Τιμήθηκαν οι ήρωες πεσόντες κατα της τούρκικης εισβολής

 Τελέστηκε σήμερα στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης το επίσημο μνημόσυνο των πεσόντων κατά την τουρκική εισβολή στην παρουσία τουcache_728x3000_Analog_medium_556830_292632_2072018 Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη, του Υπουργού Άμυνας Σάββα Αγγελίδη, του Υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Πάνου Καμένου, εκπροσώπων της εκκλησίας καθώς και της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας Κύπρου και Ελλάδα.

Στην επιμνημόσυνη ομιλία του ο διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ) Χρήστος Ιακώβου, ανέφερε ότι ουδείς πλέον αμφιβάλλει σήμερα ότι το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως όπως η Ελληνική πλευρά τους διαμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή, οι οποίοι συνεπυκνούντο στο αίτημα προοπτική «δεν ξεχνώ – απελευθέρωση – επιστροφή».  Πρόσθεσε ότι ελάχιστοι, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις Τουρκικές θέσεις.

«Μετά το 1974,  η στρατηγική Αθηνών και Λευκωσίας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος, σχεδόν αποκλειστικά, στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο εμπλεκόμενος αμερικανοβρετανικός παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ, θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στη λογική αντικειμενικών αρχών διεθνούς νομιμότητας», ανέφερε.
Με αυτό τον τρόπο, πρόσθεσε, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για το ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσαν σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών και τελεσφόρων προσεγγίσεων και σε μεγάλο βαθμό την σταδιακή επικράτηση των θέσεων της Τουρκίας.

«Από την επικράτηση της θέσης ότι η επιδίωξη της Αυτοδιάθεσης την δεκαετία του 1950 ήταν άδικη και λανθασμένη που κυριάρχησε μετά το 1974, σήμερα πιέζεται η ελληνική πλευρά να διολισθήσει σε ένα πλαίσιο λύσης που στηρίζεται στη λογική ότι οι Έλληνες της Κύπρου δεν έχουν δικαίωμα διαβίωσης στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους υπό συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως με βάση την αμετατόπιστη και αναλλοίωτη ηγεμονική παράσταση που επέβαλε η Τουρκία μετά το 1974, αυτή έχει δικαίωμα στρατηγικής εποπτείας της Κύπρου», είπε ο κ. Ιακώβου.

Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής, συμπλήρωσε, αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές  διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις. Παράλληλα, ανέφερε, η αδυναμία της Ελληνικής στρατηγικής δημιουργεί διαρκώς κίνητρα στην Τουρκία και στους διεθνείς διαμεσολαβητές πως η υποχωρητικότητα της Ελληνικής πλευράς είναι άνευ ορίων.
« Ένα παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας είναι το προσφάτως εκδοθέν περιβόητο γλωσσάρι για δημοσιογράφους που επιδιώκει να προσαρμόσει την πολιτική γλώσσα στις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος, δικαιώνοντας τον τουρκικό ηγεμονισμό και ναρκισσισμό από τη μια και ακρωτηριάζοντας την ελληνική αντίσταση κατά της υποδούλωσης», ανέφερε. Πρόσθεσε ότι η έξωθεν προσπάθεια εργαλειοποίησης  των δημοσιογράφων είναι μία επιχείρηση ξένης ιδεολογικής κατοχής  με σκοπό τη διαμόρφωση παραστάσεων μέσω της επιλεκτικής χρήσης λέξεων που να διευκολύνουν την πολιτική διαχείριση του παρόντος σύμφωνα με την τουρκική οπτική λύσης του προβλήματος.

