Περί ρωσοφοβίας

 

Του Ανδρέα Νεοφυτίδη

 MILIARESI2_h_645_450Τι μας αποκαλύπτει η στάση της Δύσης έναντι της Ρωσίας; Πώς έγινε δεκτή η Οκτωβριανή Επανάσταση; Υπήρξε μήπως κάποια πρόοδος στις σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης;

Στο τελευταίο βιβλίο του «Πρέπει να μισούμε τη Ρωσία;  Προς ένα νέο ψυχρό πόλεμο» (Faut-il détester la Russie ? Vers une nouvelle guerre froide, Εκδόσεις Investig’Action, 2016) ο Γάλλος καθηγητής του διεθνούς δικαίου Ρομπέρ Σαρβέν (Robert Charvin} αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η Δύση βλέπει τη Ρωσία. Το βιβλίο θέτει καυτά ερωτήματα όπως: «Πρέπει να κατακτήσουμε, να μετατρέψουμε σε αποικία και να εκπολιτίσουμε» τη Ρωσία; Και ακόμη «να την αποδυναμώσουμε με κάθε μέσο», όπως συστήνει ο αποθανών το 2017 αμερικανός στρατηγικός συμβουλάτορας και ορκισμένος εχθρός της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι; Ποια συμφέροντα εξυπηρετεί η σημερινή εκστρατεία δαιμονοποίησης της Ρωσίας; Από πού εκκινεί αυτό το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού που μηδενίζει την τεράστια συνεισφορά της ΕΣΣΔ στη νίκη των Συμμάχων κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ποιος τείνει να εξισώσει τον κομμουνισμό με το ναζισμό; Για ποιο λόγο ο Βασίλι Κονόνωφ, ένας αντιναζιστής αντιστασιακός κατηγορήθηκε για «εγκλήματα πολέμου» από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λετονίας; Για ποιο λόγο φυλακίστηκε σε ηλικία 75 χρόνων, μισό αιώνα μετά; Το βιβλίο του Robert Charvin προειδοποιεί: η προπαγάνδα των ΜΜΕ μπορεί να μας οδηγήσει κατευθείαν σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο. Ή μήπως όχι και τόσο ψυχρό…

Μέσα στο ξετύλιγμα της  Ιστορίας οικοδομήθηκε στη Δύση μια εικόνα της Ρωσίας ως «αιωνίως» ευρισκόμενης στο περιθώριο της «πολιτισμένης» Ευρώπης. Παρά τις αντιπαραθέσεις, ένοπλες ή μη, που ρήμαξαν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι τον εικοστό αιώνα, ο ρωσικός λαός έγινε αντικείμενο κακομεταχείρισης εκ μέρους των δυτικών Αυτοκρατοριών με όρους σχεδόν ανάλογους εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν έναντι της «βάρβαρης» Ανατολής. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην ιστορία: από τον δέκατο τρίτο αιώνα με την εισβολή των σιδερόφρακτων Τευτόνων ιπποτών, που φιλοδοξούσαν να μετατρέψουν τους Ρώσους ορθόδοξους χριστιανούς σε καθολικούς και υπηκόους του Πάπα, την εισβολή του Ναπολέοντα το 1812, την εισβολή των Δυτικών “δημοκρατιών” στη νεαρή Σοβιετική Ένωση το 1919 προκειμένου να πνίξουν στο αίμα το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο, μέχρι και τη βάρβαρη εισβολή των ναζιστικών χιτλερικών ορδών το 1941, η Ρωσία ή Σοβιετική Ένωση υπήρξε διαμέσου των αιώνων το αντικείμενο εισβολών εκ μέρους των Δυτικών με ανυπολόγιστες υλικές ζημιές στα εδάφη της και εκατομμύρια νεκρούς. 

Κάθε κοινωνία, βεβαίως, παράγει και προβάλλει στερεότυπα πάνω σε μιαν άλλη και κατασκευάζει μιαν αναποδογυρισμένη ή παραλλαγμένη εικόνα του ίδιου του εαυτού της. Κάθε κοινωνία ταξινομεί τις άλλες, αποκλείοντάς τες γενικά από την αυτοανακηρυχθείσα ανωτερότητά της. Η κατηγορία περί «βαρβαρότητας» ορίζει τη σχέση που έχει με τη διαφορετικότητα αυτός που εκτοξεύει την κατηγορία. Το να μην αναγνωρίζει κάποιος την πλήρη ανθρώπινη υπόσταση του Άλλου συνιστά ένδειξη βαρβαρότητας.

