Απο το Τσέρνομπιλ στη Γαύδο

Αναζητώντας την «Αθανασία» στη Γαύδο

Του Δημοσθενη Γεωργοπουλου
(

gavdosΜια ομάδα πρώην Σοβιετικών, επιστημόνων κυρίως, εγκαθίσταται το 1997 στη Γαύδο, δημιουργώντας μια -«κοινοβιακά» οργανωμένη- φιλοσοφική σχολή που εμπνέεται από τις ιδέες του Πυθαγόρα, ενός από τους σημαντικότερους, αν και όχι τους καλύτερα γνωστούς αρχαίους φιλόσοφους, αλλά και από την πρακτική των αρχαίων. Επικεφαλής της ένας πυρηνικός φυσικός, ως εκ θαύματος επιζήσας των επιχειρήσεων «εκκαθάρισης» του πυρηνικού εργοστασίου του Τσερνόμπιλ, μετά την καταστροφή.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ταινία δύο νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών, του Γιώργου Μουστάκη και του Νίκου Λάμποτ, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι Αθάνατοι – στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης» (www.immortals-themovie.com), που παρουσιάστηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, αφηγείται τις ιδέες της ομάδας, την ακμή και παρακμή της «σχολής» τους, τις «περίπλοκες» σχέσεις τους με τους Γαυδιώτες. Κάνοντάς το, μας προσφέρει επίσης μια πολύ σπάνια ευκαιρία να καταδυθούμε και στην πραγματική -ορθόδοξη όπως αποδεικνύεται- «ταυτότητα» της μικρής κοινωνίας. Αλλά και να περιηγηθούμε στο διανοητικό σύμπαν της μετακομμουνιστικής Σοβιετίας.

Το 1997 είναι ο μέσος «ιστορικός χρόνος» ανάμεσα σε δύο μεγάλες κρίσεις, παγκόσμιας σημασίας. Η καταστροφή του σοβιετικού κόσμου, του οποίου είναι προϊόντα, στέλνει τους «Ρώσους» στη Γαύδο, να αναζητήσουν την «Αθανασία» σε μια εποχή αβεβαιότητας. Φεύγοντας από έναν κόσμο που διαλύθηκε θα βρεθούν τελικά σε έναν κόσμο (ελληνικό και ευρωπαϊκό) που είναι υποψήφιος για διάλυση. Απέναντι από τη Γαύδο, το κύμα μιας αιματηρής καταστροφής που επιπίπτει επί του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου, μετά το 2001, θα φτάσει αργότερα και στη Λιβύη.

Σωτηρία στη φυγή

Κάποτε, τα πιο ανήσυχα, «αβόλευτα» πνεύματα της Ρωσίας έφευγαν (ή τους … «έφευγαν») στη Σιβηρία. Εκεί, στην απέραντη τάιγκα, αν όχι τούντρα της ασιατικής Ρωσίας, ανέπνεαν τον αέρα της ελευθερίας τους. Στο μουσείο του μακρινού Ιρκούτσκ, στις όχθες της μαγευτικής Βαϊκάλης (που εμείς ξέρουμε κυρίως ως απώτατο προορισμό του Μιχαήλ Στρογκώφ στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν), μπορεί να δει ο επισκέπτης πρωτότυπες εκδόσεις των έργων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που κουβάλησαν μαζί τους οι εξόριστοι Δεκεμβριστές.

Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, η γεωγραφία των «καταφυγίων» διευρύνθηκε -αλλά μοιάζει δυσκολότερο, όπου κι αν βρίσκεται κανείς, να αποφύγει την ηχώ της Μητρόπολης. Δεν είναι λοιπόν καταρχήν να απορούμε γιατί, μια ομάδα Ρώσων και Ουκρανών, φεύγοντας από την πρώην ΕΣΣΔ, επέλεξε τη Γαύδο, νοτιότερο άκρο της Ελλάδας και της Ευρώπης για να εγκατασταθεί και να στήσει το «κοινόβιό» της, αναζητώντας, σε καιρούς γενικευμένης αβεβαιότητας, τη δική της βεβαιότητα στον Πυθαγόρα και τον Απόλλωνα.

Οι περισσότεροι προήλθαν από το Χάρκοβο, μεγαλύτερη ρωσική πόλη της Ουκρανίας. Η διάλυση της ΕΣΣΔ ανέδειξε τη διχασμένη ταυτότητα της πόλης («fast track», η διάλυση αυτή άφησε εκτός ρωσικών συνόρων το ένα τέταρτο του ρωσικού έθνους). Η ομάδα αποτελείται κυρίως από Σοβιετικούς επιστήμονες, που γνώρισαν στο «πετσί» τους, ως κοινωνική ομάδα και με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο, τις συνέπειες της διάλυσης. Οι Σοβιετικοί διανοούμενοι, υπό την ευρεία έννοια των διανοητικά εργαζόμενων, έχασαν τη χώρα τους, την πίστη τους στις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας και συχνά τα μέσα της επιβίωσης, αφού η κρίση και αποσύνθεση τους υποβάθμισε κοινωνικά, συχνά πετώντας τους εκτός δουλειάς και συστήματος.

