Γ. Εισαγγελέας: Δεν υπάρχουν ποινικές ή αστικές ευθύνες του ΥΠΟΙΚ για Freshfields

Απορρίπτει το ενδεχόμενο στοιχειοθέτησης του ποινικού αδικήματος της Κατάχρησης Εξουσίας εναντίον του Υπουργού Οικονομικών ο Γενικός Εισαγγελέας cna_td48176839294494eb587b81e4989a1b0Κώστας Κληρίδης αναφορικά με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για δαπάνη ύψους €400.000 προς τον Νομικό Οίκο Freshfields Bruckhaus Deringer για νομικές υπηρεσίες, σε σχέση με την πώληση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στην Ελληνική Τράπεζα. Λέει επίσης ότι ούτε και θέμα αστικής ευθύνης φαίνεται να ανακύπτει.

Στην επιστολή γνωμάτευσής του προς τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, Οδυσσέα Μιχαηλίδη, με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 2018, ο κ. Κληρίδης αναφέρει ότι «τον οίκο τον επέλεξε το Υπ. Οικονομικών χωρίς έγκριση», ενώ λέει ότι «η απόφαση για διορισμό νομικού οίκου πάσχει, επειδή δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 04.02.2015 και δεν λήφθηκε η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, ούτε ενημερώθηκε το Γενικό Λογιστήριο».

Ωστόσο, λέει ότι η παράλειψη λήψης της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα και των σχολίων του Γενικού Λογιστηρίου «δεν καθιστά τη σύναψη της σύμβασης παράνομη» όμως η μη εφαρμογή από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών των προνοιών της Απόφασης του Υπουργικού συνιστά μια «συνταγματική εκτροπή».

Λέει ακόμη ότι «εσφαλμένες αποφάσεις ή αποφάσεις όπως του Υπουργικού Συμβουλίου που δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψιν αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας» δεν επισύρουν οποιεσδήποτε κυρώσεις ή επιφέρουν επιπτώσεις στους φορείς λήψης των αποφάσεων. Αυτού του είδους οι αποφάσεις δύνανται μόνο να προσβληθούν ως προς την εγκυρότητα τους από πρόσωπα τα οποία ενδεχόμενα διαθέτουν έννομο συμφέρον και να ακυρωθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, σημειώνει.

Την επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας έδωσε στη δημοσιότητα αργά το απόγευμα της Παρασκευής ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας Οδυσσέας Μιχαηλίδης.

Όπως αναφέρεται σε αυτή «το οποιοδήποτε ενδεχόμενο στοιχειοθέτησης του ποινικού αδικήματος της Κατάχρησης Εξουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα είναι απορριπτέο.  Δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο αρμόδιος Υπουργός διενέργησε αυθαίρετη πράξη που παραβλάπτει τα δικαιώματα αλλού, όπως απαιτείται να αποδειχθεί από το εν λόγω άρθρο, αφού η πράξη του Υπουργού εξουσιοδοτήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ δεν προκύπτει ούτε απτή μαρτυρία για παράβλεψη δικαιωμάτων άλλων προσώπων».

«Ούτε επίσης και θέμα αστικής ευθύνης φαίνεται να ανακύπτει, εφόσον από τις υπό εξέταση ενέργειες δεν αποδεικνύεται ότι το κράτος υπέστη οικονομική βλάβη εξαιτίας τούτων», συνεχίζει ο Γενικός Εισαγγελέας.

Στο ερώτημα κατά πόσο θα έπρεπε στη συγκεκριμένη περίπτωση μίσθωσης νομικών υπηρεσιών να εφαρμοζόταν οι πρόνοιες της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερ. 04.02.2015, αλλά και κατά πόσο πράγματι εφαρμόστηκαν ή όχι, ο κ. Κληρίδης παραθέτει αναλυτικά το ιστορικό της υπόθεσης. Κατά τον Γενικό Εισαγγελέα, είναι το κράτος που αγοράζει νομικές υπηρεσίες, μέσω του Υπουργείου Οικονομικών.

Όπως λέει, η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα ως οργανισμός, ως εταιρεία, ως ξεχωριστή νομική οντότητα, δεν φαίνεται να αποφάσισε εκείνη να επιδιώξει να αγοράσει νομικές υπηρεσίες. «Εξ’ όσων φαίνεται, ούτε απόφαση της ίδιας λήφθηκε, ούτε αυτή επέλεξε, ούτε αυτή συμβλήθηκε με την Freshfields για αγορά νομικών υπηρεσιών» συνεχίζει.

