Ελλάδα, Τουρκία και μεγάλες Δυνάμεις

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-final1Ενας φίλος που εκτιμώ ιδιαίτερα, μου έστειλε ένα μέιλ σχολιάζοντας το τελευταίο μου άρθρο. Υποστήριζε ότι υπάρχει και μία τέταρτη, εκτός από τις τρεις εκδοχές που συζητούσα ως ερμηνεύουσες την παρούσα ελληνοτουρκική κρίση, κι αυτή δεν είναι άλλη από τον τουρκικό εθνικισμό και σχεδόν “φασισμό”, που θέτει ένα υπαρξιακό πλέον, άμεσο πρόβλημα επιβίωσης στον ελληνισμό, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι τον λιγότερο από όσο του «αξίζει» στην αρθρογραφία μου. Επειδή η απάντηση που του έστειλα και η συζήτηση που κάναμε μπορεί να ενδιαφέρει και άλλους αναγνώστες συμπυκνώνω στη συνέχεια τα κύρια σημεία της.

  1. cyprus-turkey-greece-fpΔεν υπάρχει ούτε και ποτέ υπήρξε κανένα θέμα στη Μεσόγειο που να είναι ελληνοτουρκικό, τοπικό, να καθορίζεται κυρίως από την δυναμική στις δύο χώρες, από τον ελληνικό ή τον τουρκικό εθνισμό και εθνικισμό. Ούτε κουνούπι δεν κινείται στην περιοχή που να μην ενδιαφέρει όλες τις μεγάλες δυνάμεις. Δεν υπήρξε ελληνοτουρκική σύγκρουση καθ’ ‘ολο τον περασμένο αιώνα που να μην σχεδιάστηκε εκτός περιοχής και να μην έγινε δυνατή εξαιτίας της ενθάρρυνσης που έλαβε από το εξωτερικό μία ή και οι δύο πλευρές. Η Αγγλία και τη Γαλλία έσπρωξαν την Ελλάδα στη Μικρασιατική Εκστρατεία το 1921. Βρετανία και ΗΠΑ ήταν πίσω από τα πογκρόμ των Ελλήνων στην Πόλη το 1955. Οι ΗΠΑ έσπρωξαν την Ελλάδα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο και την Τουρκία στην εισβολή στο νησί το 1974.

Αυτό συνέβη με τους πολέμους, συνέβη και με τις απόπειρες «ειρήνης». ΗΠΑ και Βρετανία επέβαλαν τη Ζυρίχη και το Λονδίνο, ΗΠΑ και Ισραήλ επέβαλαν την απομάκρυνση των S300 από την Κύπρο και κατάφεραν να φέρουν εδώ τον Οτσαλάν ώστε να τον παραδώσουμε και να καταλήξει τελικά στην Τουρκία, οι Αμερικανοί επέβαλαν τη συμφωνία «γκριζοποίησης» των Ιμίων και τη συμφωνία της Μαδρίτης, την ελληνική (ουσιαστικά άνευ όρων ή με δυσμενείς για την Ελλάδα και την Κύπρο όρους!) υποστήριξη στην τουρκική υποψηφιότητα για την ΕΕ. ΗΠΑ, Βρετανία και Ισραήλ εκπόνησαν τις κατευθυντήριες ιδέες πίσω από το σχέδιο Ανάν, που προέβλεπε τη διάλυση του κυπριακού κράτους ως μέθοδο επίλυσης του κυπριακού και στη συνέχεια άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις για να εγκριθεί. Μεταξύ των ασκούντων τις πιέσεις η Exxon που ευχαρίστησε στη συνέχεια η Κύπρος παραχωρώντας της το φιλέτο των υδρογονανθράκων της.

Για να καταλάβουμε επομένως τι συμβαίνει και να το αντιμετωπίσουμε πρέπει να αρχίσουμε αναλύοντας τη δράση των μεγάλων δυνάμεων («από το γενικό στο ειδικό», κατά πως έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου). Για να αναλύσουμε σωστά τη δράση των μεγάλων δυνάμεων πρέπει να μην εξαρτώμεθα οι ίδιοι από αυτές. Το μόνο που δεν στέκεται είναι η ανάλυση ότι η Μεσόγειος είναι μια θάλασσα πολιτισμένων λαών στην οποία κατοικεί και η βάρβαρη Τουρκία, αποκλειστική πηγή όλων των προβλημάτων.

Αν θεωρούμε ότι το μόνο πρόβλημα είναι η Τουρκία, δεν κάνουμε απλώς σοβαρό σφάλμα ανάλυσης. Δημιουργούμε προϋποθέσεις για νέα 1922 και νέα 1974.