«Ο κυπριακός ελληνισμός βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας του. Τα μνημόσυνα των νεκρών κατά την εισβολή αποτελούν ένα διαρκή οίστρο και μια διαρκή υπόμνηση για τη σημασία των εθνικών αγώνων στην επιβίωση ενός έθνους. Ξέρουμε ότι ο  αγώνας που διεξάγουμε σήμερα είναι άνισος. Δεν είμαστε όμως διατεθειμένοι να υποχωρήσουμε σε θέματα εθνικής αξιοπρέπειας ούτε να δεχθούμε λύσεις που θα υποθηκεύουν το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού στις ηγεμονικές και επεκτατικές αξιώσεις της Τουρκίας», ανέφερε.
Πρόσθεσε ότι ο Ελληνισμός σε αυτόν τον τόπο έχει μία μακραίωνη ιστορία και ότι οι σημερινοί διαχειριστές της μοίρας του Κυπριακού Ελληνισμού «γνωρίζουμε ότι δεν αγοράσαμε την ταυτότητα και την εθνική μας αξιοπρέπεια σε τιμή ευκαιρίας για να την πουλήσουμε σε εκπτώσεις διαρκείας».
«Θα αντισταθούμε σε κάθε ξενόφερτο σχέδιο που μας ζητά την αυτοκατάργηση και τέλος τον αυτοχειριασμό μας. Αν η Τουρκία δεν βιάζεται για δίκαιη και βιώσιμη λύση δεν σημαίνει ότι εμείς θα βιαζόμαστε για λύση αυτοκτονίας», συμπλήρωσε.

Είπε επίσης ότι η μνήμη των πεσόντων κατά την εισβολή πρέπει να παραμένει ανεξίτηλη, δεν θα σβήσει, δεν πρέπει να σβήσει και δεν πρέπει να αλλοιωθεί.
«Οι νεκροί, τους οποίους τιμούμε σήμερα μας υπομιμνήσκουν το χρέος μας και μας δείχνουν το δρόμο προς την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, χωρίς να κάνουν εξαιρέσεις σε κανένα κατεχόμενο τμήμα. Μας υποδεικνύουν μονίμως ότι τίποτα δε μπορεί να σταματήσει ένα λαό που ακόμη και άοπλος και προδομένος επιμένει να διεκδικεί ό,τι πιο ιερό … την Ελευθερία του. Εμείς όμως το μόνο που οφείλουμε να τους υποσχεθούμε είναι ότι δεν θα είμαστε οι τελευταίοι που έφυγαν από τη κατεχόμενη πατρώα γη μας αλλά ότι θα είμαστε οι πρώτοι που θα επιστρέψουμε υπό συνθήκες ελευθερίας», ανέφερε.

Αναφερόμενος στα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, είπε ότι αυτή δεν υπήρξε μία σπασμωδική αντίδραση της τότε κυβέρνησης Ετσεβίτ στο πραξικόπημα όπως συστηματικώς προβάλλει η προπαγάνδα της Άγκυρας, αλλά ένα βήμα σε μία στρατηγική, η οποία συνελήφθη το 1956 με τις δύο εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ και που υλοποιείται με σταθερά βήματα έκτοτε.

Ανέφερε επίσης ότι με τη δημιουργία του ανεξαρτήτου Κυπριακού Κράτους, η Τουρκία, μέσω του συντάγματος, κατόρθωσε να μετατρέψει και να νομιμοποιήσει την τουρκική μειονότητα ως κοινότητα και να την εξισώσει με την ελληνική πλειονότητα μέσω του βέτο του αντιπροέδρου. Επιπλέον, είπε, μέσω της συνθήκης εγγύησης και της συνθήκης συμμαχίας πέτυχε η ίδια να καταστεί μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, να διαθέτει μονίμως στο νησί στρατιωτικό απόσπασμα, να συμμετέχει μέσω του τριμερούς στρατηγείου στο σχεδιασμό και διεξαγωγή της άμυνας της Κύπρου και να εξασφαλίσει τα λεγόμενα «επεμβατικά δικαιώματα» των εγγυητριών δυνάμεων.

Ανέφερε ακόμα ότι η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής – κατοχής πέτυχε σταδιακώς και μακροπροθέσμως τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την ελληνική πλευρά.