Λέει ότι εκείνος που αισθάνθηκε την ανάγκη να μισθώσει υπηρεσίες ήταν το Υπουργείο Οικονομικών, εκείνος που ζήτησε έγκριση ήταν το Υπουργείο Οικονομικών από το Υπουργικό, εκείνος που ενέκρινε ήταν το Υπουργικό εκ μέρους του Κράτους και εκείνος που συμβλήθηκε με τον Οίκο Freshfields εκ μέρους του κράτους, ήταν το Υπουργείο Οικονομικών.

«Δεν ενεργούσε το Υπουργείο Οικονομικών εκ μέρους της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας αλλά ενεργούσε εκ μέρους του Κράτους.  Το εάν το κράτος επιβάρυνε το κόστος αυτών των υπηρεσιών την Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα, τούτο είναι άλλο θέμα» συμπληρώνει.

Εξάλλου, αναφέρεται σε επιστολή του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου προς τον Γενικό Εισαγγελέα, με ημερομηνία 29.06.2018, στην οποία όπως λέει ενημερώθηκε εκ των υστέρων για τα τεκταινόμενα.

Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, «το Υπουργικό λέει ότι οι νομικοί σύμβουλοι της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στη Συμφωνία εκείνη, ήταν οι Shearman & Sterling και του Υπουργείου Οικονομικών και του κράτους ήταν οι Freshfields, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών λέγει τώρα, ότι οι Freshfields ουσιαστικά εργοδοτηθήκαν και ενεργούσαν για τη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα».

«Το ερώτημα είναι προς τι να διορίζονταν οι Freshfields ως πρόσθετος οίκος για τη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα εφόσον ήδη ενεργούσε άλλος οίκος;» διερωτάται ο Γενικός Εισαγγελέας.

Σημειώνει ότι το Υπουργείο Οικονομικών λέει ότι το κόστος για την αγορά των νομικών υπηρεσιών το ανάλαβε η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα και επικαλείται Κανονιστική Διοικητική Πράξη (ΚΔΠ).

«Και αν ακόμα καλύπτεται αυτή η δαπάνη από την ΚΔΠ ή από αλλού, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τον οίκο τον επέλεξε το Υπ. Οικονομικών χωρίς έγκριση» λέει.  Διερωτάται ακολούθως γιατί δεν τον επέλεξε η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα και γιατί δεν συμβλήθηκε μαζί του η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα, όπως έκανε σε άλλες περιπτώσεις.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζει παράλληλα στη γνωμάτευσή του κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση μίσθωσης νομικών υπηρεσιών μπορούσε ή έπρεπε να τύχει εξαίρεσης από τις πρόνοιες του περί της Ρύθμισης της Διαδικασίας Σύναφης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα.

Λέει ότι από το λεκτικό της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 14.03.2018, διαπιστώνεται ότι ο λόγος στον οποίο στήριξε την έγκριση του για εξαίρεση από τις πρόνοιες του Νόμου ήταν ότι έκρινε ότι «…τα ουσιώδη συμφέροντα της Δημοκρατίας δεν μπορούν να διασφαλιστούν με λιγότερο δραστικά μέτρα».

Ωστόσο, ο κ. Κληρίδης παρατηρεί στη γνωμάτευσή του ότι «από το κείμενο της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ελλείπει οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς το γιατί έκρινε ότι τα συμφέροντα της Δημοκρατίας δεν θα μπορούσαν να διασφαλιστούν με λιγότερο δραστικά μέτρα».

Το γεγονός ότι οι ζητούμενες υπηρεσίες θα έπρεπε να παρασχεθούν άμεσα, συνεχίζει, μπορεί μεν να συνιστούσε καλό λόγο για τη μη προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, δεν συνιστούσε όμως και λόγο για την κατ’ ανάγκη απευθείας ανάθεση.

Λέει ακολούθως ότι θα μπορούσε  να ακολουθηθεί μια σύντομη διαδικασία διαπραγμάτευσης με μικρό αριθμό κατάλληλων παροχέων συμβουλευτικών υπηρεσιών, λόγω της επείγουσας ανάγκης.

«Ενεργώντας ως ενήργησε, το Υπουργείο Οικονομικών δεν φαίνεται να διερεύνησε την εναλλακτική πορεία της διαπραγμάτευσης ώστε να επιτύχει την επιλογή καθόλα κατάλληλου φορέα με την καλύτερη οικονομική προσφορά» σημειώνει.

Άλλο θέμα που εξετάζει στη γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας αφορά το ποιες μπορεί να είναι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις και/ή κυρώσεις από τη μη εφαρμογή των προνοιών της Απόφασης του Υπουργικού.