Είναι «φασιστική» η Τουρκία; Θέλουμε πόλεμο με την Τουρκία;

  1. Προσωπικά είμαι αντίθετος με την κατάχρηση του όρου φασισμός για να περιγράψει οποιοδήποτε φαινόμενο αυταρχισμού ανά την υφήλιο, όπως π.χ. έγινε κατά κόρον παρ’ ημίν με τη δικτατορία Μεταξά και με τη χούντα του Παπαδόπουλου. Αν είναι η Τουρκία φασισμός τότε τι είναι αίφνης η Σαουδική Αραβία των αποκεφαλιστών, στην οποία παρολίγον να στείλουμε και πυραύλους να τη φυλάνε από την Περσία; Βάρβαρη βεβαίως η Τουρκία, αλλά μήπως δεν είναι βάρβαρη η Γαλλία που επέπεσε και κατέστρεψε τη Λιβύη του Καντάφι, με τα αποτελέσματα που τώρα ζούμε; Βάρβαροι και ιμπεριαλιστές δεν είναι και όσοι επενέβησαν σε μια ντουζίνα χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, ακόμα και οι δήθεν «εταίροι» μας του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που έστειλαν εκατοντάδες χιλιάδες ‘Ελληνες στον άλλο κόσμο προώρως, εφαρμόζοντας τις οικονομικές πολιτικές τους.

Ο φασισμός είναι ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνιολογικό φαινόμενο που εμφανίστηκε σε μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες με συγκεκριμένο περιεχόμενο και μόνο σύγχυση δημιουργεί η ταύτισή του με οποιοδήποτε αυταρχικό ή ολοκληρωτικό καθεστώς. H ορολογία που χρησιμοποιούμε πρέπει να μας βοηθάει να καταλαβαίνουμε σε βάθος τα φαινόμενα και τους αντιπάλους μας, όχι να δημιουργεί απλώς φανατισμό και να μας μπερδεύει.

Δυστυχώς, η ορολογία που χρησιμοποιούμε για την Τουρκία δεν μας διευκολύνει να την καταλάβουμε, αλλά να δικαιολογήσουμε προαποφασισθείσα δράση μας. Αν πεις (ή σε βάλουν να πεις τον άλλο) Χίτλερ, αυτό που δηλώνεις είναι ότι μπορείς να κάνεις μόνο πόλεμο μαζί του. Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του Γεωργίου Παπανδρέου ότι «αν η Τουρκία ανοίξει την πόρτα του τρελλοκομείου θα αναγκαστούμε να μπούμε και μείς». ‘Εχω εξηγήσει στα γραπτά μου πότε κατά τη γνώμη μου πρέπει να διατηρήσουμε την ευχέρεια προσφυγής σε γενικό πόλεμο και πότε όχι, αλλά διαφωνώ να ανοίξουμε πρώτοι την πόρτα του φρενοκομείου (ή να κάνουμε αυτά που μας οδηγούν εκεί), πολύ περισσότερο καθ’ υπαγόρευσιν ή με την έμμεση παρότρυνση ξένων δυνάμεων τις διαθέσεις των οποίων έναντι της Ελλάδος τα διαπιστώσαμε σε όλη την ελληνική ιστορία και πάλι την τελευταία δεκαετία.

Διότι αν ο κ. Μητσοτάκης έδιδε εντολή να βυθιστεί το τουρκικό σεισμογραφικό πλοίο σε διεθνή ύδατα θα μπορούσε να ανοίξει και μάλιστα με δυσμενείς όρους την πόρτα του φρενοκομείου. Τό ‘παμε και το ξαναλέμε. Δεν θα υπάρχουν ελληνικό, κυπριακό και τουρκικό κράτος με τη μορφή που τα ξέρουμε αν μπουν εκεί μέσα. Ποιόν μπορεί να ωφελήσει αυτό;

Ούτε είναι βέβαια λογική ότι ή πάμε σε πόλεμο ή κάνουμε παραχωρήσεις νησιών ή συζητάμε αποστρατιωτικοποίηση και διάφορα άλλα που ζητάει η Τουρκία. ‘Ελεος αδέρφια. Υπάρχει χώρος μεταξύ πολέμου και συνθηκολόγησης! Γι’ αυτό υπάρχει η πολιτική, η διπλωματία, η αποτροπή και η σοβαρότητα.

