Η Βουλή απέρριψε την αναπομπή νόμου του Προέδρου Αναστασιάδη για την σύνταξη χηρείας στους άνδρες

 

Η Ολομέλεια της Βουλής δεν έκανε σήμερα αποδεχτή την αναπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη του νόμου για τη σύνταξη χηρείας στους άνδρες, που ψηφίστηκε κατά την τελευταία συνεδρία της Ολομέλειας.imagew.aspx

Από τους 42 παρόντες βουλευτές, οι 17 τάχθηκαν υπέρ της αναπομπής του Προέδρου της Δημοκρατίας και 25 εναντίον της αναπομπής.

Επίσης, η Ολομέλεια απέρριψε αναπομπή του νόμου για αναβολή για ένα χρόνο του θεσμού των εξετάσεων ανά τετράμηνο στη Μέση Εκπαίδευση. Υπέρ τάχθηκαν 16 βουλευτές, εναντίον 24, ενώ τήρησαν αποχή 2 βουλευτές (Δημήτρης Συλλούρης, Μιχάλης Γιωργάλλας).

Επιπλέον, η Ολομέλεια τάχθηκε υπέρ της αναπομπής του νόμου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων. Υπέρ τάχθηκαν 23 βουλευτές και εναντίον 18 βουλευτές.

Νόμος για τη σύνταξη χηρείας προς τους άνδρες

Ο νόμος για τη σύνταξη χηρείας προς τους άνδρες αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αντισυνταγματικός  επειδή με την τροποποίηση του νομοσχεδίου που επέφερε η Βουλή ώστε ανεξάρτητα από την ημερομηνία θανάτου της συζύγου ο χήρος να καθίσταται δικαιούχος από την ημερομηνία έγκρισης της αίτησης για σύνταξη χηρείας συνεπάγεται αναπόφευκτη αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού.

Ο νόμος αναπέμφθηκε για να διαμορφωθεί ως ήταν το αρχικό νομοσχέδιο με έναρξη ισχύος του δικαιώματος σε σύνταξη χηρείας προς όσους κατέστησαν ή καθίστανται χήροι μετά την 1η Ιανουαρίου 2018.

Όπως αναφέρεται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, οι τροποποιήσεις που επέφερε η Βουλή αυξάνουν το κόστος στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων και κατ’ επέκταση στα δημόσια οικονομικά, από €3,4 εκ. σε €42,3 εκ. για το 2018.

Για το 2019 το κόστος αυξάνεται από €6,5 εκ. που είχε προϋπολογίσει η Κυβέρνηση, στα €43,7 εκ..

Περαιτέρω το κόστος για το 2020 θα φθάσει στα €44,9 εκ. από €9,7 εκ. και για το 2021 στα €46,6 εκ. από €13 εκ. με ανάλογες αυξήσεις να ακολουθούν τα επόμενα έτη.

Επίσης ο νόμος αναπέμφθηκε ως αντισυνταγματικός επειδή συνιστά παρέμβαση της Βουλής στην εκτελεστική εξουσία, κατά παράβαση του συνταγματικού άρθρου για τον διαχωρισμό των εξουσιών.

Σε τοποθέτηση τους με τη σειρά που μίλησαν κατά τη σημερινή συνεδρία της Ολομέλειας, ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, βουλευτής, Γιώργος Περδίκης είπε ότι το Κίνημα θα απορρίψει την αναπομπή του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρόσθεσε πως εισηγήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να εισέλθει σε ένα κοινωνικό διάλογο με τις συντεχνίες, τους εργαζόμενους και τους εργοδότες ούτως ώστε να καλυφθεί το αναλογιστικό έλλειμμα μέσω των αναγκαίων αυξήσεων στις εισφορές του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ανέφερε ότι τα €180 εκατομμύρια σε βάθος 40 χρόνων δεν είναι πολλά για να καλυφθούν από την αύξηση στις εισφορές και πρόσθεσε ότι κατά τον ίδιο χρόνο για την χηρεία των γυναικών θα δαπανηθούν από το Ταμείο €2 δισεκατομμύρια (αύξηση 1% πάνω στις συνολικές δαπάνες και έξοδα του Ταμείου).

«Δεν νομίζω για μια τέτοια τάξης δαπάνη θα πρέπει να δεχθούμε μία αδικία, να ισχύει για κάποιους να έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη σύνταξη χηρείας και κάποιοι να μην έχουν αυτό το δικαίωμα», σημείωσε.

Ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Ανδρέας Κυπριανού είπε ότι το επιπρόσθετο κόστος μέχρι εξισορρόπησης το 2060 θα είναι €830 εκ. και τα €180 εκ. επιπρόσθετο κόστος στο Ταμείο από τυχόν αποδοχής της τροπολογίας του νόμου θα είναι μέχρι το 2021.

Ανέφερε ότι για πρώτη φορά μετά από 58 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας αποφάσισε μία Κυβέρνηση να αποκαταστήσει αυτή την αδικία στο θέμα της σύνταξης χηρείας και πρόσθεσε ότι μέσα από αναλογιστικές μελέτες που έγιναν βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση να ξεκινήσουν εισφορές το 2024, το 2029 και το 2034, στο σύνολο τους 1%.

«Κανένας δεν αμφισβητεί ότι είναι δίκαιο το αίτημα να μπορούσαμε οικονομικά να είχαμε τη δυνατότητα να πάμε αναδρομικά», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αποδεχόμενοι σήμερα την αναπομπή αυτό σημαίνει πως από αύριο το πρωί οι δικαιούχοι από την 1/1/2018 θα ξεκινήσουν να παίρνουν τη σύνταξη χηρείας και μετά μπορούμε να συζητήσουμε αν υπάρχουν άλλες δυνατότητες, αυξάνοντας τα έσοδα και μειώνοντας τις δαπάνες, να μπορέσουμε να υιοθετήσουμε και αναδρομικά το συγκεκριμένο μέτρο».

Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Ανδρέας Φακοντής είπε ότι το ΑΚΕΛ θα καταψηφίσει την αναπομπή και κάλεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την αρμόδια Υπουργό Εργασίας να καλέσουν σε διάλογο τους κοινωνικούς εταίρους γιατί μπορεί να βρεθεί λύση χωρίς τη διατάραξη της βιωσιμότητας του ΤΚΑ.

Ανέφερε ότι η νομοθεσία όπως κατατέθηκε από την Κυβέρνηση δημιουργούσε διάκριση μεταξύ των γυναικών καθώς καθόριζε ημερομηνία την 1/1/2018 κατά την οποία θα ήταν κάποιος δικαιούχος σύνταξης χηρείας εάν η σύζυγός του απεβίωνε κατά ή μετά την 1/1/2018, προσθέτοντας ότι «για όλους τους υπόλοιπους που έχασαν τις συζύγους τους τα προηγούμενα χρόνια ή ακόμη και τον Δεκέμβριο του 2017 δεν θα ήταν δικαιούχοι στη σύνταξη χηρείας».

Ανέφερε ότι η τροπολογία που κατέθεσε το ΑΚΕΛ μαζί με το Κίνημα Οικολόγων επέφερε ίση μεταχείριση και με βάση το Σύνταγμα ότι δεν πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ φύλων επιχειρήσαμε να διορθώσουμε αυτή την άνιση μεταχείριση γνωρίζοντας ότι αυτή μας η ενέργεια θα επέφερε κόστος και πρόσθεσε ότι η Κυβέρνηση όταν το ταμείο ανεργίας αντιμετώπιζε πρόβλημα επειδή είχαν εξαντληθεί τα χρήματα από αυτό το ταμείο, εξασφάλισε χρήματα από το ταμείο συντάξεως, ενώ η Κυβέρνηση χωρίς κοινωνικό διάλογο τροποποίησε τα ποσοστά εισφορών και έδωσε μέρος των εισφορών που πήγαιναν στο ταμείο συντάξεως στο ταμείο για την πατρότητα.

Ο κ. Φακοντής είπε ακόμη ότι η εισφορά για το ταμείο κοινωνικής συνοχής, πέραν των €150 εκ. πηγαίνει στο πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας και «αν ήθελε η Κυβέρνηση θα μπορούσε μέσα από κοινωνικό διάλογο ένα μέρος αυτού του ποσού να πάει στο ΤΚΑ για να καλυφθεί η σύνταξη χηρείας».

Η βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου είπε ότι το ΔΗΚΟ θα ταχθεί εναντίον της αναπομπής και πρόσθεσε ότι η Κυβέρνηση προσπάθησε να διορθώσει μια αδικία και μια διάκριση που υπήρχε, δημιουργώντας όμως μία άλλη διάκριση».

Είπε ακόμη ότι επειδή το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι «το να δημιουργούμε διαφορετικών κατηγοριών, ταχυτήτων, πολίτες δεν είναι αυτή η φιλοσοφία και αυτός ο τρόπος που πρέπει να διέπει τη σκέψη και την πολιτική μας προσπαθώντας να διορθώσουμε τα κακώς έχοντα στον τόπο μας».

Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, βουλευτής, Μαρίνος Σιζόπουλος είπε ότι η ΕΔΕΚ θα καταψηφίσει την αναπομπή προσθέτοντας ότι η συγκεκριμένη πρόταση νόμου κατατέθηκε από την ΕΔΕΚ το 2010 και επανήλθε και υπήρχε χρόνος οι κρατικές υπηρεσίες να προχωρήσουν στις σωστές μελέτες έτσι ώστε αυτή η ρύθμιση να γίνει κατά τρόπο ορθολογιστικό.

Ανέφερε ότι η ΕΔΕΚ θα καταψηφίσει την αναπομπή και εξέφρασε την πεποίθηση «η Κυβέρνηση να προβεί στις ανάλογες ενέργειες ούτως ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει και το αίτημα για τη σύνταξη χηρείας των ανδρών αλλά και την ίδια στιγμή να μπορεί να καλύψει και τα όποια ελλείμματα αυτό θα δημιουργήσει στο Ταμείο».

Νόμος για αναβολή για ένα χρόνο του θεσμού των εξετάσεων ανά τετράμηνο στη Μέση Εκπαίδευση

Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον περί Κοινοτικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 3(2) και 4 του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και της Ιδρύσεως του Υπουργείου Παιδείας Νόμου (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2018.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον νόμο για ασυμβατότητα του με τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αναφέροντας ότι η Βουλή δεν ψήφισε κανόνα δικαίου γενικής εφαρμογής αλλά αντίθετα ψήφισε ρυθμίσεις που τροποποιούν και/ή επεμβαίνουν στην άσκηση της εκτελεστικής και/ή διοικητικής εξουσίας του αρμόδιου Υπουργού αφού με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις η νομοθετική εξουσία ανέστειλε την προγραμματισθείσα εφαρμογή και μετέθεσε το χρόνο έναρξης των εξετάσεων των τετραμήνων κατά τρόπο αντίθετο με την θέληση και τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας.

Επίσης, αναφέρεται ότι υπάρχει ασυμβατότητα του νόμου με το άρθρο 61 του Συντάγματος το οποίο περιορίζει τη γενική εξουσία της Βουλής να ασκεί νομοθετική εξουσία «εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας κοινοτικάς συνελεύσεις».

Επιπλέον, στην αναπομπή του Προέδρου αναφέρεται ότι ο νόμος είναι ασύμβατος με το άρθρο 54 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά «την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων ως οι νόμοι ορίζουσιν». Επίσης το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα (54-α) όσον αφορά «την γενική διεύθυνσιν και τον έλεγχον της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και την διεύθυνσιν της γενικής πολιτικής».

Περαιτέρω αναφέρεται για ασυμβατότητα του αναφερόμενου νόμου με το άρθρο 87 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι κοινοτικές συνελεύσεις (και εν προκειμένω η ελληνική) έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να ασκούν νομοθετική εξουσία σε θέματα εκπαιδευτικά μορφωτικά και διδακτικά.

Τέλος, ο νόμος, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι ασύμβατος με το άρθρο 179 του Συντάγματος, που ορίζει ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας και ουδείς νόμος της Βουλής δύναται να είναι καθ΄ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξη του και συνεπώς για τους τέσσερις προαναφερόμενους λόγους ο υπό αναπομπή νόμος είναι αντίθετος και/ή ασύμφωνος με το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος.

Νόμος για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού

Επιπλέον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον νόμο για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για ασυμβατότητα, ανακολουθία άρθρων και επειδή προκαλεί νομική σύγχυση και αβεβαιότητα.

Περαιτέρω αναφέρει ότι ο νόμος όπως διαμορφώθηκε από τη Βουλή δεν προσδιορίζει από ποιους μπορεί να επιτρέπεται και να είναι νόμιμη η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και χαρακτηρίζει τροπολογίες που έχουν ενσωματωθεί στο νόμο ως προβληματικές.

Κατά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο ψηφισθείς νόμος βρίσκεται σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα του ευρωπαϊκού κανονισμού στον οποίο βασίζεται η νομοθεσία.

Ο νόμος αναπέμπεται και επειδή  εντοπίζονται πρόνοιες με τις οποίες παραβιάζεται το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως και άρθρα που έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Στην επιστολή αναπομπής γίνεται αναφορά και σε αυθαίρετη, ανεπίτρεπτη και χωρίς νομικό έρεισμα προσθήκη τριών άρθρων στο νόμο, η οποία συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο και με το Σύνταγμα.