Επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης εναντίον δικηγόρου της Έ. Ηροδότου διέταξε το Ανώτατο

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης με κατηγορούμενο δικηγόρο της Έφης Ηροδότου, αποδεχόμενο την έφεση που καταχώρησε η Αστυνομία εναντίον της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης.imagew-8.aspx

Σύμφωνα με την απόφαση του τριμελούς Εφετείου, ο εν λόγω δικηγόρος από τη Λεμεσό κατηγορήθηκε ότι, με σκοπό την παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, συνωμότησε τόσο με τους γονείς της Ηροδότου όσο και με μάρτυρα υπεράσπισης από τη Σερβία ώστε ο τελευταίος να παρουσιαστεί στη γνωστή υπόθεση του θανατηφόρου με θύμα τον 17χρονο Αιμίλιο Ιωάννου, για το οποίο καταδικάστηκε και να παρουσιάσει πλαστό έγγραφο αναφορικά με τα επαγγελματικά του προσόντα.

Το κατηγορητήριο της υπόθεσης εναντίον του δικηγόρου περιλάμβανε 10 κατηγορίες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλο που δέχθηκε ότι ο εν λόγω μάρτυρας υπεράσπισης στην υπόθεση του θανατηφόρου, είχε καταθέσει ψευδώς, τόσον όσον αφορά τα επαγγελματικά του προσόντα όσο και για την εμπλοκή του στην υπόθεση ώστε να οδηγήσει σ` αθώωση της Ηροδότου, κατέληξε στο ν` απορρίψει την, υπό εκδίκαση, ποινική υπόθεση εναντίον του δικηγόρου.
Η Αστυνομία προχώρησε στη συνέχεια στην καταχώρηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης.

Εξετάζοντας την έφεση, το Ανώτατο διαπίστωσε ότι υπάρχουν στοιχεία μαρτυρίας τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο ενώ κάνει παράλληλα λόγο για αντιφατικά συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς την προσαχθείσα μαρτυρία.

Το Ανώτατο αποδίδει στο πρωτόδικο δικαστήριο «ενέργεια εντελώς ανορθόδοξη και μη επιτρεπτή» ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

«Μας έχει προβληματίσει ο τρόπος αντίκρισης του θέματος, πλην, όμως, οι παραλείψεις αυτές, σε συνδυασμό με τον αντιφατικό και ταυτόχρονα ανορθόδοξο τρόπο συγγραφής της απόφασης, η οποία, όμως, απολήγει να μην είναι μόνο θέμα τύπου αλλά και ουσίας, με την πρόωρη κατάληξη σε ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την αθωότητα ή μη του εφεσιβλήτου, πριν την αξιολόγηση ολόκληρης της μαρτυρίας, δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί να υπερπηδηθεί, παρά μόνο με την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή», σημειώνουν στην απόφαση τους οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου.

«Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου

Υπέρμετρη επιείκια σε ένοχο για τροχαία

Εξάλλου το Ανώτατο σε απόφαση του με την οποία απέρριψε έφεση του ενόχου κατά της πρωτόδικης απόφασης , σημειώνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε με υπέρμετρη επιείκεια άνδρα ο οποίος βρέθηκε ένοχος για αριθμό τροχαίων αδικημάτων.
Σύμφωνα με την απόφαση του τριμελούς Εφετείου, ο εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος μετά που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αληθή και ασφαλή την αναγνώρισή του από αστυνομικό ως τον οδηγό οχήματος, ιδιοκτησίας της μητέρας του.

Σημειώνεται ότι το αυτοκίνητη του εν λόγω άνδρα εντοπίστηκε μετά από έλεγχο τροχαίας στην περιοχή Κούκλια με κατεύθυνση τη Λεμεσό να κινείται με ταχύτητα πολύ πέραν του επιτρεπομένου ορίου, ήτοι 160 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.

«Εάν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο, είναι πως το Δικαστήριο αντιμετώπισε τον εφεσείοντα, παρά τη σοβαρότητα των τροχαίων αδικημάτων που διέπραξε σε εποχή που αυτά, όχι μόνο κατέστησαν δεσπόζοντα αλλά θέτουν σε μέγα κίνδυνο το κοινό, με υπέρμετρη επιείκεια», όπως αναφέρεται.

«Περιορίστηκε σε χαμηλές, σχετικά χρηματικές ποινές και επιβολή 3 βαθμών ποινής και ως προς την αποστέρηση του δικαιώματος άδειας οδήγησης θεώρησε ότι υπήρχε ειδικός λόγος ώστε να μην του στερηθεί. Με ταχύτητα 160 χ.α.ω., χρήση οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας, χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας, χωρίς άδεια κυκλοφορίας επειδή το όχημα δεν παρουσιάστηκε για επιθεώρηση και με επιστέγασμα την παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού, θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει ζήτημα επιβολής ποινής φυλάκισης», αναφέρουν οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου στην απόφαση τους.

Επισημαίνουν, επίσης, ότι «η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους τροχαίες παραβάσεις είναι…επιβεβλημένη.  Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου».