O Τραμπ έχασε, ζήτω ο τραμπισμός! Η παγκόσμια σημασία της σύγκρουσης στις ΗΠΑ

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-final1Η εκλογική ήττα του Τραμπ δεν είναι το τέλος του “τραμπισμού”, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε διεθνώς. Θα μπορούσε μάλιστα να είναι η “αρχή” του, η αρχή δηλαδή της δημιουργίας ενός μαζικού κινήματος στην αντιπολίτευση πλέον, που θα δέσει καλύτερα τα έως τώρα άμορφα χαρακτηριστικά του “τραμπισμού”, βασιζόμενο στο ήδη υπό διαμόρφωση αφήγημα ότι ο Μπάιντεν “έκλεψε” τις εκλογές και εγείροντας μια καθεστωτικού τύπου αμφισβήτηση, που θα στηριχθεί και στις ομάδες των ενόπλων οπαδών του απερχόμενου προέδρου.

trump-fp-11Ανεξάρτητα όμως από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο αμέσως επόμενο διάστημα στις ΗΠΑ, η “τριγωνική” σύγκρουση “τραμπισμού” (που για μας είναι η sui generis άκρα δεξιά της εποχής μας, καθώς τα φαινόμενα δεν επαναλαμβάνονται ποτέ με τον ίδιο τρόπο), του (νεο)φιλελεύθερου κατεστημένου και της αριστεράς, όπου υπάρχει και όσο είναι αριστερά, θα χαρακτηρίσει πιθανότατα την πολιτική ζωή των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών τα χρόνια που έρχονται. Η έκβασή της μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία όχι μόνο για την πορεία, ίσως και για την ίδια την επιβίωση του κόσμου μας. (*)

Εκτιμούμε ότι στις πρόσφατες εκλογές οι Αμερικανοί είχαν να διαλέξουν μεταξύ μιας κακής και μιας πολύ κακής επιλογής, να “διαλέξουν εχθρό” κατά την έκφραση του Μπέρνι Σάντερς. Επειδή ζούμε στους καιρούς της Μεγάλης Σύγχυσης, μιας πρωτοφανούς, σε όλη τη νεώτερη εποχή, υποχώρησης της κριτικής πολιτικής σκέψης, όπως και γενικότερα, της κριτικής σκέψης, θα αρχίσουμε την ανάλυσή μας εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους χαρακτηρίσαμε την επιλογή Μπάιντεν κακή και την επιλογή Τραμπ πολύ κακή έως καταστροφική. Θα βασιστούμε για να το κάνουμε στα γεγονότα, όχι στις παραπλανητικές και ψευδείς εντυπώσεις, που έχουν γίνει το κύριο όπλο των πολιτικών σε πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου και οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης – με τη βοήθεια και του Διαδικτύου που, από εργαλείο εκδημοκρατισμού της πληροφορίας εξελίχθηκε σε μέσο πρωτοφανούς παρακολούθησης, ελέγχου και χειραγώγησης, νέο “όπλο μαζικής καταστροφής”.

Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία να το κάνουμε στο μέτρο που πάρα πολλοί άνθρωποι, στην Αμερική αλλά και σε όλο τον κόσμο, έχουν πέσει, συχνά καλοπίστως, θύματα της προπαγάνδας του Τραμπ. Και έχουν πέσει γιατί υπάρχει μια τεράστια ζήτηση για εναλλακτικές, γιατί εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αρπάζονται από όποια ευκαιρία βρουν για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στις διεφθαρμένες και αντι-ανθρώπινες και ολοκληρωτικές εξουσίες που μας κυβερνάνε, πολύ προτού εμφανισθεί ο Τραμπ στο προσκήνιο. Δεν είναι δυνατό να τους αντιμετωπίζει κανείς όλους αυτούς τους ανθρώπους ως ηλίθιους ή να τους περιφρονεί. Πρέπει να συζητάει μαζί τους, γιατί, ακόμα και στο άδικό τους, κρύβεται ένα δίκιο. Αν δεν ήταν έτσι θα ήταν αδύνατο για τον πορτοκαλί πρόεδρο να κερδίσει την εμπιστοσύνη 75 εκατομμυρίων πολιτών.