Είπε επίσης ότι από το συνομιλίες της Γενεύης του 1974, η Τουρκία, με στόχο τη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων, και ακολουθώντας την τακτική των κατά στάδια τετελεσμένων γεγονότων (εποικισμός, ανακήρυξη ψευδοκράτους, αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας), αποβλέπει στην αποτελμάτωση, στην διεθνή υποβάθμιση του προβλήματος και τέλος στην εξαφάνιση των νομικών σημείων που θα έπρεπε να επικαλείται η ελληνική πλευρά απαιτώντας αποκατάσταση της τάξεως, είτε μέσα στο πολιτικό και νομικό πλαίσιο του ΟΗΕ είτε μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

«Τον στρατηγικό αυτό εγκλωβισμό, στον οποίο έχει περιέλθει η Ελληνική πλευρά, γνωρίζει πολύ καλά ο διεθνής παράγοντας αλλά ιδιαιτέρως η Τουρκία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται και η διαλεκτική της αρνητικότητας που ανέπτυξαν και συνεχίζουν να αναπτύσσουν οι Τούρκοι στις συνομιλίες», σημείωσε.
Υποστήριξε επίσης ότι μέσα από τους τελευταίους γύρους συνομιλιών η Τουρκία έχει καταδείξει τη φιλοσοφία με την οποία εκλαμβάνει τη λύση του Κυπριακού.
«Με απλά λόγια επιδιώκει ένα τουρκικό κράτος στο βορρά και ένα ελληνοτουρκικό κράτος στο νότο, με την ταυτόχρονη απαίτηση να έχει τον έλεγχο ασφάλειας του νησιού. Η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει και να επιβάλει μία υποκειμενική πραγματικότητα έχοντας την απαίτηση από την Ελληνική πλευρά να βλέπει το πρόβλημα και συνεπώς τη λύση του μέσα από την δική της οπτική», ανέφερε.
Με αυτό τον τρόπο, πρόσθεσε,  προσπαθεί να δημιουργήσει παραστάσεις λύσεως μέσω της διαλεκτικής της αρνητικότητας, κραδαίνοντας από μια την απειλή της τελευταίας ευκαιρίας και από την άλλη την απειλή της νομιμοποίησης της διχοτόμησης.
Ανέφερε ακόμα ότι αυτές οι μαξιμαλιστικές θέσεις δεν αφήνουν περιθώριο σε καμία πολιτική ηγεσία να αποδεχθεί ένα σχέδιο που να ενσωματώνει τις τουρκικές ηγεμονικές αξιώσεις.

Βαρεμένος: Δεν θα ξεχάσουμε όσα χρόνια κι αν περάσουν
————————————————————————————-
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους ο Αντιπρόεδρος της ελληνικής Βουλής Γιώργος Βαρεμένος  ανέφερε ότι «όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσουμε».

«Εμμένουμε στην άρση του αδίκου, μιας ιστορικής αδικίας και είμαστε στο πλευρό της κυπριακής Κυβέρνησης, στην αναζήτηση μιας δίκαιης βιώσιμης και λειτουργικής λύσης. Μιας λύσης που δεν θα περιέχει αδικίες όπως συνέβη στο παρελθόν, γιατί αυτό θα ήταν μια σαθρή βάση που θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην κατάρρευση. Για να συμβεί όμως αυτό, να υπάρξει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, προϋπόθεση είναι η Τουρκία να μην δείχνει τη συμπεριφορά ενός κράτους ταραξία, ενός αποσταθεροποιητικού παράγοντα και εν δυνάμει κινδύνου για την ειρήνη στην περιοχή», ανέφερε.

Πρόσθεσε ότι θεωρεί πως η διεθνής κοινότητα εδώ και πάρα πολύ καιρό θα μπορούσε να αποτρέψει μια τέτοια συμπεριφορά έξω από τα πλαίσια του διεθνούς δικαίου.

«Η εμμονή μας στο διεθνές δίκαιο δεν σημαίνει αδυναμία, απλώς σημαίνει αυτοπεποίθηση ως προς το δίκαιο του σκοπού μας και στις ίδιες μας τις δυνάμεις. Ο κυπριακός λαός δικαιούται αυτό που είναι αυτονόητο για όλους τους λαούς του κόσμου, να είναι δηλαδή ένα κανονικό κράτος, ένα κράτος δικαίου χωρίς εξαρτήσεις και απειλές από οποιαδήποτε πλευρά», σημείωσε

Κατά την αποχώρηση των πολιτικών που παρέστησαν στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης, φοιτητές του Ε.Φ.Α.Ε.Φ.Π. φώναξαν συνθήματα κατά των πολιτικών για το θέμα της ελληνικότητας της Μακεδονίας.