«Το γεγονός της παράλειψης λήψης της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα και των σχολίων του Γενικού Λογιστηρίου δεν καθιστά τη σύναψη της σύμβασης παράνομη, ούτε επιφέρει την αυτόματη ακυρότητα της», λέει.

Προσθέτει ωστόσο ότι «η μη εφαρμογή από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών των προνοιών της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 04.02.2015 συνιστά μια συνταγματική εκτροπή».

Με την ενέργεια του να παρακάμψει τον Γενικό Εισαγγελέα και τη Νομική Υπηρεσία και προβεί σε απευθείας μίσθωση νομικών υπηρεσιών από ιδιωτικό οίκο, χωρίς έγκριση από τον Γενικό Εισαγγελέα, το Υπουργείο «ουσιαστικά παραβίασε τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 112 και 113 του Συντάγματος σύμφωνα με τις οποίες ο νομικός σύμβουλος των Υπουργείων είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας».

Ωστόσο, παρατηρεί ότι οι όποιες διαπιστώσεις όμως του Γενικού Εισαγγελέα κατόπιν νομικής διερεύνησης και γνωμάτευσης, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διακήρυξη ακυρότητας ή ακυρώσιμου οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή απόφασης, όπως είναι η περίπτωση με τις δικαστικές αποφάσεις.

Ούτε τέτοιου είδους εσφαλμένες αποφάσεις ή αποφάσεις όπως του Υπουργικού Συμβουλίου που δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψιν αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας, επισύρουν οποιεσδήποτε κυρώσεις ή επιφέρουν επιπτώσεις στους φορείς λήψης των αποφάσεων τούτων, συνεχίζει.

Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη «αυτού του είδους οι πράξεις, παραλείψεις ή αποφάσεις, εκεί όπου παράγουν έννομα αποτελέσματα, δύνανται μόνο να προσβληθούν ως προς την εγκυρότητα τους από πρόσωπα τα οποία ενδεχόμενα διαθέτουν ενεστώς έννομο συμφέρον, και να ακυρωθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο».

Όσον αφορά την ανάθεση και υπογραφή της Σύμβασης μεταξύ Υπουργείου Οικονομικών και Freshfields, ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει ότι από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι το Υπουργείο Οικονομικών δεν εξασφάλισε την ανάλογη πίστωση προτού εξουσιοδοτήσει ή διενεργήσει την πληρωμή ποσών για συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τον νομικό οίκο.

«Είναι πραγματικά παράδοξο ένας να επιλέγει νομικό σύμβουλο, να αποδέχεται τους οικονομικούς όρους του συμβούλου, να συμβάλλεται με σύμβαση με νομικό σύμβουλο, και άλλος να καταβάλλει, απευθείας μάλιστα, τη σχετική δαπάνη», αναφέρει.

Λέει ωστόσο ότι κατά την άποψη του «δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ποινικό αδίκημα λόγω της εξουσιοδότησης από κρατικό λειτουργό, μιας δαπάνης, η οποία δεν αναμενόταν ούτε και προβλεπόταν όταν εξουσιοδοτείτο, να διενεργηθεί από το κράτος και δεν διενεργήθηκε από το κράτος».

«Το ίδιο δε ισχύει και σε σχέση με την μη ύπαρξη οποιασδήποτε αστικής φύσεως ευθύνης, αφού, μεταξύ άλλων, η δαπάνη φαίνεται να είχε εξουσιοδοτηθεί με κανονιστική πράξη και επισφραγίστηκε με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ δεν αποδεικνύεται να προέκυψε ζημιά στο κράτος», συμπληρώνει.

Ο κ. Κληρίδης δεν ασχολείται τέλος με το κατά πόσο είτε ο αντισυμβαλλόμενος του κράτους στη σύμβαση, είτε η ίδια η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα, η οποία επιβαρύνθηκε από αυτή θα μπορούσαν να μη αποδέχονταν αυτή τη διευθέτηση,  καθώς όπως λέει, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο νομικός σύμβουλος του κράτους και όχι οποιουδήποτε άλλου από τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία.

Καταληκτικά, ο κ. Κληρίδης επισημαίνει ότι κάποιες θεσμοθετημένες διαδικασίες, οι οποίες εδράζονται σε ρητές συνταγματικές διατάξεις, θα πρέπει απαραίτητα να ακολουθούνται από εκείνους στους οποίους απευθύνονται και η παρέκκλιση από αυτές ενέχει σοβαρούς κινδύνους, καθιστώντας νομικά ευάλωτες τις όποιες αποφάσεις λαμβάνονται και δημιουργώντας αχρείαστα ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας.