Η τουρκική κρίση και οι προεκτάσεις

 

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Unknown-4 copyΤις τελευταίες εβδομάδες ολοένα και περισσότερο τα ΜΜΕ διεθνώς ασχολούνται με τις εξελίξεις στην Τουρκία καθώς και τις ευρύτερες προεκτάσεις. Στα διάφορα δημοσιεύματα δεσπόζουν η υποτίμηση της τουρκικής λίρας, οι δυσοίωνες προβλέψεις για την τουρκική οικονομία,  οι αρνητικές αξιολογήσεις διεθνών οίκων καθώς και οι τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας. Επί τούτου είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η στάση του Προέδρου Τραμπ έναντι του Προέδρου Ερντογάν και της Τουρκίας δεν έχει προηγούμενο. Από την άλλη ο Τούρκος Πρόεδρος υποβαθμίζει τα οικονομικά δεδομένα και τις δικές του ευθύνες για την οικονομική κρίση της χώρας του κατηγορώντας παράλληλα τις ΗΠΑ και άλλους εξωγενείς παράγοντες. Είναι λοιπόν σημαντικό να αξιολογηθούν επαρκώς τα δεδομένα στα πλαίσια μιας σφαιρικής προσέγγισης.

Η τουρκική κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και πολιτική. Και η διάσταση αυτή επηρεάζει αρνητικά τα οικονομικά δεδομένα. Δεν είναι μόνο τα δημοκρατικά ελλείμματα και ο αυταρχισμός του Προέδρου Ερντογάν. Τα τελευταία χρόνια σταδιακά αλλά σταθερά έλαβε χώρα μια ριζική αλλαγή (paradigmshift) καθώς το Κεμαλικό μοντέλο αντικαταστάθηκε από ένα νέο υπόδειγμα το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως Ισλαμονεοοθωμανικό. Στα πλαίσια αυτά ο Ερντογάν προέβη σε σαρωτικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις δια των οποίων ο ίδιος πλέον, ως Πρόεδρος, απέκτησε υπερεξουσίες. Υπογραμμίζουμε επίσης την προσπάθεια του Ερντογάν να οικοδομήσει μια ισχυρή Τουρκία, η οποία όχι μόνο θα είναι ο περιφερειακός ηγεμών αλλά ταυτόχρονα θα είναι μια υπολογίσιμη δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας.

Παρά τη στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ και ως σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ η Τουρκία ανέκαθεν ακολουθούσε μια ανεξάρτητη πολιτική με στόχο την εξυπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων όπως η Άγκυρα τα προσδιόριζε. Επί Ερντογάν όμως, και ιδίως τα τελευταία χρόνια, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σε διάφορα ζητήματα ενόχλησε τις ΗΠΑ.  Σημειώνονται, μεταξύ άλλων, η αναβάθμιση των σχέσεων Άγκυρας με το Ιράν και τη Ρωσία και η σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων της με το Ισραήλ. Σημειώνεται επίσης ότι οι ΗΠΑ δεν λησμόνησαν το γεγονός ότι η Τουρκία δεν πρόσφερε τις αναμενόμενες διευκολύνσεις κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003.

Στην παρούσα συγκυρία ο Πρόεδρος Τραμπ λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, αποφάσισε να στείλει συγκεκριμένα μηνύματα σε ουσιαστικό και σε συμβολικό επίπεδο. Οι κινήσεις του Αμερικανού Προέδρου πέραν του ότι συνέβαλαν στην ενίσχυση των αρνητικών προσδοκιών για την τουρκική λίρα και την τουρκική οικονομία, υποσκάπτουν το γόητρο του Τούρκου Προέδρου υπενθυμίζοντας του ταυτόχρονα ότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία όταν παραβιασθούν δημιουργείται κόστος. Εάν οι εκτιμήσεις για το μέλλον βασίζονται μόνο σε ορθολογιστικές υποθέσεις τότε η αναμενόμενη  έκβαση στις τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας θα είναι τελικά η εκτόνωση. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι ενώ ο Ερντογάν είναι αναλώσιμος για τις ΗΠΑ, η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρείται για τη Δύση μια στρατηγικής σημασίας χώρα.  Όμως οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, κοινωνιών αλλά και κρατών δεν μπορούν να αναλυθούν μόνο στη βάση ορθολογιστικών κριτηρίων. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και άλλα σενάρια.

Ένα επιπρόσθετο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να μας απασχολεί είναι οι προεκτάσεις των δεδομένων αυτών για την Ελλάδα και την Κύπρο. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι ο Ερντογάν επιθυμεί διακαώς όπως τα 100χρονα της Τουρκικής Δημοκρατίας το 2023 συμπέσουν με μια μεγαλύτερη και πολύ ισχυρότερη Τουρκία. Και ο ίδιος ο Ερντογάν επιθυμεί να ξεπεράσει τον Κεμάλ Αττατούρκ. Ως εκ τούτου Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούν να εφησυχάσουν. Ας μην λησμονούμε ότι στην τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα ο Ερντογάν έθεσε θέμα επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάνης. Προφανώς η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική δύναμη. Και στην Κύπρο στόχος της Άγκυρας είναι ο στρατηγικός έλεγχος της Μεγαλονήσου. Θα ήταν τεράστια απρονοησία να αγνοήσουμε τους δημογραφικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας. Όπως θα ήταν  θανάσιμο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία συζητά τα οποιαδήποτε ζητήματα ανεξάρτητα από τους στόχους της Άγκυρας. Με βάση το διαπραγματευτικό κεκτημένο, η Τουρκία επιδιώκει τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από ένα νέο κρατικό μόρφωμα στο οποίο καμία απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς τη συγκατάθεσή της. Ως εκ τούτου η πολιτική ηγεσία θα πρέπει πέραν από τη μελέτη των συναφών οικονομικών προεκτάσεων της τουρκικής κρίσης, να επαναξιολογήσει σοβαρά την υφιστάμενη διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού καθώς και τις περιφερειακές και παγκόσμιες διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.