Ο Trump ακόμη και αν επιθυμεί να έχει προσωπική συνάντηση με τον Putin για να συζητήσει καίρια ζητήματα, αντιμετωπίζει σοβαρές αντιδράσεις από το Δημοκρατικό κόμμα και από μέλη των Ρεπουμπλικάνων που είναι πιο επιφυλακτικά ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στη Ρωσία
Η διπλωματική ατμόσφαιρα γύρω από τις συνομιλίες μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον συνεχώς εντείνεται, καθώς οι αντιδράσεις από πολιτικούς και αναλυτές σε κάθε στρατηγικό βήμα αποκαλύπτουν τις αμφιλεγόμενες δυνάμεις που διαμορφώνουν το μέλλον της γεωπολιτικής κατάστασης.
Την ίδια στιγμή πληθαίνουν οι πληροφορίες και οι αποκαλύψεις πως ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump βρίσκεται υπό καθεστώς ισχυρών πιέσεων από πολλές κατευθύνσεις προκειμένου να μη διεξαχθεί η συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του Vladimir Putin.
Με την ανακοίνωση του Ρώσου υφυπουργού Εξωτερικών, Sergey Ryabkov περί αναγκαίας συνέχισης των προετοιμασιών για μια συνάντηση κορυφής μεταξύ του Vladimir Putin και του Donald Trump στην Ουγγαρία, το κλίμα αναδεικνύει την ανάγκη για έναν πιο συντονισμένο διάλογο με την Δύση, παρά τις εντάσεις και τις επιθέσεις από τους επικριτές αυτών των διαπραγματεύσεων.
Αντιφάσεις και προκλήσεις
Όπως υπογραμμίζει ο Ryabkov η Ρωσία αντιλαμβάνεται ότι οι επικριτές αυτών των συνομιλιών επιδιώκουν να μειώσουν τις πιθανότητες επίτευξης συμφωνιών.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, επιμένει ότι η προετοιμασία για τη συνάντηση συνεχίζεται με σεβασμό στην ουσιαστική πλευρά των διαπραγματεύσεων, εν μέσω διάχυτων φημών και πληροφοριών που κυκλοφορούν στον δυτικό Τύπο.
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία επιδιώκει να επαναφέρει τη διαπραγμάτευση σε μια πιο σταθερή και επικεντρωμένη ατζέντα που δεν υποκύπτει σε εξωτερικούς θορύβους και τακτικές παραπληροφόρησης.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Sergey Lavrov παράλληλα με τον Αμερικανό ομόλογό του, Marco Rubio, παραμένει ανοιχτός σε συζητήσεις που δεν σχετίζονται μόνο με την ουκρανική κρίση, αλλά και με ευρύτερους τομείς ασφαλείας, και η Ρωσία αρνείται κατηγορηματικά τις φήμες περί ανταλλαγής ανειλημμένων δεσμεύσεων ή μη επίσημων εγγράφων.
Αυτή η στάση αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας και της ειλικρίνειας στη διαπραγματευτική διαδικασία.
Η Ρωσία συνεχώς ενισχύει τη στρατηγική της παρουσία στη διεθνή σκηνή, υπογραμμίζοντας τη στενή της συνεργασία με χώρες όπως η Βενεζουέλα, η οποία παρουσιάζεται ως απόρροια της επιθυμίας να σταθεροποιηθεί το στρατηγικό βάρος της Μόσχας σε περιοχές εκτός της Ευρώπης.
Η πρόσφατη συμφωνία για την στρατηγική συνεργασία με τη Βενεζουέλα και η επικείμενη επικύρωσή της δείχνουν την σταθερή υποστήριξη που η Μόσχα προσφέρει στις χώρες που αντιτίθενται στην αμερικανική επιρροή, κάτι που φέρνει φυσικά αντιδράσεις από τις ΗΠΑ.

Η αποτυχία των στρατηγικών συναντήσεων
Η πολιτική του Donald Trump με την προσπάθεια να αναβάλει ή να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση με τον Putin παραμένει αμφίσημη.
Αν και το Κρεμλίνο έχει αρνηθεί τις φήμες που θέλουν την συνάντηση να έχει αναβληθεί λόγω αποτυχημένων τηλεφωνικών συνομιλιών, η συνάντηση κορυφής παραμένει ανοιχτή, με την επιθυμία να γίνει εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Στο πλαίσιο αυτής της διπλωματικής αβεβαιότητας, αναφέρθηκαν φήμες για την ακύρωση της συνάντησης μεταξύ του Putin – Trump μετά από «αποτυχημένες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών».
Ωστόσο, το Κρεμλίνο διέψευσε κατηγορηματικά αυτές τις αναφορές.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, Dmitry Peskov, επανέλαβε ότι η επιθυμία για τη διεξαγωγή αυτής της συνάντησης ήταν αμοιβαία, και πως το ζήτημα της ετοιμότητας για την υψηλού επιπέδου διαπραγμάτευση απαιτεί λεπτομερή προετοιμασία.
Ο Peskov επίσης υπογράμμισε ότι κανείς από τους δύο ηγέτες δεν επιθυμεί να σπαταλήσει χρόνο σε μια αδιάφορη ή ατελέσφορη συνάντηση, κάτι που ενισχύει τη θέση της Ρωσίας ότι οι συνομιλίες πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένες και επικεντρωμένες στα ουσιαστικά ζητήματα.
Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, η Μaria Butina, γνωστή υποστηρίκτρια των ρωσικών συμφερόντων, εξέφρασε την ελπίδα ότι ο Trump θα τηρήσει την υπόσχεσή του και θα συμφωνήσει στη συνάντηση στην Ουγγαρία.
Η δήλωσή της ενισχύει τη σημασία των πράξεων έναντι των λόγων, καθώς ο Trump φαίνεται να έχει αλλάξει τη στάση του σχετικά με την ανάγκη μιας συνάντησης με τον Putin.
Η απόφαση του Trump να αποσυρθεί από την πρόταση για την αποστολή πυραύλων Tomahawk στην Ουκρανία δείχνει την επιθυμία του να αποφύγει περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου και ενδεχόμενη αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Πολιτικές πιέσεις από το εσωτερικό των ΗΠΑ στον Trump
Ο Trump ακόμη και αν επιθυμεί να έχει προσωπική συνάντηση με τον Putin για να συζητήσει καίρια ζητήματα, αντιμετωπίζει σοβαρές αντιδράσεις από το Δημοκρατικό κόμμα και από μέλη των Ρεπουμπλικάνων που είναι πιο επιφυλακτικά ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στη Ρωσία.
Ορισμένοι από αυτούς τους πολιτικούς κρίνουν πως οποιαδήποτε προσέγγιση με τον Putin μπορεί να υπονομεύσει την αμερικανική πολιτική ασφάλειας και την εικόνα των ΗΠΑ ως ηγετική δύναμη στον κόσμο, ειδικά σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής έντασης με τη Ρωσία.
Μια συνάντηση με τον Putin μπορεί επίσης να εκληφθεί ως «άνοιγμα» σε έναν «αυταρχικό ηγέτη», κάτι που ο Trump επιθυμεί να αποφύγει για να μην ενισχύσει τις κατηγορίες περί «συμπαιγνίας» ή «ευνοϊκής στάσης» απέναντι στη Ρωσία, οι οποίες τον είχαν ακολουθήσει κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Σε ρόλο σαμποτέρ ο Rubio
Η αντικατάσταση του ειδικού απεσταλμένου του Trump Steve Witkoff από τον Rubio αποτελεί σαφή πολιτική μετατόπιση στην αμερικανική προσέγγιση έναντι της Ρωσίας, με άμεσες επιπτώσεις στην τακτική της Ουάσιγκτον για τις συνομιλίες με τη Μόσχα.
Ο Witkoff είναι ένας χαμηλών τόνων επιχειρηματίας και νομικός, στενός φίλος και συνεργάτης του Trump από την εποχή του real estate στη Νέα Υόρκη ενώ ο Rubio ισχυρός εκπρόσωπος του στρατιωτικού – βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ που επιδιώκουν τη συνέχιση μίας σκληρής γραμμής απέναντι στη Ρωσία.
Ο Rubio, γερουσιαστής από τη Φλόριντα και επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, θεωρείται παραδοσιακά «σκληρός» έναντι της Ρωσίας και σταθερός υπέρμαχος της ενίσχυσης του ΝΑΤΟ και της ευρωατλαντικής ενότητας.
Η παρουσία του Rubio προσδίδει διπλωματική νομιμοποίηση στις συνομιλίες, ενώ παράλληλα δημιουργεί έναν μηχανισμό φιλτραρίσματος των προτάσεων που θα διαμορφωθούν από το επιτελείο Trump.
Με άλλα λόγια, ο Rubio γίνεται ο πολιτικός εγγυητής ότι ο διάλογος με τη Ρωσία δεν θα ξεπεράσει «κόκκινες γραμμές» που απασχολούν το Πεντάγωνο, το Κογκρέσο και τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Επί της ουσίας έχει αναλάβει ρόλο σαμποτέρ για τη σύνοδο κορυφής της Βουδαπέστης.
Εξάλλου όπως σημειώνει η Wall Street Journal, υπάρχουν φόβοι ότι μια τέτοια «λαμπερή σύνοδος» μπορεί να δώσει χρόνο στη Ρωσία να ενισχύσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις ή να εδραιώσει κεκτημένα σε κρίσιμες περιοχές της Ουκρανίας.
Η κριτική αυτή, ωστόσο, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η στρατιωτική προσέγγιση της Δύσης απέτυχε να ανατρέψει τις ρωσικές θέσεις και ότι η συνέχιση της σύγκρουσης οδηγεί με γεωμετρική πρόοδο σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση και παγκόσμια οικονομική αιμορραγία.

Διεθνείς πιέσεις στον Trump
Η πίεση από διεθνείς συμμάχους, όπως οι Ευρωπαίοι και οι χώρες του ΝΑΤΟ, είναι επίσης σημαντική.
