Το Δικαστήριο άνοιξε εκ νέου την υπόθεση της Λαϊκής

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν εξέδωσε τελικά σήμερα την τελική του απόφαση στην ποινική υπόθεση της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, όπως είχε ανακοινώσει στις 26 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία είχε ολοκληρωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης.imagew-3.aspx

Όπως ανέφερε η Πρόεδρός του τριμελούς Κακουργιοδικείου Έλενα Εφραίμ, στα πλαίσια συγγραφής της απόφασης του δικαστηρίου και μετά από τη μελέτη των τελικών, γραπτών, αγορεύσεων των πλευρών «διαπιστώσαμε ένα ζήτημα για το οποίο κρίναμε σκόπιμο ότι δικαιολογείται να επανανοίξουμε την υπόθεση».

Το ζήτημα, όπως είπε, αφορά στη νομική αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου που ήγειρε η υπεράσπιση του Ευθύμιου Μπουλούτα και Μάρκου Φόρου, εκ των τεσσάρων κατηγορουμένων στην υπόθεση.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάσισε να καλέσει την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να απαντήσει στις 6 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί, επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος και να εκδώσει την τελική του ετυμηγορία στις 12 Οκτωβρίου, στις 12 το μεσημέρι. Το Δικαστήριο κάλεσε επίσης την Κατηγορούσα Αρχή  να παραδώσει στους συνηγόρους υπεράσπισης το γραπτό της κείμενο με την απάντηση της για το εν λόγω ζήτημα μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου, σε περίπτωση που χρειαστεί να εκφράσουν και τις δικές τους θέσεις.

Όπως αναφέρθηκε κατά τη σημερινή δικάσιμο, οι δικηγόροι των Μπουλούτα και Φόρου κάνουν εκτενή αναφορά στο ζήτημα αυτό, στην γραπτή τους αγόρευση, με παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ και του ΔΕΕ, ενώ στη δική της αγόρευση η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αναλύει το ζήτημα με παραπομπή στη νομολογία του ΕΔΑΔ και σε κάποιες αποφάσεις του ΔΕΕ, «πλην όμως δεν ασχολείται και δεν αναλύει το ζήτημα σε συνάρτηση με τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες έκανε αναφορά η υπεράσπιση των κατηγορουμένων 1 και 4».

«Ενόψει αυτού κρίναμε ορθό όπως καλέσουμε την Κατηγορούσα Αρχή να τοποθετηθεί επί αυτού του συγκεκριμένου ζητήματος με αναφορά στις αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες γίνεται αναφορά στις αγορεύσεις των κατηγορουμένων 1 και 4 και γι΄αυτό το σκοπό επανανοίγουμε την υπόθεση», ανέφερε η Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

Η θέση της υπεράσπισης των κατηγορουμένων σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι ότι η πράξη για την οποία κατηγορούνται και αφορά στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των ενδιάμεσων λογαριασμών της τράπεζας για τα τρίμηνα και τα εννιάμηνα του 2011 έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ηπιότερου νόμου και θα πρέπει το δικαστήριο να δώσει στους κατηγορούμενους το ευεργέτημα της κατάργησης αυτής της πράξης και να τους απαλλάξει από τη σχετική κατηγορία.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε στις 21/3/2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, καλώντας τους ταυτόχρονα σε απολογία.

Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν αφορά στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες.

Και τα τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής κατηγορούνται ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Κατά τη τελευταία ακροαματική διαδικασία, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων και η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν το δικαστήριο το γραπτό κείμενο των τελικών τους αγορεύσεων και προέβησαν σε προφορική σύνοψη των βασικών θέσεων τους προς υποστήριξη της εκδοχής τους.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, κατά την προφορική αγόρευση τους ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει, στον βαθμό που απαιτείται, την υπόθεση της εναντίον των κατηγορουμένων και άρα θα πρέπει να απαλλαγούν από τις εις βάρος τους κατηγορίες και να αθωωθούν από το δικαστήριο.

Η υπεράσπιση προέβαλε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι οι οικονομικές καταστάσεις και η απομείωση της υπεραξίας δεν εμπίπτουν στον όρο “ χρηματοοικονομικά μέσα” που είναι η νομική βάση των κατηγοριών.

Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι σε πάρα πολλά σημεία “αντιφατική και αλληλοσυγκρούμενη” που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά στην απόρριψη των κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων .

Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων επανέλαβαν τη θέση ότι το Δ.Σ. της τράπεζας στη συνεδρία του στις 29/11/2011 δεν είχε ενώπιον του κάποια τεκμηριωμένη μελέτη ή στοιχεία που να συνηγορούσαν υπέρ της συμπερίληψης απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα στις οικονομικές καταστάσεις, δεν μπορούσε στη δεδομένη στιγμή, όπως υποστήριξαν, να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ποσό της απομείωσης της υπεραξίας.

Η Εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε, από την πλευρά της, ότι όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας που παρουσίασε στο δικαστήριο “ήταν μάρτυρες της αλήθειας” και επανέλαβε τη θέση ότι υπήρχαν σοβαρές και αντικειμενικές ενδείξεις (trigger points) για απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας”.

Ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη έχουν καταθέσει: Το μέλος της τριμελούς ανακριτικής ομάδας που χειρίστηκε την υπόθεση Λοχίας Χρυσόστομου Χρίστου , ο Γραμματέα του ΔΣ της Λαϊκής Στέλιος Χατζηιωσήφ, ο υπάλληλος και μέλος του ΔΣ της πρώην Λαϊκής τράπεζας Στέλιος Στυλιανού, ο λειτουργός του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών Στέλιος Λεωνίδου και ο Διευθύνοντας Σύμβουλος του ελεγκτικού οίκου Grant Thornton Σταύρος Ιωάννου.

Κατέθεσαν, επίσης, ο πρώην Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Χρίστος Στυλιανίδης, η τότε Οικονομική Διευθύντρια του Ομίλου Αννίτα Φιλιππίδου, το στέλεχος της Ernst & Young Αλέξανδρος Περικλέους, ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μάρκος Νικολεττής, ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Κύπρου Ευγένιος Ευγενίου και ο ερευνώντας λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Ράκης Χριστοφόρου.

Οι κατηγορούμενοι επέλεξαν να απολογηθούν με το να δώσουν ένορκη κατάθεση από το εδώλιο του μάρτυρα και να τύχουν αντεξέτασης από την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ είχαν επίσης το δικαίωμα να κλητεύσουν μάρτυρες υπεράσπισης.

Το δικαίωμα αυτό άσκησε μόνο ο Ευθύμιος Μπουλούτας ο οποίος κάλεσε ως μάρτυρες υπεράσπισης του το ανώτατο στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος Μιχαήλ Μιχαλόπουλο, τον Διευθύνων Σύμβουλο της Grant Thornton Ελλάδος Βασίλη Καζά και τον καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέχρι πρόσφατα Πρόεδρος της Εποπτικής Αρχής των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ελλάδας(ΕΛΤΕ) Απόστολο Ρεφενέ.

Για την υπόθεση κατατέθηκαν γύρω στα 385 τεκμήρια. Η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 28/11/2016 μετά από καθυστέρηση λόγω της άρνησης των εξ Ελλάδος κατηγορουμένων Μπουλούτα και Φόρο να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.