Ο Γ.Γ.ΑΚΕΛ για το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο μετά το Brexit

Στην ομιλία του για το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο μετά το Brexit ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ ανέφερε:
”Συζητούμε σήμερα ένα εξόχως ενδιαφέρον θέμα∙ το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο μετά το Brexit. Θέλω από την αρχή να ξεκαθαρίσω ότι η άποψη μας είναι πως οι βάσεις δεν έχουν άμεση σχέση με το Brexit. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι βάσεις δεν αποτελούν εδάφη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς το καθεστώς τους θα παραμείνει ανεπηρέαστο από το Brexit.
Ο λόγος για τον οποίο οι βρετανικές βάσεις έμειναν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επειδή η Ένωση δεν εντάσσει στους κόλπους της στρατιωτικές βάσεις, παρά μόνο κράτη. Άρα ο μόνος προσφερόμενος τρόπος για να ενταχθούν τα εδάφη των βάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν να ενταχθούν ως εδάφη συγκεκριμένου κράτους.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, για ευνόητους λόγους,  δεν ήταν ποτέ δυνατό τη στιγμή που εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να δεχθεί ένταξη και των βάσεων ως μέρος του εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου. Ούτε, όμως, η Βρετανία ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί ένταξή τους ως μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, η μόνη ρεαλιστική επιλογή ήταν να παραμείνουν τα εδάφη των βάσεων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως και έγινε.
Αυτό βέβαια επέβαλλε όπως ληφθούν πρόνοιες με αποκλειστικό σκοπό τη ρύθμιση της ιδιαίτερης κατάστασης των περιοχών των βάσεων στην Κύπρο. Αυτές προβλέφθηκαν στο Πρωτόκολλο 3 το οποίο περιελήφθηκε στη Συνθήκη Προσχώρησης που υπογράφηκε επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Πιο συγκεκριμένα αφορούν, μεταξύ άλλων, την αποφυγή ενός σκληρού συνόρου μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και βάσεων αλλά και όπως γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των κατοίκων αυτών των εδαφών. Τα πρόσωπα που διαμένουν ή εργάζονται στο έδαφος των βάσεων θα αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα που διαμένουν ή εργάζονται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Δεν απαιτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία να διενεργεί ελέγχους στα πρόσωπα που διέρχονται από τα χερσαία ή θαλάσσια όριά της με τις περιοχές των βάσεων και δεν ισχύουν για αυτά οι κοινοτικοί περιορισμοί αναφορικά με τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων. Επιπρόσθετα, στις περιοχές των βάσεων εφαρμόζονται οι πράξεις περί τελωνείων και κοινής εμπορικής πολιτικής, περί φόρων κύκλου εργασιών, ειδικών φόρων κατανάλωσης και άλλων μορφών έμμεσης φορολογίας.
Το καθεστώς των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο ρυθμίζεται από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960. Αυτή αποτελεί μέρος του πλέγματος των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου που επιβλήθηκαν στον κυπριακό λαό με την απειλή χρήσης βίας και ως αντίτιμο για την παραχώρηση ακρωτηριασμένης ανεξαρτησίας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι συμφωνίες του 1960 είναι αφόρητα ετεροβαρείς. Ποιό κράτος υπογράφει με την ελεύθερη του βούληση συνθήκες που του επιβάλλουν μόνο υποχρεώσεις και αφήνουν όλα τα δικαιώματα στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη; Τέτοιες συνθήκες αμφισβητούνται έντονα στην επιστήμη του διεθνούς δικαίου.
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι βάσεις είναι συγκριτικά από τις μεγαλύτερες σε έκταση στον κόσμο και οι μόνες που δεν πληρώνουν ούτε σεντ για την εδώ παρουσία τους. Χρησιμοποιούνται μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ως αβύθιστο αεροπλανοφόρο και ορμητήριο ενάντια σε γειτονικά κράτη.