Στην ενίσχυση της προπαγάνδας του Τραμπ συνέβαλε και ο απαράδεκτος τρόπος με τον οποίο τον αντιμετώπισαν ευθύς εξ αρχής τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, προσφέροντάς του στην πραγματικότητα εξ αντιδιαστολής αξιοπιστία. Τα μέσα του κατεστημένου ενίσχυσαν έτσι την προσπάθεια του Τραμπ να εμφανισθεί ως “αντισυστημικός”, ως “πολεμιστής κατά των πολέμων” και ως “πατριώτης κατά της παγκοσμιοποίησης”.

Το ότι αυτή η εικόνα του αντιπολεμικού, αντισυστημικού και πατριώτη προέδρου διατηρήθηκε για τόσο καιρό και σε τόσο μεγάλο βαθμό, με δεδομένη την πολιτεία του, είναι από μόνο του εκπληκτικό, δείχνει πόσο μεγάλες ανάγκες και προσδοκίες επενδύθηκαν στον Τραμπ, ακριβώς γιατί δεν είχαν που αλλού να επενδυθούν.

Τραμπ: Aμερικανός ή Ισραηλινός πατριώτης;

Μιλάμε για έναν πρόεδρο που, το πρώτο που έκανε εκλεγόμενος, ήταν να παραχωρήσει χωρίς όρους την οικονομική διακυβέρνηση των ΗΠΑ στους ανθρώπους της Goldman Sachs και το δεύτερο να βομβαρδίσει τη Συρία, παρά την ύπαρξη εκεί ρωσικών δυνάμεων, για να τεστάρει τα πυρηνικά ρεφλέξ της Μόσχας. Άνθρωποι και δυνάμεις εκτός των ΗΠΑ θεώρησαν θετικό το σύνθημά του “Πρώτα η Αμερική”, παρόλο που, λογικά, ο μόνος τρόπος να υλοποιηθεί είναι εις βάρος όλων των άλλων εθνών του κόσμου. Αν μάλιστα κρίνουμε τον Τραμπ από την πολιτική του στη Μέση Ανατολή, το πιο κεντρικό και επικίνδυνο από τα μέτωπα του κόσμου μας, μάλλον ως Ισραηλινός παρά ως Αμερικανός πρόεδρος πολιτεύτηκε (πρβ. Ιράν, Συρία, Ιερουσαλήμ, Γκολάν, οικισμούς), κάνοντας για το Ισραήλ περισσότερα από όλους τους προκατόχους του μαζί. Το ακριβές μάλιστα δεν είναι Ισραηλινός πατριώτης, αλλά Ισραηλινός εξτρεμιστής, με δεδομένο ότι αρκετοί Ισραηλινοί πατριώτες διαφωνούν με αυτές τις τυχοδιωκτικές, φιλοπόλεμες και ακραίες πολιτικές, αντιλαμβανόμενοι τους κινδύνους που εμπεριέχουν για την παγκόσμια ειρήνη αλλά και το ίδιο το Ισραήλ.