Τουρκικός επεκτατισμός και ελληνική «νέο-εθνικοφροσύνη»

  1. Θεώρησα πάντα δεδομένο τον τουρκικό επεκτατισμό, αλλά το ζήτημα δεν είναι να ανακαλύπτουμε κάθε φορά την πυρίτιδα, είναι να βρίσκουμε έναν αποτελεσματικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον επεκτατισμό. Αποδεχόμενη την δια των Μνημονίων οικονομική της καταστροφή, καταργώντας οποιαδήποτε ανεξαρτησία στην εξωτερική πολιτική και κάνοντας ακριβώς αυτά που της λένε Αμερικανοί, πετρελαϊκές εταιρείες και Ισραήλ στην Αν. Μεσόγειο, η χώρα (και η Κύπρος) δεν έγινε ισχυρότερη, ούτε αποτελεσματικότερη στην αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. ‘Εγινε, με ευθύνη του συνόλου του πολιτικού κόσμου, πολύ πιο αδύνατη και εξαρτημένη, ενώ έχει φτάσει τώρα στα πρόθυρα καταστροφικής πολεμικής αναμέτρησης που, αν γίνει, δεν θα γίνει προς όφελος της μίας ή της άλλης χώρας, αλλά κυρίως προς όφελος τρίτων δυνάμεων και των τυχόν εξτρεμιστικών ή ολοκληρωτικών σχεδίων τους.

‘Όχι μόνο θεώρησα δεδομένο τον τουρκικό επεκτατισμό, αλλά τυχαίνει να έχω αγωνιστεί όσο ελάχιστοι σε Ελλάδα και Κύπρο εναντίον του ως δημοσιογράφος στον «Κόσμο του Επενδυτή» και τα «Επίκαιρα», ως διευθυντής της επιθεώρησης «Διπλωματία» και σε άλλα έντυπα και με τρία βιβλία μου για το κυπριακό και την ελληνική εξωτερική πολιτική. Μεταξύ άλλων επέκρινα τη συμφωνία  των Ιμίων, καυτηρίασα την εξευτελιστική απόφαση αφοπλισμού της Κύπρου και εμμέσως της Ελλάδας (S300), την οργάνωση της έλευσης στην Ελλάδα, της απαγωγής και εν συνεχεία παράδοσης του Οτσαλάν στην Τουρκία μέσω ΗΠΑ-Ισραήλ, την αναγνώριση της νομιμότητας «ζωτικών συμφερόντων» και την αυτοδέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών, δηλαδή επέκτασης των χωρικών υδάτων, με τη συμφωνία της Μαδρίτης και, ασφαλώς, το αποκορύφωμα όλων αυτών, τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη μετατροπή της σε «μεταμοντέρνο» δυτικό (και όχι τουρκικό) προτεκτοράτο, με το σχέδιο Ανάν (που μόνο παράφρων μπορούσε να συντάξει, κατά τους πρυτάνεις της ελληνικής συνταγματικής επιστήμης Δημήτριο Τσάτσο και Γεώργιο Κασιμάτη). Ελάχιστοι τα έπραξαν αυτά και ατομικά δεν ωφελήθηκα ασφαλώς τίποτα υποστηρίζοντας τέτοιες θέσεις, το αντίθετο μπορώ να πω.

Αυτές οι πολιτικές νομικού, πολιτικού, στρατιωτικού και διπλωματικού αφοπλισμού Ελλάδας και Κύπρου (1996-2004) δεν γεννήθηκαν ως εμπνεύσεις στην Ελλάδα, αλλά «εισήχθησαν» στην Αθήνα και τη Λευκωσία από τη Δύση.  Όπως μου είπε κάποια μέρα χαρακτηριστικά ο Γιάννος Κρανιδιώτης, όταν τον ρώτησα γιατί αναγνώρισαν στη Μαδρίτη ζωτικά συμφέροντα στην Τουρκία, «εμείς λέγαμε νόμιμα, η Τουρκία ζωτικά, μας είπε η (αμερικανίδα Υπουργός Εξωτερικών) Ολμπράιτ βάλτε και τα δύο να τελειώνουμε». Μόνο που τα ζωτικά καταργούν τα νόμιμα, που δεν χρειάζονται άλλωστε κάποια ειδική συμφωνία για να ισχύουν, τα ζωτικά είναι που χρειάζονται τέτοια αναφορά.

Που ήταν τότε, την περίοδο 1996-2004, οι τόσοι εμφανισθέντες ξαφνικά, ιδίως τα δύο – τρία τελευταία χρόνια, οπαδοί των προληπτικών πληγμάτων, της βύθισης του τουρκικού σεισμογραφικού, όλοι αυτοί οι φιλοαμερικανοί και φιλοϊσραηλινοί «νέο-εθνικόφρονες» που τζογάρουν με πολύ μεγάλη άνεση στην καταστροφή της Ελλάδας και του ελληνικού λαού; Γιατί δεν εκδηλωνόντουσαν τότε; Γιατί δεν έλεγαν τίποτα; Τι περίμεναν όταν πραγματικά η Ελλάδα και η Κύπρος έχαναν μόνες τους στο ένα μετά το άλλο τα μέτωπα; Δεν υπήρχε σχεδόν κανείς τους να διαμαρτυρηθεί, όπως δεν υπήρχε και κανένα ρήγμα στις σχέσεις της Δύσης, της Αμερικής και του Ισραήλ με την Τουρκία.