Η αποδοχή του αστικού νεοφιλελεύθερου ψευδο-επιχειρήματος «κλειστές κοινωνίες εναντίον ανοικτών κοινωνιών» προδίδει μια πρωτόγονη αυτοϊκανοποίηση σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα το βαρβαρικό στους κόλπους του «αυτοϊκανοποιημένου». Το γεγονός όμως ότι ο δυτικός κόσμος ποτέ δεν θέτει τον εαυτό του υπό αμφισβήτηση, ακόμη και όταν μεταχειρίζεται τον εξαναγκασμό υποκρινόμενος, ταυτόχρονα, το αντίθετο, και δεν προχωρεί σε μιαν αυστηρή απογραφή της δικής του ιστορίας, συνιστά ένδειξη βαρβαρότητας.

Το να περιορίζεις τους άλλους σ’ έναν υποδεέστερο ρόλο, όπως ακριβώς έκανε η Δυτική Ευρώπη από την πρώτη στιγμή που απέκτησε τα μέσα, απομακρύνοντας κάθε τι που ξενίζει, όπως τους Ρώσους, είναι ένα πολύ κακό σύμπτωμα για κάθε μορφής συνύπαρξη. Αυτή η απόρριψη  είναι, δυνητικά, παράγοντας όλων των «ψυχρών πολέμων».

Η ταύτιση της Οκτωβριανής Επανάστασης με ένα «πραξικόπημα», οδηγεί στην υπονόμευση όλων των σπάνιων εκείνων δυτικών προσεγγίσεων που τυγχάνουν να είναι θετικές για τη Ρωσία. Παρ’ όλη την εξαιρετική συνεισφορά στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού των πρώτων σοβιετικών χρόνων, με τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, Κομισάριο Παιδείας και Καλών Τεχνών, τα παραδοσιακά αντιρωσικά κλισέ επανέρχονται ακόμη σφοδρότερα απ’ ότι στο παρελθόν: είναι κατηγορίες περί «ξεσπάσματος των αγραμμάτων» και περί «αφύπνισης του αρχαϊκού» στα πλαίσια ενός δήθεν λαϊκισμού και μιας “ανομολόγητης σλαβοφιλίας”.

Η επιβληθείσα επέκταση των δυτικών συνόρων στα ανατολικά, η ανυπαρξία κανονικών διπλωματικών σχέσεων, η εχθρική πολιτική της «υγειονομικής ζώνης» δεν μετράνε: η απομόνωση-τιμωρία της Σοβιετικής Ρωσίας εγκρίνεται στο σύνολό της από τη Δύση η οποία, όλως παραδόξως κατηγορεί τους Ρώσους για ξενοφοβία…

Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) γίνεται για τη Δύση ο μόνος πραγματικός αντίπαλος: η Δύση είναι έτοιμη να συνάψει κάθε είδους συμμαχία προκειμένου να καταπολεμήσει τη σοβιετική εξουσία, ετοιμότητα που έρχεται να προστεθεί στην προαιώνια ρωσοφοβία. Μάρτυρας το πολωνο-γερμανικό σύμφωνο του 1934, το οποίο είχε εγκρίνει η δυτική Ευρώπη.

Η διάλυση της ΕΣΣΔ, πενήντα τόσα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν επιφέρει καμιά βαθειά αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπει η Δύση τη Ρωσία. Το φαινόμενο αυτό θα ήταν παράδοξο, ακόμη και ακατανόητο, εάν δεν το συνδέαμε με τη χρόνια και διαρκή νευρικότητα απέναντι σε ένα έθνος το οποίο δεν υποχώρησε στην επιθυμητή από τους Δυτικούς έσχατη «μεταμόρφωση», στην «πραγματική επανάσταση», καθώς λέει κι ένας Γάλλος ιστορικός, και η οποία θα μετέτρεπε τη Ρωσία δήθεν σε ένα «Έθνος ίδιο με τα άλλα».

Ο δυτικός κόσμος δείχνει συγκατάβαση μόνο απέναντι στον εαυτό του: αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως το μοναδικό πρότυπο με καθολικό, παγκόσμιο κύρος. Σε τούτη την παραδοσιακή πολιτικο-πολιτισμική αξίωση έρχεται να προστεθεί σήμερα “ο αβάσταχτος” για τη Δύση ανταγωνισμός που εκδηλώνεται όλο και περισσότερο από τη μεριά αναδυόμενων δυνάμεων συμπεριλαμβανομένης και της αναγεννημένης Ρωσίας, παρ’ όλες τις κυνικές «προσδοκίες», για ένα νεο-αποικιακό πλιάτσικο εκ μέρους της Δύσης, προσδοκίες που εξέθρεψε το μετα-σοβιετικό χάος της δεκαετίας του 1990.

Η πολιτική των δυτικών κρατών τόσο απέναντι στην ΕΣΣΔ όσο και απέναντι στη Ρωσική Ομοσπονδία σήμερα, εδράζεται πάνω σε αντιλήψεις περί Ιστορίας οι οποίες «ζύμωσαν» τις δυτικές πολιτικές κοινωνίες, διαστρέφοντας την εικόνα των Ρώσων και θεμελιώνοντας μιαν εχθρική κριτική που γίνεται κοινώς και ανοήτως αποδεκτή από πολλούς Ευρωπαίους.