Ένας βέβαια από τους λόγους που Τραμπ μπόρεσε να εμφανισθεί ως “αντιπολεμικός πατριώτης”, είναι το είδος της κριτικής που του έκαναν οι “φιλελεύθεροι”, εμφανίζοντάς τον ως φιλορώσο, ακόμα και “πράκτορα” του Πούτιν και ως ανεπαρκώς εξυπηρετούντα τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ελάχιστοι στις ΗΠΑ θέλησαν να επισημάνουν τους ισχυρούς δεσμούς του Τραμπ με την ηγεσία του Ισραήλ και τον βαθμό στον οποίο η τελευταία επηρέασε την πολιτική του. Ευθύνες έχει και μεγάλο τμήμα της αριστεράς στις ΗΠΑ (έξω και κυρίως μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα) που, είτε γιατί συμφωνεί, είτε γιατί δεν θεωρεί ότι μπορεί να δράσει διαφορετικά στο περιβάλλον όπου δρα, φάνηκε να συμμερίζεται, ή τουλάχιστον να μην αντιτάσσεται, στις ψυχροπολεμικές επιθέσεις του κατεστημένου κατά της Ρωσίας, της Βενεζουέλας κτλ., γεγονός που αφενός υπονόμευσε την ίδια, αφετέρου άφησε περισσότερο χώρο στον Τραμπ να κινείται. Κατά τη γνώμη μας μια αριστερά που εμφανίζεται ως απλός “κοινωνικός διορθωτής” ενός κατά βάσει ιμπεριαλιστικού σχεδίου για τις ΗΠΑ δεν έχει μεγάλο μέλλον, ειδικά σε περιόδους πολύ βαθιάς, συστημικής κρίσης, της οποίας προϊόν είναι ο Τραμπ και ο “τραμπισμός”.

Μόνο μια αριστερά που θα συνδύαζε τις οικονομικές και κοινωνικές προτάσεις της με μια ολοκληρωμένη, μη-ιμπεριαλιστική πρόταση για τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο, για να διαμορφώσει ένα καλά αρθρωμένο εθνικό σχέδιο για τη χώρα της, θα μπορούσε να έχει μέλλον και ενδεχομένως κάποια στιγμή να μπορούσε να διεκδικήσει ίσως την εξουσία, αν υποστηριζόταν από πολύ μεγάλο, οργανωμένο και με δημοκρατικά ελεγχόμενη ηγεσία μαζικό κίνημα. Βέβαια, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο στην κορυφαία ιμπεριαλιστική χώρα του πλανήτη, που έχει συνηθίσει να χρηματοδοτεί το βιοτικό της επίπεδο με τον αυτοκρατορικό της ρόλο, αν και υπάρχουν και ενθαρρυντικές ενδείξεις όπως η υποστήριξη μεγάλου αριθμού πολιτών προς τον Σάντερς και η δημοτικότητα της ιδέας του σοσιαλισμού στην πλειοψηφία της αμερικανικής νεολαίας. Είμαστε πάντως ακόμα πολύ μακριά από κάτι τέτοιο, έστω και αν, στην ιστορική κλίμακα φαίνεται η μόνη λύση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπέρβαση του σημερινού εξαιρετικά επικίνδυνου αδιεξόδου της Αμερικής και όλου του κόσμου (**). Δεν μπορούμε όμως και δεν πρέπει να το αποκλείσουμε εντελώς στο μέλλον, γιατί η Ιστορία του Ανθρώπου ήταν πάντα μια κυκλική διαδοχή περιόδων μεγάλης παρακμής, όπως αυτή που τώρα διανύουμε, και τεράστιων, απότομων ωθήσεων προς τα εμπρός. Είναι λάθος να γενικεύουμε και να απολυτοποιούμε τις τάσεις που επικρατούν σε δεδομένη ιστορική περίοδο, γιατί είναι ακριβώς αυτές οι τάσεις που, οδηγώντας σε ακρότητες, προκαλούν και τις αντιστροφές, με έναν αρκετά συνήθη κυκλικό μηχανισμό.

Κλιματική Πολιτική

Το πρώτο που έκαναν οι Αμερικανοί, καταψηφίζοντας τον Τραμπ, ήταν να εμποδίσουν την επιτάχυνση της πορείας προς μια παγκόσμια οικολογική καταστροφή, την υπερθέρμανση του πλανήτη, που απειλεί όχι μόνο τον ανθρώπινο πολιτισμό, αλλά και την ίδια την ύπαρξη της ζωής, αν δεν ληφθούν τώρα, άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα, σύμφωνα με ένα συντριπτικό όγκο επιστημονικών στοιχείων που ήδη διαθέτουμε. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένα από αυτά, υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος, σε λιγότερο από δέκα χρόνια να αλλάξει κλιματική τροχιά η Γη, καθιστώντας το φαινόμενο της υπερθέρμανσης αυτοτροφοδοτούμενο και μη αναστρέψιμο, ό,τι και να κάνουμε στη συνέχεια.

Με τον Τραμπ επικεφαλής των ΗΠΑ είχαμε σχεδόν σίγουρη την πλανητική καταστροφή και γρήγορα. Με τον Μπάιντεν δεν έχουμε σίγουρη τη σωτηρία, που θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από αυτά που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού και από αυτά που είναι διατεθειμένα να επιτρέψουν τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα. Τουλάχιστον όμως, ο Μπάιντεν αναγνωρίζει το πρόβλημα και υπάρχει μια ολόκληρη πτέρυγα μεταξύ των οπαδών του που θα τον πιέσει να πάρει μέτρα επιβράδυνσης της καταστροφής. (Για αυτά τα θέματα υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία).

Ένας «μίνι-παγκόσμιος» στη Μέση Ανατολή

Το δεύτερο που έκαναν οι Αμερικανοί καταψηφίζοντας τον Τραμπ ήταν ότι ανέκοψαν την πορεία προς μεγάλο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, εναντίον του Ιράν. Πόλεμο που σχεδιάζουν εδώ και τουλάχιστο 15 χρόνια ο Νετανιάχου και οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί φίλοι του και που θα είχε ξεσπάσει προ πολλού, αν δεν έβρισκε, από σημαντικές δυνάμεις, μέσα και στο αμερικανικό και στο ισραηλινό «βαθύ κράτος» (ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες), όπως και διεθνώς, μεγάλες αντιστάσεις. Μια τέτοια σύρραξη θα τύλιγε γρήγορα στις φλόγες όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής, θα γινόταν πιθανότατα με χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων (ή βομβαρδισμό των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, που θα είχε τα ίδια αποτελέσματα), θέτοντας σε κίνδυνο και το ίδιο το Ισραήλ, παρόλο που η ηγεσία του τυφλωμένη κατά τα φαινόμενα από τη συνήθη στην ιστορία «αυτοκρατορική αλαζονεία» της και έντονο φανατισμό δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται.

Ο Τραμπ έκανε ό,τι μπορούσε για να φτάσουμε στον πόλεμο, καταγγέλλοντας τη διεθνή συμφωνία που είχε συνάψει η ίδια του η χώρα με την Τεχεράνη, διατάσσοντας δύο φορές εντός του 2018 επιθέσεις κατά του Ιράν που ανεκλήθησαν την τελευταία στιγμή, διατάσσοντας τη δολοφονία Σουλεϊμανί και τη δολοφονία του Ιρανού επιστήμονα Φαχριζαντέχ (Εκτιμούμε ως ελάχιστα πιθανό το να μην ήξερε η Ουάσιγκτον για τη δολοφονία του πυρηνικού φυσικού, όπως και να την διέπραξε το Ισραήλ ενάντια σε αμερικανικές αντιρρήσεις. Περισσότερα για το θέμα αυτό στα άρθρα μας εδώ και εδώ).

