή παράπονα. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας έδωσε οδηγίες αμέσως και διεξάγεται μελέτη όσον αφορά την εισήγηση αυτή”.

Πρόσθεσε δε ότι εάν υπήρχε επικοινωνία της Αρχής με την Αστυνομία θα ενημερωνόταν για το θέμα των διακριτικών και την επιστολή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Οι δύο αυτές υποθέσεις έχουν διερευνηθεί από την Αρχή, τόνισε ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, επισημαίνοντας ότι από την αρχή έδωσαν τα έγγραφα που τους είχαν ζητηθεί για να διευκολύνουν το έργο των ανακριτών.

Η νέα ηγεσία της Αστυνομίας έχει μια αρκετά καλή συνεργασία με τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας με στόχο την επίλυση των όποιων προβλημάτων σεβόμενη το ρόλο της Αρχής και τις οδηγίες που παίρνει για τη διερεύνηση υποθέσεων, σημείωσε ο Ανδρέας Αγγελίδης.

Σε ερώτηση εάν και στις δύο υποθέσεις η Αστυνομία προχώρησε από μόνη της σε κάποια έρευνα, ο κ. Αγγελίδης είπε ότι οι οδηγίες της Γενικής Εισαγγελίας ήταν προς την Αρχή Διερεύνησης με τις οδηγίες και τα συμπεράσματα που προανέφερε. Ερωτηθείς εάν τα τρία μέλη της Αστυνομίας που πρόκειται να διωχθούν εργάζονται κανονικά, απάντησε ότι βρίσκονται σε υπηρεσία και η υπόθεση θα καταχωρηθεί στο Δικαστήριο.

Υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα με επιστολή του στις 13 Ιουνίου 2014 ότι όταν υπάρχει ισχυρισμός ή αναφορά για κακοποίηση πολίτη από την Αστυνομία για οποιοδήποτε λόγο, θα ενημερώνεται ο ίδιος και θα δίδει οδηγίες για το χειρισμό της υπόθεσης, διευκρίνησε. Σε κάποιες περιπτώσεις, είπε, έχει ορίσει ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές ή μέλη της Αρχής Διερεύνησης Παραπόνων για τη διερεύνηση των παραπόνων. Αυτές, πρόσθεσε, είναι οι τελευταίες οδηγίες, λέγοντας ότι στο παρελθόν διεξαγόταν διοικητική έρευνα.