Στο κάτω – κάτω της γραφής είναι άραγε πιο σημαντικό θέμα για την Ελλάδα οι γεωτρήσεις της Exxon από την επιβίωση του κυπριακού κράτους, εν τέλει και του κυπριακού ελληνισμού, που τέθηκε σε άμεσο κίνδυνο το 2004 με το σχέδιο Ανάν (κίνδυνο που παραμένει πάντα ενεργός); Δεν κάναμε πόλεμο με την Τουρκία το 1974 για να σταματήσουμε την αιματηρή καταστροφή 300.000 Ελλήνων στην Κύπρο, ως οφείλαμε, γιατί μας είπαν να μην κάνουμε, θα κάνουμε για τις γεωτρήσεις,  γιατί έτσι μας λένε τώρα;

Το 2004, το «σύστημα» μας έλεγε ότι θα πάθουμε νέα Μικρασιατική Καταστροφή αν δεν ψηφίσουμε το σχέδιο που μας έφεραν οι δυτικοί για το κυπριακό. Μετά το 2010, μας είπε ότι θα καταστρεφόμαστε αν δεν εφαρμόζαμε τα Μνημόνια και τις Δανειακές. Τώρα, ένα μεγάλο τμήμα του ίδιου «συστήματος» θέλει να μας πείσει και ότι είναι αναπόφευκτη και ότι θα είναι περίπατος μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία.

Ένα «κόμμα του πολέμου» στα media

Από  την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, από σοβαρά σε λιγότερο σοβαρά σάιτς, από μεγάλες εφημερίδες σε σάιτς φιλάθλων, ένας πολύ μεγάλος, καλολαδωμένος, καλορονταρισμένος μηχανισμός, το «σύστημα» δηλαδή, διοχετεύει κάθε μέρα στον ελληνικό λαό (και στους ‘Ελληνες στρατιωτικούς) απίστευτες ανακρίβειες. Μας λένε ότι η ελληνική υφαλοκρηπίδα εκτείνεται περίπου μέχρι τον ‘Αρη. Προπαγανδίζουν την ιδέα  προληπτικού πολέμου κατά της ‘Αγκυρας, δηλαδή μας προτείνουν να αυτοκτονήσουμε συλλογικά ως έθνος. Υποστηρίζουν ότι η Τουρκία είναι στα πρόθυρα του διαμελισμού και της κατάρρευσης (στο μεταξύ κατέρρευσε οικονομικά και κοινωνικά η Ελλάδα). Μας εξηγούν, από μεγάλες εφημερίδες, ότι, σύμφωνα με το σύνταγμα (!!!), είναι δουλειά λέει των στρατιωτικών να αποφασίζουν πότε η χώρα θα πάει σε πόλεμο. Γράφουν ότι οι στρατιωτικοί είναι πολύ δυσαρεστημένοι γιατί, όπως και στο παρελθόν, οι πολιτικοί δεν τους αφήνουν να κάνουν αυτά που πρέπει, ξεχνώντας ότι στο παρελθόν δεν ήταν οι πολιτικοί, αλλά οι στρατιωτικοί που χρησιμοποιήθηκαν από τη CIA για να οδηγηθούμε στην κυπριακή τραγωδία! Αν είμαστε σοβαρή χώρα αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα στη Σχολή Ευελπίδων, ποιο χρήσιμο ασφαλώς από τις επισκέψεις του κ. Πρέσβη στο Πεντάγωνο.

Οι Ενοπλες Δυνάμεις είναι, σημειωτέον, ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες θεσμούς του ελληνικού έθνους – κράτους. Αυτοί που εδώ και δέκα, αν όχι εικοσιπέντε χρόνια, μεθοδεύουν την αποδόμηση αυτού του έθνους – κράτους θα χαρούν πάρα πολύ να εμπλέξουν τις Ενοπλες Δυνάμεις σε αυτοκαταστροφικούς τυχοδιωκτισμούς.