Ένας πόλεμος κατά του Ιράν δεν θα είναι και δεν μπορεί να είναι ένα φαινόμενο περιφερειακής σημασίας. Αντικειμενικά, αν όχι και υποκειμενικά, είναι η γενική δοκιμή πολέμου κατά της Ρωσίας και της Κίνας, όπως οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας ήταν η γενική δοκιμή των πολέμων της Μέσης Ανατολής, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια άσκηση έμμεσης αυτοκρατορικής εξουσίας έναντι της Ρωσίας, της Κίνας, αλλά και της Ευρώπης και Ιαπωνίας. Δεν είναι απλώς ένα περιφερειακό “καπρίτσιο” της παρούσης ισραηλινής ηγεσίας και των νεοσυντηρητικών, που δεν θα μπορούσε άλλωστε να το επιβάλλει αν ήταν μόνο αυτό. Αυτό το σχέδιο αποκρυσταλλώνει και συγκεκριμενοποιεί μια γενικότερη αντίληψη για το πώς πρέπει να λυθεί το πρόβλημα της απειλούμενης κυριαρχίας του δυτικού καπιταλισμού στον πλανήτη και πως μπορεί να επιτευχθεί η επιδίωξη επιβολής μιας παγκόσμιας δικτατορίας του Χρήματος σε όλο τον κόσμο. Αυτή η επιδίωξη είναι και επιδίωξη των “παγκοσμιοποιητών” που στήριξαν τον Μπάιντεν, αυτή όμως η πτέρυγα φοβάται τις συνέπειες ενός γενικευμένου Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου και δεν είναι (τουλάχιστον ακόμα) έτοιμη να πάει ως εκεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα κάνει ενδεχομένως προπαρασκευαστικά βήματα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Είναι αδύνατος ο πόλεμος;

Υπάρχουν βεβαίως αυτοί που δεν πιστεύουν ότι θα γίνει πόλεμος κατά του Ιράν, πολύ περισσότερο κατά της Ρωσίας ή της Κίνας, δηλαδή ότι η «Αυτοκρατορία» θα υποκύψει εθελοντικά και ειρηνικά σε ένα αυξημένο ρόλο του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας στη Μέση Ανατολή, στην παγκόσμια άνοδο της Κίνας, την επανεμφάνιση της Ρωσίας και την άνοδο του Νότου, χωρίς να επιδιώξει να τις σταματήσει, εν ανάγκη προσφεύγοντας και σε πόλεμο. Δυστυχώς δεν υπήρξε στην ιστορία τέτοια Αυτοκρατορία. Το μόνο φαινόμενο που μοιάζει με κάτι τέτοιο είναι η “κατάρρευση-αυτοκτονία” της ΕΣΣΔ, το 1989-91, αλλά αυτή δεν συνέβη επειδή η σοβιετική νομενκλατούρα αποφάσισε να καταστρέψει τη βάση της εξουσίας της, αλλά γιατί προσχώρησε στη Δύση ελπίζοντας, αντίθετα, να ενισχύσει τη βάση αυτής της εξουσίας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο και οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, τα πραγματικά αφεντικά του κόσμου μας, είναι έτοιμοι να παραχωρήσουν τη δική τους κυρίαρχη θέση χωρίς μάχη και χωρίς να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους.

Αν πιστέψουμε, παραβλέποντας έτσι όλη την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας, ότι ο πόλεμος είναι αδύνατος, ότι δεν πρόκειται να γίνει σε καμιά περίπτωση, ότι θα επικρατήσει η λογική (που δεν επικρατεί στους περισσότερους τομείς των ανθρωπίνων, κοινωνικών και διεθνών σχέσεων), αν σταματήσουμε να ανησυχούμε και να δρούμε για να τον εμποδίσουμε, τότε ακριβώς θα κάνουμε τον πόλεμο ευκολότερα δυνατό. Πρόσφατα άλλωστε, ο αρχηγός του βρετανικού Γενικού Επιτελείου σε συνέντευξή του, αλλά και ο Χένρι Κίσσινγκερ αναφέρθηκαν στην πιθανότητα παγκοσμίου πολέμου. Βεβαίως όσοι τα υποστηρίζουν αυτά έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των ανησυχούντων. Όσο δεν γίνεται μεγάλος πόλεμος, θα μπορούν να λένε ότι επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις τους, αν και, όταν γίνει, δεν θα υπάρχουν ούτε αυτοί, ούτε εμείς να τους προσάψουμε το λάθος.