Η πρόσφατη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τον Μαυρίκιο, παρότι μη δεσμευτική, έχει αναντίλεκτα τεράστια σημασία και για τη δική μας περίπτωση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαδικασία απο-αποικιοποίησης του Μαυρίκιου δεν ολοκληρώθηκε νόμιμα αφού η εν λόγω αποικία διαχωρίστηκε πριν την ανεξαρτησία της. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο κατέληξε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο οφείλει να τερματίσει άμεσα τη διοίκηση που ασκεί στο Αρχιπέλαγος του Τσάγος.
Δεδομένου ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης προνοεί ότι τα εδάφη των βάσεων παραμένουν υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, η σημασία της  εν λόγω γνωμοδότησης είναι αυταπόδεικτη για την Κυπριακή Δημοκρατία. Το ΑΚΕΛ από το 1991 είχε καταθέσει στο Εθνικό Συμβούλιο ανάλυση με την οποία υπογράμμιζε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφυγή στη Γενική Συνέλευση για να ζητηθεί γνωμοδότηση από το Διεθνές Δικαστήριο όχι μόνο για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης αλλά και για τις Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας, είναι δυνητικό εργαλείο που διαθέτουμε όταν θα κρίνουμε ότι ήρθε η ώρα να αμφισβητήσουμε τη νομιμότητα της παρουσίας των βάσεων και όχι μόνο.
Στο ίδιο εκείνο έγγραφο είχαμε επίσης υποδείξει και δύο άλλα προσφερόμενα νομικά εργαλεία, τα οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε όταν κρίνουμε ότι ο χρόνος είναι κατάλληλος. Αυτά προνοούνται στην πολυμερή Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969). Σε περίπτωση που μια συνθήκη παραβιάζει αναγκαστικό κανόνα του διεθνούς δικαίου πρέπει να αναζητηθεί λύση σύμφωνα με τα ειρηνικά μέσα επίλυσης διαφορών που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Αν αυτή η προσπάθεια δεν αποδώσει, τότε μπορεί να γίνει μονομερής προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο  της Χάγης εφόσον δεν τεθεί επιφύλαξη στη συγκεκριμένη πρόνοια της Σύμβασης. Για παράδειγμα η Βρετανία έχει θέσει επιφύλαξη αναφορικά με τα μέλη της Κοινοπολιτείας. Ένα δεύτερο νομικό εργαλείο προσφέρεται σε περίπτωση ουσιαστικής παραβίασης μιας συνθήκης. Τότε, το άλλο μέρος έχει δικαίωμα να επικαλεστεί την παραβίαση ως λόγο αναστολής ή ακύρωσης της συνθήκης. Μπορεί λοιπόν να ζητηθεί από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να παραπέμψει τη διαφορά σε ειδική επιτροπή για γνωμοδότηση η οποία αν και δεν είναι δεσμευτική, αν δεν γίνει σεβαστή επιτρέπει μονομερή καταγγελία της Συνθήκης.
Είναι γνωστό ότι στην περίπτωσή μας οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου έχουν παραβιαστεί κατ’ επανάληψη και μάλιστα κατά τρόπο που καταστρέφει το σκοπό και το αντικείμενό τους. Πέραν τούτου, το ΑΚΕΛ ανέκαθεν υπογράμμιζε ότι η παρουσία στρατιωτικών βάσεων στην επικράτεια ανεξάρτητων κρατών, ως κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, συνιστά παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των κρατών. Συνιστά παραβίαση βασικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Την αταλάντευτη αυτή θέση συνεχίζουμε να προβάλλουμε και σήμερα με πληθώρα δράσεων που αναπτύσσουμε, εντός και εκτός των συνόρων της Κύπρου. Τελευταία ήταν η περσινή μαζικότατη πορεία ενάντια στην παρουσία των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο.
Το πότε θα ακολουθήσουμε την οδό του Μαυρίκιου, που αποδεδειγμένα συνιστά ένα σοβαρό όπλο στη φαρέτρα μας ή τις εναλλακτικές που προσφέρει η Συνθήκη της Βιέννης, αποτελεί καθαρά πολιτική απόφαση. Αυτή θα πρέπει να ληφθεί την πλέον προσφερόμενη στιγμή από την Κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τα πολιτικά κόμματα. Πέραν, όμως, από τις ομοιότητες που υπάρχουν, υφίστανται και διαφορές  με το Μαυρίκιο.
Εμείς έχουμε να αντιμετωπίσουμε, μεταξύ άλλων, την παράνομη τουρκική κατοχή του 37% των εδαφών μας.
Επιπλέον, το βασικότερο επιχείρημα του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Μαυρίκιο δεν ήταν η στρατιωτική βάση ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η συμφωνία της Βρετανίας είχε συναφθεί όχι με το νεοανεξάρτητο κράτος, αλλά με την υποτελή  διοίκηση των αποικιοκρατούμενων εδαφών μερικά χρόνια πριν την παραχώρηση ανεξαρτησίας.
Στη δική μας περίπτωση, τυπικά, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία που υπέγραψε τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Λέω τυπικά διότι η σύναψή της είχε προαποφασιστεί στη διάσκεψη του Λονδίνου πριν τη γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέρα από την περίπτωση του Μαυρίκιου είναι και το θέμα του BREXIT. Κατά ορισμένους δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις να ανακινήσουμε θέμα βάσεων απαιτώντας την απομάκρυνσή τους. Χωρίς να αποκλείουμε ότι στη διαπραγμάτευση ΕΕ – Ηνωμένου Βασιλείου για το BREXIT μπορεί και η Κυπριακή Δημοκρατία να αποκομίσει κάποια οφέλη, θεωρούμε ότι το ζήτημα πρέπει να τοποθετηθεί στις σωστές του διαστάσεις. Υπερβολικές προσδοκίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα θα μας οδηγήσουν σε λανθασμένους χειρισμούς και θα σπείρουν την απογοήτευση. Στην προκειμένη περίπτωση μόνο στα πλαίσια συντεταγμένου BREXIT θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε κάτι.
Σε πιθανή άτακτη έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα έχουμε τη δυνατότητα της οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν: μετά από τόσες αγωνιώδεις προσπάθειες για συντεταγμένο BREXIT ακριβώς επειδή όλοι αντιλαμβάνονται ότι μόνο να χάσουν έχουν σε περίπτωση ενός άτακτου BREXIT, πόσες δυνατότητες έχουμε εμείς να παρεμποδίσουμε μια συντεταγμένη έξοδο προκειμένου να αποκομίσουμε οφέλη; Σίγουρα όχι απεριόριστες. Από εκεί και πέρα, πρέπει να τονίσουμε ότι έχει και η Βρετανία μοχλούς πίεσης προς εμάς, τους οποίους δυνητικά μπορεί να χρησιμοποιήσει.
Έχω ήδη αναφερθεί στο Πρωτόκολλο 3 και στους λόγους που επέβαλαν στον πρώην Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο να το υπογράψει. Σε περίπτωση συντεταγμένου BREXIT μάλλον είμαστε εξασφαλισμένοι. Όμως, σε περίπτωση άτακτης εξόδου δυνητικά η Βρετανία μπορεί να επικαλεστεί ριζική αλλαγή των περιστάσεων προκειμένου να ακυρώσει την ισχύ του Πρωτοκόλλου 3. Με το επιχείρημα ότι αυτό είχε διαμορφωθεί όταν ήταν μέλος της ΕΕ ενώ πλέον δεν θα είναι.
Δεύτερο, η Βρετανία στο Κραν Μοντανά τήρησε θετική στάση στο κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας συμφωνώντας με την απαίτηση μας για τερματισμό της Συνθήκης Εγγύησης και των όποιων επεμβατικών δικαιωμάτων.
Τρίτο, η Βρετανία διατηρεί τη δέσμευση που έχει δημόσια διατυπώσει από το 2004 – και την οποία περιέλαβε στο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης – για επιστροφή περίπου των μισών εδαφών που καταλαμβάνουν σήμερα οι βάσεις με τη λύση του Κυπριακού, περίπου 90% υπό Ε/Κ διοίκηση και 10% υπό Τ/Κ. Όλα αυτά πρέπει να τα συνυπολογίσουμε στις αποφάσεις που θα πάρουμε.