Μας λένε ότι πρέπει να γίνουμε μια ανελέητη μιλιταριστική κοινωνία όπως το Ισραήλ, σε διαρκή σύγκρουση με τις πάντες και με τον εαυτό του, λόγω της διαρκούς καταπίεσης των Παλαιστινίων που πρέπει να ασκεί και του ηθικού της κόστους. Οι δεσμοφύλακες ζουν στην ίδια φυλακή με τους φυλακισμένους. Πόσο μπορεί να γίνεται αυτό; Που πάει; Οι σπουδαιότεροι Ισραηλινοί διανοούμενοι εγκαταλείπουν σήμερα τη χώρα τους γιατί δεν αντέχουν την πνιγηρή ηθική και πνευματική της ατμόσφαιρα.  Δεν θέλω να ψάξω για τα ψυχαναλυτικά κίνητρα που κάνουν σε ορισμένους συμπαθή τον μιλιταρισμό, αλλά αυτή η υπόθεση είναι στον αντίποδα ακριβώς των αξιών που συγκροτούν την ίδια την έννοια και το μεγαλείο του ελληνισμού και τον τοποθέτησαν στον πυρήνα του παγκόσμιου πολιτισμού. Αυτές οι αξίες επέτρεψαν τη νίκη επί της παντοδύναμης τότε Περσίας, όπως και επέτρεψαν στα νεώτερα χρόνια το 1821, το 1940-44, το 1955-59. Δεν ήταν τα όπλα του Ναπολέοντα, ήταν οι δημοκρατικές, εξισωτικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που εξηγούν την επιτυχία των γαλλικών στρατιών, υπογράμμισε ο Κλαούζεβιτς. Είναι και το πολιτιστικό «στρατηγικό βάθος» της Ελλάδας.

Όταν το Ισραήλ έκανε την προληπτική επίθεση του 1967 οι διεθνείς συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές και το ίδιο επίσης, άσε που μια χώρα που μπορεί να στηριχτεί στα αφεντικά της οικονομίας του πλανήτη και μπορεί να υπαγορεύει πολιτική στις ΗΠΑ είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε μπορούμε να είμαστε εμείς. Από το 1967 άλλωστε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, περιλαμβανομένης και μιας ήττας στον Λίβανο το 2006. Ας μας εξηγήσουν τέλος πάντων οι φίλοι λάτρεις του Ισραήλ γιατί, αντί το ισχυρότατο αυτό κράτος να κάνει προληπτικό πόλεμο το ίδιο κατά του Ιράν, έχει λυσσάξει να τον κάνουν οι Αμερικανοί.

Είναι λογικό μέσα στο κλίμα που φτιάχνουν ΜΜΕ και social media να παρασύρονται εύκολα και πολλοί έντιμοι και καλόπιστοι άνθρωποι και να τα αναπαράγουν αυτά χωρίς κακή πίστη, με πατριωτικά κίνητρα, από αγανάκτηση για την κατάσταση της πατρίδας μας, αλλά με εν δυνάμει πολύ κακό αποτέλεσμα. Σε ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός, ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα, η κοινή γνώμη, αλλά και οι στρατιωτικοί, διπλωμάτες πολιτικοί και δημοσιογράφοι μας βυθίζονται στην πιο μεγάλη και επικίνδυνη σύγχυση.

Το είχαμε εντοπίσει και στο παρελθόν και ο κ. Καλλεντερίδης των εκδόσεων Ινφογνώμων επίσης το είχε διαπιστώσει, όταν είχε γεμίσει το διαδίκτυο αναφορές ότι στο παρά πέντε αποφεύχθηκε δήθεν απόβαση στο Καστελλόριζο, όταν οι μονάδες που θα μπορούσαν να την κάνουν ήταν στη Συρία και πολλές άλλες ανακρίβειες (δες σχετικά π.χ. http://www.konstantakopoulos.gr/4093/%ce%b7-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%b2%ce%bf%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%83%ce%b9%ce%b1). Είναι τόσο μαζική η διασπορά «ψευδών ειδήσεων» που είναι αδύνατη για πρακτικούς πλέον λόγους η ανασκευή τους. Αυτό σημαίνει «μεταμοντέρνος ολοκληρωτισμός».

«Ελληνική Υφαλοκρηπίδα»

Εμείς, λυπούμεθα, είμαστε της σχολής του Διονυσίου Σολωμού που, όχι τυχαία,  μας έλεγε ότι το έθνος πρέπει να μάθει επιτέλους να θεωρεί εθνικό το αληθές. Το που μπορεί να φτάσει αυτή η κατάσταση το διαπιστώσαμε πρόσφατα. Η Ελλάδα βρίσκεται εδώ και δύο μήνες στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία εξαιτίας ερευνών του ‘Ορουτς Ρέις πάνω από σημεία μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας 115 μίλια από το Καστελόριζο, που, το πιθανότερο, θα αποδοθούν στην ‘Αγκυρα σε περίπτωση οριοθέτησης. Επί δύο μήνες όμως, κυβέρνηση, πολιτικός κόσμος, ΜΜΕ και social media έλεγαν ότι επρόκειτο για ελληνική υφαλοκρηπίδα. (Ορολογία που, «όλως τυχαίως», δικαιολογεί πόλεμο πολύ περισσότερο από τον όρο «προς οριοθέτηση» ή «προς διανομή» υφαλοκρηπίδα). Αυτά μπορούν να λέγονται βέβαια μόνο εσωτερικά, προς κατανάλωση του πόπολου, που θα κριθεί αύριο να πληρώσει τις εξυπνάδες των (ιδιοτελώς κινούμενων ή παραπλανηθέντων ή δειλών) πολιτικών και κρατικών παραγόντων και των δημοσιολογούντων, με το αίμα των παιδιών του και με την καταστροφή της πατρίδας του.

‘Όταν ο κ. Μητσοτάκης χρειάστηκε να απευθυνθεί στη διεθνή κοινότητα δεν μπορούσε να λέει βέβαια σαχλαμάρες και στο σχετικό άρθρο του σε τρεις μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού υποχρεώθηκε να μιλήσει περί μη οριοθετημένης και όχι περί ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Φοβούμαι ότι το ότι δεν υπήρχαν τότε, στην εποχή των μεγάλων ελληνικών παραχωρήσεων (1996-2004) και υπάρχουν σήμερα τόσοι πολλοί νέο-εθνικόφρονες τουρκοφάγοι, δεν έχει άλλη εξήγηση παρεκτός ότι  άλλη ήταν τότε η πολιτική της Δύσης, των ΗΠΑ και του Ισραήλ, άλλη είναι σήμερα έναντι της Τουρκίας! Τότε χρησιμοποιούσαν την Τουρκία για να αποσπάσουν κυριαρχία από την Ελλάδα (κυρίως προς αυτούς και όχι προς την ίδια την Τουρκία, όπως δείχνει το παράδειγμα των Ιμίων και της Κύπρου). Τώρα μας θέλουν κατ’ ελάχιστον για να πιέζουμε τον Ερντογάν, κατά μέγιστο για να τον καταστρέψουμε καταστρεφόμενοι.

Δεν άλλαξαν ούτε οι ιδιότητες της Τουρκίας, ούτε οι ιδιότητες των Ελλήνων φίλων των ξένων. Άλλαξαν οι σχέσεις της Τουρκίας με τους ξένους.

Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένας Ελληνας, προπάντων ιστορικός ή στρατιωτικός, που να μην έχει διαβάσει το συγκλονιστικό βιβλίο του Σιμόπουλου για την «Ξενοκρατία».

  1. Η Ελλάδα και η Κύπρος υιοθέτησαν στην οικονομική και εξωτερική πολιτική τους τα πολλά τελευταία χρόνια το δόγμα «πάρτα όλα και μη δίνεις τίποτα» προς τη Γερμανία για την οικονομία, προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ, για την εξωτερική – αμυντική πολιτική. Δικαιολογώντας τη δική τους εξάρτηση με τη δήθεν ενίσχυση της θέσης του ελληνισμού απέναντι στην ‘Αγκυρα. Αλλά η θέση του ελληνισμού δεν ενισχύθηκε απέναντι στην Τουρκία, το αντίθετο συνέβη. Αυτός που πραγματικά ενισχύθηκε πάρα πολύ στην περίοδο αυτή είναι η ίδια η Τουρκία υπό την διακυβέρνηση ενός Ερντογάν που φαίνεται ότι έχει μελετήσει και πάντως ακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ακριβώς τις πολιτικές που άσκησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Βεβαίως και με το Ισραήλ και θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να αναπτύξουμε αμοιβαία συμφέρουσες σχέσεις ισότιμης συνεργασίας σε ορισμένους τομείς. Αλλά ούτε καν αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε. Οι μόνες σχέσεις που αναπτύσσουμε όχι μόνο με το Ισραήλ, αλλά με όλους, είναι σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης, καταστροφικές μεν για το κράτος και τον λαό, επωφελείς όμως για αυτούς που τις συνάπτουν.

  1. Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ακόμα την αντικειμενική δυνατότητα να διατηρήσουν το στάτους κβο με την Τουρκία, δεν έχουν όμως τη δυνατότητα να το αλλάξουν υπέρ τους, πολύ περισσότερο σε περίοδο βαθύτατης και πολύπλευρης κρίσης τους. Αν νομίσουμε ότι μπορούμε να το αλλάξουμε θα πάθουμε πολύ μεγάλες ζημιές. Επιπλέον και η Αμερική και το Ισραήλ έχουν λόγους να βγάλουν τον Ερντογάν από τη μέση, κάνοντας μέσω Αθήνας αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν με το πραξικόπημα του 2016. Εγώ δεν θέλω να το κάνουν μέσω Ελλάδας και Κύπρου! Να καταστραφούμε δηλαδή για να καταστρέψουμε την Τουρκία! Η δική μας δουλειά είναι να αποφύγουμε κάτι τέτοιο.