Αν είχε επανεκλεγεί ο Τραμπ, ο πόλεμος με τον Ιράν θα ήταν βέβαιος. Αν φτάσαμε κοντά στο ενδεχόμενο αυτό πριν από τις εκλογές, αν ακόμα και τώρα, πριν από την παράδοση-παραλαβή της προεδρίας, υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν αν ο Τραμπ είχε πάρει μια νωπή λαϊκή εντολή!

Η εκλογή του Μπάιντεν απομακρύνει το ενδεχόμενο αυτό, μολονότι πάντα πρέπει να κρατάμε ορισμένες επιφυλάξεις, με δεδομένη την ισχύ των δυνάμεων που θέλουν να οδηγηθούμε εκεί. Δεν γνωρίζουμε εξάλλου ποιους όρους (και σε ποιους τομείς) ενδεχομένως επέβαλαν οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις στον Μπάιντεν, για να στηρίξουν την ομαλή μετάβαση και όχι τους ισχυρισμούς Τραμπ για νοθεία.

Αν το άμεσο ενδεχόμενο σύρραξης με το Ιράν απομακρύνθηκε κάπως (εφόσον δεν γίνει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου) με την εκλογή Μπάιντεν, μόνο μια συνεχής και διαρκής πίεση του λαϊκού κινήματος στις ΗΠΑ, αλλά και παγκοσμίως, μπορεί να αποτρέψει και τον πόλεμο κατά του Ιράν και τους άλλους που αναπόφευκτα έρχονται.

Η πυρηνική πολιτική του Τραμπ

Το τρίτο που έκαναν οι Αμερικανοί απομακρύνοντας τον Τραμπ από την εξουσία, είναι ότι διέσωσαν πιθανώς την τελευταία εναπομείνασα μεγάλη συνθήκη ελέγχου των πυρηνικών όπλων START, που περιορίζει τα στρατηγικά όπλα και λήγει την άνοιξη του 2021. Ο Μπάιντεν θα επιχειρήσει να την παρατείνει, αν και δεν μπορούμε βέβαια να είμαστε σίγουροι ότι θα το καταφέρει. Με τον Τραμπ όμως ήταν βέβαιο ότι πηγαίναμε σε λήξη.

Αυτός ο εμφανιζόμενος ως “αντιπολεμικός Πρόεδρος”, κατήργησε τη συμφωνία IΝF, για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς, όπως και τη συμφωνία των Ανοιχτών Ουρανών, ενέτεινε την στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας και της Κίνας, αύξησε τη στρατιωτική βοήθεια στο Αζερμπαϊτζάν 25 φορές, προτού το Μπακού επιτεθεί στην Αρμενία με τη συνδρομή Τουρκίας και Ισραήλ, ενώ αύξησε θεαματικά τις πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ, ιδίως για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων. Επέβαλε οικονομικές κυρώσεις (μια εξίσου φονική μορφή οικονομικού πολέμου) στις μισές χώρες του πλανήτη. Αν θέλει κανείς να δει τις πραγματικές προθέσεις μιας δύναμης και της ηγεσίας της, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κοιτάξει είναι το ύψος και το είδος των πολεμικών της δαπανών.

Δύο φορές ο Τραμπ βομβάρδισε τη Συρία δοκιμάζοντας τα πυρηνικά ρεφλέξ της Ρωσίας, ενώ απείλησε με πυρηνικό πόλεμο τη Βόρειο Κορέα δοκιμάζοντας τα πυρηνικά ρεφλέξ της Κίνας. Επί των ημερών του οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν για πρώτη φορά επισήμως, στην Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του Φεβρουαρίου 2018, την άποψη ότι “η επανεμφάνιση του μακροχρόνιου στρατηγικού ανταγωνισμού με τις αναθεωρητικές δυνάμεις”, δηλαδή την Κίνα και τη Ρωσία, συνιστά την κεντρική «πρόκληση» για την ασφάλεια και ευημερία των ΗΠΑ. (Από τον κύκλο των συμβούλων του Μπάιντεν έχει εκδηλωθεί η πρόθεση αναθεώρησης αυτού του ντοκουμέντου, αλλά διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις για το αν θα συμβεί αυτό και πόσο ριζικές θα είναι τυχόν αλλαγές. Είναι συνήθως πολύ ευκολότερο για μια μεγάλη δύναμη να μπαίνει στον δρόμο του πολέμου, από τα να υποχωρεί από αυτόν).

