Η απόφαση του Κακουργιοδικείου για τη Λαϊκή: Συνειδητή, σκόπιμη και στοχευμένη η ενέργεια των κατηγορουμένων

 

Η μη συμπερίληψη της απομείωσης της υπεραξίας στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας δεν ήταν κάποια απροσεξία ή σφάλμα ή καλόπιστη παράλειψη  αλλά μια πλήρως συνειδητή, σκόπιμη και στοχευμένη ενέργεια ή ορθότερα παράλειψη στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Κατηγορούμενοι, απεφάνθη σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση εναντίων τεσσάρων υψηλόβαθμών στελεχών της πρώην Λαϊκής τράπεζας.imagew-2.aspx
Ανακοινώνοντας χθες την 182 σελίδων ομόφωνη απόφαση του, μέσα σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα, το τριμελές Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχους και τους τέσσερεις κατηγορούμενους και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και που αφορούσαν στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Πρόκειται για τον Ευθύμιο Μπουλούτα, ο οποίος ήταν τότε Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου της Λαϊκής, τον τότε Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο Παναγιώτη Κουννή, τον μη εκτελεστικό Αντιπρόεδρο Νεοκλή Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκο Φόρο.
Και τα τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής κρίθηκαν ένοχα ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Το Δικαστήριο αποφάσισε όπως και οι τέσσερεις παραμείνουν ελεύθεροι υπό όρους μέχρι την επόμενη Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου, στις 12 το μεσημέρι, ημερομηνία κατά την οποία οι συνήγοροι υπεράσπισης τους θα προβούν σε αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής τους. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τη συνέπεια των κατηγορουμένων κατά τις εμφανίσεις τους κατά τη διάρκεια της δίκης απέρριψε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής όπως τεθούν υπό κράτηση.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι όλα τα συστατικά των αδικημάτων και των δύο κατηγοριών  έχουν αποδειχθεί εναντίον όλων των κατηγορουμένων στον απαιτούμενο βαθμό
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «καθίσταται σαφές πως η μόνη επιδίωξη του κάθε κατηγορουμένου ήταν η μη περίληψη της εγγραφής της απομείωσης της υπεραξίας στις οικονομικές καταστάσεις και με άμεση και στοχευμένη συνέπεια την απόκρυψη και αποσιώπηση της ύπαρξης τέτοιας ζημιάς από τις επίδικες οικονομικές καταστάσεις…»
Σύμφωνα με την απόφαση, «οι κατηγορούμενοι κατέληξαν στην απόφαση για έγκριση και δημοσίευση των επίδικων οικονομικών καταστάσεων χωρίς τη συμπερίληψη της απομείωσης της υπεραξίας, ενόσω γνώριζαν το ευαίσθητο και οριακό του όλου ζητήματος από τις ετήσιες καταστάσεις του 2010, ενόσω ενημερώνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα από τους εξωτερικούς ελεγκτές και τη Μ.Κ.10 (Οικονομική Διευθύντρια Αννίτα Φιλιππίδου) για την ανάγκη συχνότερης ενασχόλησης με το θέμα και κυρίως ενόσω γνώριζαν τη διαφορετική άποψη της Μ.Κ.10 και των εξωτερικών ελεγκτών αναφορικά με τις εννιαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις».
Με άλλα λόγια, προστίθεται, « η έγκριση των επίδικων οικονομικών καταστάσεων και η παρουσίαση της εικόνας της Τράπεζας δεν αποτέλεσε μια αυθόρμητη ή βεβιασμένη δήλωση αλλά μια μελετημένη και συνειδητή απόφαση εκ μέρους των Κατηγορουμένων οι οποίοι ήταν γνώστες όλων των δεδομένων και ασχολούνταν με το ζήτημα εδώ και καιρό».
«Κύριο και πρωταρχικό μέλημα, σκοπός και επιθυμία των Κατηγορουμένων ήταν η παρουσίαση μιας καλής εικόνας της Τράπεζας η οποία θα αντικατόπτριζε και θα είχε αντίκτυπο στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης της από το ΔΣ και κυρίως από τον Διευθύνοντα της Σύμβουλο, καθώς επίσης και η διατήρηση του ενδιαφέροντος του επενδυτικού κοινού» αναφέρει το Δικαστήριο.
Η μη εγγραφή στις επίδικες οικονομικές καταστάσεις της απομείωσης της υπεραξίας, προσθέτει, « ουσιαστικά απέληγε στην απόκρυψη μέρους της ζημιάς η οποία υπήρχε, με αποτέλεσμα ο επενδυτής και χρήστης των οικονομικών καταστάσεων να μην ενημερωθεί και πληροφορηθεί για τούτο και έτσι να θεωρήσει πως δεν υφίσταται τέτοια ζημιά».
« Με αυτόν τον τρόπο σαφώς παρουσιάζεται μια ωραιοποιημένη και βελτιωμένη εικόνα της Τράπεζας, η οποία επηρεάζει θετικά τη φήμη και αξιοπιστία της, και έτσι διατηρεί το ενδιαφέρον των επενδυτών, γεγονός το οποίο επηρεάζει και διαμορφώνει την τιμή της μετοχής. Το ουσιώδες αυτό στοιχείο και χαρακτηριστικό ήταν αναμφίβολα εις γνώσιν των Κατηγορουμένων», σημειώνεται.
Αναφέρεται, επίσης, ότι ο κάθε Κατηγορούμενος «είχε ήδη ειλημμένη απόφαση για μη συμπερίληψη της απομείωσης της υπεραξίας στις επίδικες οικονομικές καταστάσεις με στόχο την παρουσίαση βελτιωμένης εικόνας των εν λόγω αποτελεσμάτων της Τράπεζας, η οποία δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα, σε μια τόσο δύσκολη και κρίσιμη περίοδο τόσο για την Τράπεζα όσο και για τη δική τους θέση εκεί».
«Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως επρόκειτο καθαρά για μεθοδευμένη πρακτική η οποία αποσκοπούσε στη διατήρηση της εντύπωσης περί καλής οικονομικής κατάστασης και εικόνας της Τράπεζας και συνακόλουθα στην προβολή μιας καλής διαχείρισης της και μέσω αυτής της ωραιοποιημένης εικόνας στην αθέμιτη διαμόρφωση των τιμών», αναφέρουν οι δικαστές του Κακουργιοδικείου.
Αυτό το οποίο έχει σημασία, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης, « είναι το ότι υπήρξε γνώση για το παραπλανητικό και στόχευση για τη χειραγώγηση κατά τη δεδομένη εξεταζόμενη χρονική στιγμή και όχι το αν εν τέλει επιτεύχθηκε ο σκοπός της μεθόδευσης….»
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι κατηγορούμενοι έδωσαν εν γνώσει τους, «παραπλανητική εικόνα ως προς τη μη ύπαρξη απομείωσης της υπεραξίας και κατά συνέπεια ως προς τη συνολική εικόνα των καταστάσεων οι οποίες παρουσίαζαν ψηλότερο ποσό ενώ έπρεπε αυτό να ήταν χαμηλότερο λόγω της αφαίρεσης της ζημιάς της απομείωσης»
«Ενήργησαν δε με πρόθεση παραπλάνησης και με στόχο την παρουσίαση μιας καλής οικονομικής κατάστασης και εικόνας της Τράπεζας και τη διατήρηση της αξιοπιστίας της Τράπεζας μέσω της διατήρησης του ενδιαφέροντος των επενδυτών και της τιμής της μετοχής», αναφέρει η απόφαση.
Σε ότι αφορά το θέμα που ήγειρε η υπεράσπιση σε σχέση με τη αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου, το Κακουργιοδικείου επικαλούμενο την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου στην έφεση του Α. Ηλιάδη ανέφερε ότι το Ανώτατο «ομόφωνα κατέληξε πως στην Κύπρο η αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου σαφώς ισχύει όσον αφορά την ποινή όμως δεν επεκτείνεται όσον αφορά το ίδιο το αδίκημα».
«Η αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου η οποία απορρέει από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 49.1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορά μόνο την ποινή. Στην Κύπρο ενόψει του άρθρου 10(2) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, θεωρούμε πως η αρχή του ηπιότερου νόμου δεν εφαρμόζεται όσον αφορά το δίκαιο και το ίδιο το αδίκημα, και επομένως δεν έχει θέση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας για σκοπούς έκδοσης απόφασης επί καταδίκης ή μη», αναφέρει το Κακουργιοδικείο.
Σε σχέση με τον ερευνώντα λειτουργό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Ράκης Χριστοφόρου (Μ.Κ.14), το Δικαστήριο αποφάσισε ότι  η εργασία στην οποία προέβη « ήταν καθόλα ορθή και ενδεδειγμένη, και διεξήχθη υιοθετώντας επιστημονικά βάσιμη και έγκυρη μέθοδο στηριζόμενος σε στοιχεία τα οποία προσδίδουν στην εν λόγω εργασία επαρκή τεκμηρίωση. Δεχόμαστε τη θέση του πως ενήργησε αντικειμενικά και μάλιστα χρησιμοποιώντας επιεικείς παραμέτρους, καθώς επίσης και πως η διενέργεια έξι διαφορετικών σεναρίων αποσκοπούσε στον έλεγχο και διασταύρωση των αποτελεσμάτων του».
Σε ό,τι αφορά την Οικονομική Διευθύντρια της Λαϊκής Αννίτα Φιλιππίδου (Μ.Κ. 10),  το Δικαστήριο αναφέρει ότι  «άφησε θετική εντύπωση» , σημειώνοντας ότι « κατέθεσε με ευθύτητα, συνέπεια, πληρότητα και εμπεριστατωμένα για τα γεγονότα της υπόθεσης και κυρίως για τη δική της επιστημονική θέση επί της ερμηνείας των ΔΛΠ και των οικονομικών καταστάσεων…»
«Είναι σημαντικό να λεχθεί πως η Μ.Κ.10 παρέμεινε καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της σταθερή αναφορικά με τις επίδικες εννιαμηνιαίες καταστάσεις», αναφέρει η απόφαση, προσθέτοντας ότι «καθόλη τη μακρά και επίμονη αντεξέταση της, αυτή κατέθεσε με ένα χαρακτηριστικό και αφοπλιστικό αυθορμητισμό, αντικρούοντας με βάσιμες και επαρκείς απαντήσεις τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης»
Για τον Αναπληρωτή Διευθύνων Σύμβουλο Διεθνών Δραστηριοτήτων του Ομίλου και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ Χρίστο Στυλιανίδη (Μ.Κ. 9) το Δικαστήριο κάνει λόγο στην απόφαση του για προσπάθεια του κ. Στυλιανίδη «να αποκλείσει εαυτόν από οποιασδήποτε τυχόν ευθύνης του αναφορικά με την έγκριση των επίδικων αποτελεσμάτων».
Το Δικαστήριο θεωρεί επίσης «πως οι ανακρίσεις της Αστυνομίας στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης έγιναν αντικειμενικά και αμερόληπτα χωρίς οποιαδήποτε σκοπιμότητα ή κίνητρο να στοχοποιήσουν τους Κατηγορούμενους».
Καταλήγοντας, το δικαστήριο σημειώνει ότι « το έναυσμα για τη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης ήταν η έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η οποία διαβιβάστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα με οδηγίες για διερεύνηση πιθανής διάπραξης ποινικών αδικημάτων…»