Μια πολιτική ηγεσία που το αντιλαμβάνεται αυτό δεν παίρνει τυχοδιωκτικές πρωτοβουλίες, που δεν μπορεί να στηρίξει, ζητάει από τον γείτονα να μην πάρει κι αυτός και του εξηγεί καθαρά και σταθερά και τους όρους της ειρήνης και τους όρους του πολέμου. Βεβαίως το τι θα γίνει τελικά δεν εξαρτάται μόνο από την Αθήνα, εξαρτάται και από την ‘Αγκυρα, τι ενθαρρύνσεις έχει δεχτεί τεχνηέντως ο κ. Ερντογάν, ιδίως από τον Τραμπ (όργανο των νεοσυντηρητικών και του κόμματος του παγκόσμιου πολέμου), πως αναλύει την κατάσταση κλπ. Αν  όμως υπάρχει μεγάλη προβοκάτσια στο παρασκήνιο, και υπάρχει πιθανότατα, ενεργώντας με τον τρόπο που περιγράψαμε μειώνεις τις πιθανότητες να πετύχει.

Αντί να κάνουν αυτά οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι τους είπαν να κάνουν. Γεωτρήσεις χωρίς μελέτη των συνεπειών και καμία προετοιμασία η Κύπρος, EastMed και  κατά φαντασίαν συμμαχίες με το Ισραήλ η Ελλάδα. Μόνη εξαίρεση, την τελευταία δεκαετία, προς τιμήν του, ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, που αρνήθηκε να ανακηρύξει μονομερώς ΑΟΖ το 2013, παρά τις μεγάλες πιέσεις που δέχτηκε. Αν το είχε κάνει θα είχαμε πάει πολύ νωρίτερα στην τωρινή κρίση.

  1. Δεν κερδίζεται πόλεμος με την Τουρκία. Θα καταστραφούμε και οι δύο για λόγους που εξηγήσαμε επανειλημμένα και αναλυτικά. Εκτός του ότι, για να πάει η χώρα σε πόλεμο, δεν μπορεί το πολιτικο-κρατικό σύστημα, οι ένοπλες δυνάμεις, οι υπηρεσίες πληροφοριών, τα όπλα της να είναι υπό σχεδόν πλήρη έλεγχο ξένων δυνάμεων!

Από τις κυπριακές «εξυπνάδες» στον τουρκικό ταύρο εν υαλοπωλείω

  1. Επί πάρα πολλά χρόνια ο Ερντογάν δεν είχε δράσει επεκτατικά. Το 2004 μάλιστα είχε συγκρουστεί με τον στρατό για να επιβάλλει το σχέδιο Ανάν, που στον κυπριακό και ελληνικό λαό δεν άρεσε, αυτό όμως ακριβώς του ζήτησε να κάνει η επίσημη Ελλάδα και η επίσημη ΕΕ για να προχωρήσει την ένταξη. Δεν αποκήρυξε μεν καμία από τις τουρκικές διεκδικήσεις που παρέλαβε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν τις ενεργοποίησε όμως επί πολλά χρόνια. Είχε τη Γαλάζια Πατρίδα στο συρτάρι από το 2008, αλλά δεν την είχε βγάλει στο τραπέζι.

Πότε άρχισε να κινείται επιθετικά ο Ερντογάν; Κατά της Κύπρου αντιδρώντας στις κυπριακές γεωτρήσεις (καθόλα νόμιμες, αλλά χωρίς καμία σοβαρότητα σχεδιασμού), κατά της Ελλάδας μετά τις μεγάλες φασαρίες που κάναμε (ή μας έβαλαν να κάνουμε) περί αυτόν τον αγωγό – φάντασμα που δεν θα κατασκευασθεί ποτέ και η πραγματική λειτουργία του οποίου είναι, κατά τα φαινόμενα, να προκαλέσει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το ίδιο και η περίφημη «συμμαχία – φάντασμα» με το Ισραήλ, του οποίου οι εκπρόσωποι έχουν βγει επανειλημμένα το τελευταίο εννεάμηνο να αποσαφηνίσουν ότι δεν θεωρούν εχθρό την Τουρκία και οπωσδήποτε δεν θα στείλουν το ναυτικό τους στη Μεσόγειο, αφήνοντάς μας με την απορία τι είδους είναι και σε τι αποσκοπεί αυτή η «συμμαχία».

Φυσικά ο κ. Ερντογάν θα μπορούσε να προχωρήσει στις επιθετικές του κινήσεις και χωρίς τη δική μας «βοήθεια». Δεν είμαστε μάντεις να ξέρουμε αν θα το έκανε. Το γεγονός είναι όμως ότι το έπραξε μόνο αφού εμείς πήραμε πρώτοι την πρωτοβουλία. Και φυσικά, όταν το έκανε, το έκανε με όλη τη βαρβαρότητα, τον μαξιμαλισμό και τον σωβινισμό που διακρίνει την χώρα του.