Η Ρωσία είναι σε έντονη αντιπαράθεση με τη Δύση, ιδίως λόγω της ουκρανικής κρίσης, και μια απευθείας επαφή μεταξύ των δύο ηγετών μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, οι οποίοι ανησυχούν για την ενδεχόμενη νομιμοποίηση των ρωσικών θέσεων ή την αποδυνάμωση των διεθνών κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Η ίδια η συνάντηση θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι οι χώρες της Δύσης είναι σε πορεία «παγώματος» των σχέσεων με τη Ρωσία, με βάση τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Εάν οι ΗΠΑ δώσουν το «σήμα» ότι είναι διατεθειμένες να «παγώσουν» τις κυρώσεις ή να διαπραγματευτούν με τη Ρωσία υπό όρους που θεωρούνται επικίνδυνοι για τη διεθνή ασφάλεια, θα μπορούσε να δημιουργηθεί σοβαρή διπλωματική αναστάτωση.

H ρωσική στρατηγική για την Ουκρανία
Η ρωσική στρατηγική στην Ουκρανία αποκαλύπτει ένα περίπλοκο σκηνικό, στο οποίο η Ρωσία αναγνωρίζει ότι η ουκρανική άμυνα παραμένει ισχυρή παρά την αργή πρόοδο της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής.
Η μάχη για την πόλη Pokrovsk και την ευρύτερη περιοχή του Donbass συνεχίζεται για πάνω από έναν χρόνο χωρίς σημαντική πρόοδο, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η Ρωσία δεν επιδιώκει να επιτύχει μια ταχεία κατάκτηση του συνόλου της Ουκρανίας.
Παρά τη συνεχιζόμενη στρατιωτική πίεση, η Ρωσία φαίνεται να προτιμά τη διαπραγμάτευση για τη σταθεροποίηση των συνόρων και την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης.
Αντί να επιδιώκει μια πλήρη κατάρρευση του ουκρανικού κράτους, η Ρωσία επιθυμεί μια πιο περιορισμένη και στρατηγική επιτυχία στο Donbass, προκειμένου να εξασφαλίσει τις γεωπολιτικές της θέσεις και να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της για την επέκταση του ΝΑΤΟ και την στρατιωτική παρουσία του στην Ουκρανία.
Τι θα κάνουν Ευρώπη – ΝΑΤΟ
Η Δύση, από την άλλη πλευρά, δείχνει μια συνεχιζόμενη αναποφασιστικότητα στην πολιτική της απέναντι στην Ουκρανία, με τις ευρωπαϊκές χώρες να αντιμετωπίζουν εσωτερικές προκλήσεις, όπως η πολιτική αναστάτωση στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία, που επηρεάζει τη συνολική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Ο φόβος μιας εξάντλησης των δυτικών πόρων και της πολιτικής βούλησης να συνεχιστεί η στήριξη στην Ουκρανία είναι υπαρκτός και οδηγεί στη σκέψη της Ρωσίας ότι σε βάθος χρόνου, οι δυτικοί σύμμαχοι ενδέχεται να απομακρυνθούν από τον πόλεμο.
Η Ρωσία, λοιπόν, παραμένει σταθερή στην επιθυμία της να αναζητήσει μια βιώσιμη λύση που θα λάβει υπόψη τις ανησυχίες για την ασφάλεια και τα στρατηγικά συμφέροντα και των δύο πλευρών.
Οι προσπάθειες για ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης παραμένουν η μόνη βιώσιμη πορεία για την αποφυγή μιας κλιμάκωσης σε έναν πιθανό παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι εσωτερικές πολιτικές πιέσεις και οι εξωτερικές στρατηγικές ανταγωνιστές διαμορφώνουν τη γενική εικόνα.
Ανεξαρτήτως της πορείας που θα ακολουθήσουν οι διαπραγματεύσεις, η ανάγκη για στρατηγική ψυχραιμία και σύνεση είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
O Trump θέλει τη διαξγωγή της Συνόδου
Ο Trump είναι γνωστός για την ανεξαρτησία του από το παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο και την επιθυμία του να επιλύει προβλήματα μέσω προσωπικών επαφών.
Παρά τις πολιτικές πιέσεις, δεν αποκλείεται να συνεχίσει να επιθυμεί αυτή τη συνάντηση για να διασφαλίσει τη δική του πολιτική κληρονομιά και να δείξει ότι έχει τη δυνατότητα να διαπραγματεύεται με μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία.
Ωστόσο, το πολιτικό κόστος από μια τέτοια συνάντηση μπορεί να είναι υψηλό, ειδικά εάν τα αποτελέσματα δεν είναι άμεσα θετικά για τις ΗΠΑ.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Trump σίγουρα δέχεται πιέσεις για να αποφύγει ή να καθυστερήσει τη συνάντηση με τον Putin, και αυτές οι πιέσεις προέρχονται από διαφορετικές πηγές: εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις, ευρωπαϊκές και διεθνείς αντιστάσεις, καθώς και το στρατηγικό πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η προσωπική του στρατηγική και η επιθυμία για μια ξεχωριστή πολιτική κληρονομιά ενδέχεται να τον οδηγήσουν να παραμείνει ανοιχτός σε αυτή την πιθανότητα, αν και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.