Δικτατορία στη Δύση, πόλεμος κατά πάντων στο εξωτερικό

Η κυβέρνηση Τραμπ όχι μόνο αύξησε θεαματικά τις δαπάνες για εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων, όχι μόνο αναγόρευσε επισήμως σε κύριο αντίπαλο την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και νομιμοποίησε, ιδίως με την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όταν απείλησε με εξαφάνιση τη Βόρειο Κορέα, μια χώρα 25 εκατομμυρίων ανθρώπων, για πρώτη φορά μετά το 1945, την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Στην πραγματικότητα μάλιστα έκανε, εμμέσως πλην σαφώς, κάτι ακόμα βαθύτερο: ανακοίνωσε την επίσημη κατάργηση του Δικαίου γενικά και του Διεθνούς Δικαίου ειδικά, ως θεμελίου της κοινωνικής και διεθνούς οργάνωσης. Πρόκειται για επιστροφή στον Μεσαίωνα, στο καθεστώς πριν από την Αγγλική, τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση.

Ένας από τους καλύτερους αναλυτές της αμερικανικής στρατηγικής, ο Michael Klare, εξηγεί έξοχα πώς πήγαμε από τους πολέμους του Ομπάμα, πολέμους «συντήρησης» της αυτοκρατορίας, καταδίωξης των «ανταρτών» του πλανήτη, στην προετοιμασία των (Μεγάλων, «κατακλυσμιαίων» Πολέμων). Όσοι μετράνε τους πολέμους του Ομπάμα και τους βρίσκουν περισσότερους από τους πολέμους του Τραμπ, είτε εξισώνουν οποιαδήποτε έκφραση του ιμπεριαλισμού, είτε αντιλαμβάνονται την αριθμητική, όχι όμως και την άλγεβρα των πολέμων, δεν αντιλαμβάνονται δηλαδή ότι ο Τραμπ είναι η συνέχεια και γενίκευση του πολεμικού ριζοσπαστισμού των νεοσυντηρητικών, των Μπους, Τσένι και Νετανιάχου της περιόδου μετά το 2000, εν αντιθέσει με τον Ομπάμα που αντιπροσώπευσε τη μερική, αλλά μόνο μερική ασφαλώς, αναίρεσή του (ιδίως με την άρνησή του να προχωρήσει σε εισβολή στη Συρία, το 2013 και τη σύναψη της συμφωνίας με το Ιράν).