Το ότι προηγήθηκαν δικές μας ανόητες, άσκεπτες και επικίνδυνες πρωτοβουλίες δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται ο Ερντογάν για τις αντιδράσεις του και δεν είναι φυσικά για να τον δικαιολογήσουμε που αναφέρουμε τη σειρά των γεγονότων. Αλλά γιατί πρέπει να εξηγήσουμε γιατί τέτοιο «μάνατζμεντ» εξωτερικής πολιτικής μας οδηγεί στην άβυσσο. Τώρα είναι πολύ δυσκολότερο για τις δύο πλευρές να γυρίσουν στο ειρηνικό modus vivendi που σχεδόν επικράτησε επί είκοσι πέντε χρόνια, τα είκοσι χωρίς καμία ελληνική παραχώρηση!

Η Δύση μας θέλει αποικία της, αλλά δεν μας θεωρεί κομμάτι της

  1. Υπάρχει αναμφισβήτητα τουρκικός επεκτατισμός, εθνικισμός και σωβινισμός στην Αν. Μεσόγειο, μόνο που δεν υπάρχει μόνο κόκκινο πανί στην αρένα, υπάρχει και ταυρομάχος. Αν δεν υπήρχαν οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί και οι Ισραηλινοί και το αυτόνομο αποικιακό ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα και, ακόμα περισσότερο, για την Κύπρο, δεν θα ήταν σήμερα οι Τούρκοι στην Κερύνεια. Ας μας πουν επιτέλους οι φίλοι και οπαδοί τους, που βρισκόντουσαν η Αμερική, η Βρετανία και το Ισραήλ το 1955-59, το 1974, το 2004, το 2010-15, το 2013;
  2. Να σημειώσω επίσης ότι δεν είδα όλους αυτούς τους όψιμους και πολεμοκάπηλους νέο-εθνικόφρονες να ενοχλούνται υπέρμετρα όταν η ΕΕ, οι ΗΠΑ και οι μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες αποσπούσαν την κυριαρχία στη χώρα μας δια των Μνημονίων και των Δανειακών, που εξακολουθούν δυστυχώς να ισχύουν και να παράγουν καταστρεπτικά αποτελέσματα. Μπορεί να μην είναι τόσο δραματικά όπως τα στρατεύματα σε μια εισβολή, δεν παύουν όμως να είναι κατάλυση κυριαρχίας με τραγικές, πιθανώς terminal συνέπειες για τον ελληνικό λαό και το ελληνικό έθνος.

Πως γίνεται να είχαν τρομοκρατηθεί όσο μας έλεγαν με την προοπτική ακόμα και μιας στάσης πληρωμών από την Ελλάδα και να είναι τόσο cool με την προοπτική πολεμικής σύγκρουσης που δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο στην περιοχή;

Αυτά όλα ασφαλώς δεν συνιστούν δικαίωση για το άλλο «κόμμα», των εκσυγχρονιστών – εθνομηδενιστών, που είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τα πάντα δήθεν για να αποφύγουν τον πόλεμο και στην πραγματικότητα έτσι τον φέρνουν πιο κοντά (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μεγάλες παραχωρήσεις με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959-60 που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εισβολή στην Κύπρο το 1974, αλλά και το που μας οδήγησαν σήμερα οι παραχωρήσεις Σημίτη το 2000 στα ελληνοτουρκικά).

Η δυνάμει θανάσιμη αρρώστια

Στην πραγματικότητα, οι «νεοεθνικόφρονες πολεμοκάπηλοι» και οι «εθνομηδενιστές – εθνομαζοχιστές» είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος (και η αντανάκλαση των δύο δυνάμεων που συγκρούονται στο παγκόσμιο κατεστημένο). Πίσω από τον «εθνικισμό» των μεν και τον «αντιεθνικισμό» των δε υπάρχει η κοινή ρίζα όλης της κοινωνικής και εθνικής μας «παθολογίας»: o «δηθενισμός» (όχι διεθνισμός) και η ξένη εξάρτηση, οι δύο όψεις ενός κράτους βαθιά εξαρτημένου και ενός μεταπρατικού και πελατειακού κοινωνικού σχηματισμού, που χρησιμοποιείται ως κλωτσοσκούφι από τη μια ή την άλλη ξένη δύναμη με τη βοήθεια μιας στρατιάς Ελλήνων πρόθυμων να την εξυπηρετήσουν. Αν δεν βρεθεί τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτή η βαθιά αρρώστια του ελληνικού κράτους, της ελληνικής πολιτικής, οικονομίας, κοινωνικού σχηματισμού, θα μειώνονται όλο και περισσότερο οι πιθανότητες επιβίωσής του ελληνικού λαού.