Ουδόλως παραγνωρίζουμε την αρνητική στάση της Βρετανίας σε άλλα ζητήματα. Όπως για παράδειγμα την πρόσφατη και επαναλαμβανόμενη απαράδεκτη στάση της αναφορικά με την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η μισή αλήθεια είναι κατά κανόνα χειρότερη από το ψέμα. Στην προκειμένη περίπτωση μισή αλήθεια συνιστά η υπόδειξη της Βρετανίας ότι η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας προνοεί ότι σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει οριοθέτηση τα κράτη δεν μπορούν να προβαίνουν σε ενέργειες που να προκαταλαμβάνουν το τελικό αποτέλεσμα. Παραγνωρίζοντας ότι εκείνος που παραβίασε το σχετικό κανόνα είναι η Τουρκία και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία – εξαγγέλλοντας μάλιστα γεώτρηση πολύ πέραν της μέσης γραμμής, έχοντας ήδη παρεμποδίσει γεώτρηση της ΕΝΙ εντός οριοθετημένης και αδειοδοτημένης περιοχής και απειλώντας εκ νέου για γεώτρηση ακόμη και απέναντι από τις νότιες, ελεύθερες ακτές μας.
Αναφερόμενοι στην ΑΟΖ, θέλουμε να θίξουμε και ένα ζήτημα που κατά τη γνώμη μας προκαλεί ζημιά. Αναφερόμαστε στους συνεχιζόμενους ισχυρισμούς ότι η Βρετανία διεκδικεί ΑΟΖ για τις βάσεις. Αυτή η παραφιλολογία έχει τις ρίζες της στο 2004 και πιο συγκεκριμένα στο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Αυτό ρύθμιζε αποκλειστικά το ζήτημα επιστροφής εδαφών των βάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία περιλαμβανομένου μέρους της ακτογραμμής Δεκέλειας που θα επιστραφεί σε εμάς. Επειδή αυτό το μέρος της ακτογραμμής θα παρεμβάλλεται στην ακτογραμμή των βάσεων, στο Πρωτόκολλο γινόταν μια γενική ρύθμιση που επέτρεπε την απρόσκοπτη πρόσβαση των Βρετανών από το ένα μέρος της διακεκομμένης ακτογραμμής στο άλλο, μέσω των χωρικών υδάτων που θα επιστραφούν στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς κάθε φορά να χρειάζεται ειδική άδεια. Αυτό ήταν που ερμηνεύτηκε ως δήθεν παραχώρηση υφαλοκρηπίδας στη Βρετανία. Η συνέχιση αυτής της παραφιλολογίας μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης από τη Βρετανία και ως εκ τούτου πρέπει να τερματιστεί.
Όλοι σε αυτή την αίθουσα συμφωνούμε ότι οι βάσεις αποτελούν αποικιοκρατικό κατάλοιπο και πλήγμα για την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας. Όλοι συμφωνούμε ότι πρόκειται για ένα από τα πολλά βαρίδια με τα οποία εμπότισαν οι Άγγλοι την κουτσουρεμένη ανεξαρτησία μας το 1960. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η πατρίδα μας, και πιστεύω ότι και σε αυτό συμφωνούμε, είναι η συνεχιζόμενη παράνομη τουρκική κατοχή που υποθηκεύει συνολικά το μέλλον του λαού και του τόπου. Ανοίγοντας τώρα άλλα μέτωπα διακινδυνεύουμε να προκύψουν παρενέργειες στο Κυπριακό. Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης θα πρέπει να ληφθεί μόνο αφού προηγηθεί συζήτηση στο Εθνικό Συμβούλιο.
Η καλύτερη υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε στην Κύπρο σήμερα είναι να επιδοθούμε στην προσπάθεια για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων εφόσον προηγουμένως τερματιστούν οι τουρκικές προκλήσεις στην ΑΟΖ μας.
Όλα όσα σήμερα συζητούμε μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και οριστικά, με τρόπο δίκαιο και ωφέλιμο για το λαό μας, μόνο με την επίτευξη δίκαιης, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό.”