Ακόμα και στην εποχή μας, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα (Κλάουζεβιτς). Ο Τραμπ έστησε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές απάτες της νεώτερης ιστορίας, τη δήθεν αντίθεσή του στους πολέμους, χρησιμοποιώντας την αντιπολεμική διάθεση εκατομμυρίων Αμερικανών, για να δημιουργήσει την πολιτική βάση και την ιδεολογία που χρειάζεται για να πάμε στον γενικευμένο παγκόσμιο πόλεμο. Τέτοιο πόλεμο θεωρεί αναγκαίο η πιο εξτρεμιστική τάση του Μεγάλου Κεφαλαίου, τον θεωρεί ως τη μόνη λύση: πόλεμο κατά της φύσης, του Ιράν και του Ισλάμ, της Κίνας, της Ρωσίας, του Νότου και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο Τραμπ έχει πίσω του 75 εκατομμύρια Αμερικανούς, ένα μειοψηφικό αλλά σημαντικό τμήμα του μεγάλου αμερικανικού κεφαλαίου αλλά και της Αυτοκρατορίας του Χρήματος (που έχει παρακλάδια σε όλες τις πρωτεύουσες), τους ηγέτες της Βρετανίας, της Βραζιλίας, της Ινδίας και άλλους, το Ισραήλ του Νετανιάχου, τη μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων της ευρωπαϊκής άκρας ή «ριζοσπαστικής» δεξιάς. Και κυρίως έχει την αδυναμία τόσο των mainstream εκπροσώπων του δυτικού καπιταλισμού να παράγουν έναν Ρούζβελτ, όσο και της Αριστεράς να του αντιτάξει μια ισχυρή δύναμη και ένα ισχυρό όραμα. Το δικό του πρόγραμμα, είναι τρομακτικό αλλά και απλό. Μπορούμε να το συνοψίσουμε: Δικτατορία στη Δύση, πόλεμος κατά πάντων στο εξωτερικό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(*) Ξέρουμε ότι τέτοιες εκφράσεις μοιάζουν σε πολλούς υπερβολικές. Εντούτοις δεν είναι κάποια μεταφυσική «διαίσθηση» που μας κάνει να τις χρησιμοποιούμε, αλλά γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις και τεχνολογίες που έχουμε αναπτύξει μετά το 1945, εμπεριέχουν έναν πολύ συγκεκριμένο, απολύτως και επιστημονικά τεκμηριωμένο κίνδυνο για την επιβίωση του Ανθρώπου και των ανώτερων μορφών ζωής.
Οι περισσότεροι άνθρωποι και οι πολιτικές ηγεσίες έχουν σήμερα την πληροφόρηση που χρειάζεται για να καταλήξουν αβίαστα στο παραπάνω συμπέρασμα. Πρακτικά όμως δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Αυτό που κυρίως προκαλεί αυτή η αλήθεια είναι φόβο, απελπισία και απαισιοδοξία, πόσο μάλλον που μια αποτελεσματική δράση για να αντιμετωπισθούν οι πρωτοφανείς αυτές απειλές και να εγκαθιδρυθεί μια ανώτερη περίοδος ανθρώπινου πολιτισμού προϋποθέτει πολύ μεγάλο θάρρος και αφοσίωση, μεγάλη και δύσκολη πνευματική προετοιμασία, αποδοχή της ανάγκης θυσίας επιμέρους συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι η άρνηση πραγματικότητας, η πεποίθηση ότι το τέλος του κόσμου είναι προδιαγεγραμμένο (μια εκτίμηση που, γενικευόμενη, συμβάλλει στο να το καταστήσει πιθανότερο), η φυγή σε διάφορους παραλογισμούς. Πολίτες και πολιτικοί δρουν πρακτικά σαν να μην υπάρχουν τέτοιου επιπέδου κίνδυνοι. Μόνο που η πραγματικότητα είναι σκληρή κι όποιος την αγνοεί την κάνει πιο επικίνδυνη). Όπως όμως συνήθιζε να λέει ο Μιχάλης Ράπτης, “να καταλαβαίνεις κάτι σε βάθος σημαίνει και να ενεργείς”.

(**) Πριν από κάμποσα χρόνια, ένας φίλος με ισχυρά «αντιιμπεριαλιστικά» ρεφλέξ, αφού αναγνώρισε ότι έχω ίσως δίκη ο στις απόψεις μου για τον Τραμπ μού είπε: «Τουλάχιστον όμως θα αποδειχθεί Γκορμπατσόφ, θα διαλύσει τις ΗΠΑ». Δεν συμφωνώ. «Διαλυόμενη», «καταρρέουσα» χαοτικά, η αμερικανική Αυτοκρατορία κινδυνεύει να μας πάρει όλους μαζί της. Δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε Ηνωμένες Πολιτείες που να πρωταγωνιστήσουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανθρωπότητας και τη διαμόρφωση προϋποθέσεων ενός νέου, ανώτερου πολιτισμού, όπως και οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον τωρινό, στη διαμόρφωση του οποίου έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο.

Πηγή: kosmodromio.gr