Η ταινία μάς θυμίζει φευγαλέα τη μεγάλη πυρηνική καταστροφή που ήρθε, το 1986, να κλονίσει, κατά τρόπο οριστικό, όπως απεδείχθη, τον «μύθο» ενός σοβιετικού κομμουνισμού που στηρίχτηκε μονομερώς στην επιστήμη και την τεχνολογία (μύθο που δεν είναι θεμελιωδώς διαφορετικός, στο σημείο αυτό, από τον «τεχνοπολιτισμό» του δυτικού «ύστερου καπιταλισμού»). Εκεί διαλύθηκε απότομα το όνειρο ενός κομμουνισμού που δεν βασίστηκε στον άνθρωπο, αλλά τον κράτησε υποδουλωμένο στην τεχνική, την επιστήμη και την πολιτικο-ιδεολογική εξουσία της γραφειοκρατίας, στο όνομα της απελευθέρωσής του. Η χώρα του Σπούτνικ, που έστειλε πρώτη τον Γκαγκάριν στο Διάστημα, πλήρωσε βαρύ τίμημα στη μονομέρεια που κατέληξε το όνειρό της και στην αλλοτρίωση του σκοπού που προκάλεσαν τα μέσα του. Σύμβολο της σοβιετικής τεχνολογίας, το Τσερνόμπιλ προανήγγειλε (και ευνόησε), με τη δική του καταστροφή, την καταστροφή του συστήματος που το δημιούργησε.

Ο Θεός της Επιστήμης

Η ομάδα της Γαύδου εκπροσωπεί το πιθανώς πλειοψηφικό τμήμα των Σοβιετικών διανοουμένων που αντικατέστησαν τον κομμουνισμό ως θρησκεία με τον Θεό της Επιστήμης – τους αντιπροσωπεύουν οι πολύ δημοφιλείς στην ΕΣΣΔ συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας αδελφοί Στρουγκάτσκι. Ο Θεός της Επιστήμης τους εκδικήθηκε όμως μάλλον σκληρά.

Οι Σοβιετικοί διανοούμενοι υποστήριξαν μαζικά τις «μεταρρυθμίσεις» των Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν, οι οποίες όμως, τελικά, κατέστρεψαν όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά ιδιαίτερα τους ίδιους. Οι περισσότεροι πετάχτηκαν από τις δουλειές τους ή παρήκμασαν, σε μια χώρα που στράφηκε μάλλον στη μαζική λεηλασία του συσσωρευμένου πλούτου, περιλαμβανομένων των πολύ σημαντικών επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων της ΕΣΣΔ, παρά στη δημιουργία καινούργιου. Το χρήμα και η ευτέλεια επέστρεψαν μαζικά εκεί από όπου ο κομμουνισμός ισχυρίστηκε ότι τα έδιωξε για πάντα. Η αξία της μόρφωσης, της γνώσης και της ηθικής ποδοπατήθηκαν.

Η ομάδα της Γαύδου στρέφει λοιπόν τώρα τα νώτα της στη θεοποίηση της επιστήμης από την οποία προέκυψε, αναζητώντας ίσως στη ζωή στο μικρό νησάκι και στις ιδέες της έναν κόσμο που να αξίζει μέσα του να ζει. Δεν θέλουμε, λένε, να είμαστε πια επιστήμονες. Η επιστήμη αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό τμήμα της ανθρώπινης νοημοσύνης.

Δύο νέοι έκαναν την ουτοπία ταινία

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Γαύδος είναι προνομιακός τόπος παραθερισμού για το πιο εναλλακτικό τμήμα της ελληνικής νεολαίας. Καθόλου παράξενο λοιπόν που δύο νέοι Ελληνες κινηματογραφιστές συνάντησαν εκεί την ομάδα των «Ρώσων». Από την ελληνορωσική συνάντηση, που διευκόλυνε η ρωσομάθεια ενός από τους δύο, γεννήθηκε το ντοκιμαντέρ «Αθάνατοι».

Η Γαύδος χρησιμοποιείται από τους σκηνοθέτες και σαν κλειδαρότρυπα οδηγώντας τον θεατή στις κουζίνες πολλών ρώσικων σπιτιών στη δεκαετία του 1990 και τα όσα εκεί συζητιούνται.

«Κάθε αληθινός Ρώσος είναι φιλόσοφος», λέει ο Ντοστογιέφσκι στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Η ανάγκη του νοήματος υπήρξε πολύ έντονη σε όλη την τόσο ιδεοκρατική ιστορική διαδρομή της Ρωσίας, έστω κι αν εκφράστηκε με τα πιο διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα ρεύματα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η χώρα χάρισε στην παγκόσμια γλώσσα τη λέξη «ιντελιγκέντσια» (διανόηση). Στην καλύτερη εκδοχή του, ο όρος περιγράφει διανοούμενους που τους χαρακτηρίζει η αφοσίωσή τους στο καθήκον, την αποστολή τους, όπως την προσδιορίζουν κάθε φορά. Ανθρώπους που παίρνουν πολύ σοβαρά τις ιδέες τους, είναι μέχρι θανάτου αποφασιστικοί στην υπηρεσία τους. Τέτοιοι ήταν οι Δεκεμβριστές, οι Ναρόντνικοι, οι Μπολσεβίκοι, αλλά και αρκετοί σλαβόφιλοι και «ντερζάβνικι» (οπαδοί της Αυτοκρατορίας). Από αυτή τη στόφα, που μοιάζει να αντανακλά τη σκληρότητα του ρώσικου κλίματος και των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, παρήχθησαν η μεγάλη, κλασική ρωσική λογοτεχνία, η φιλολογία, η φιλοσοφία. Από εκεί βγήκε ένας Ντοστογιέφσκι, αλλά και οι Χέρτσεν, Μπιελίνσκι, Τσερνισέφσκι.

Ιησούς και Απόλλων

Η ταινία ξεκινάει με το νέο «Μανιφέστο» που, αναπόφευκτα, θέλει να συντάξει η ομάδα της Γαύδου. Με τυπικά ρωσική και μοντερνιστική καλλιτεχνική έπαρση, ο «γκουρού» της ομάδας θα ήθελε η επιρροή του να συγκριθεί κάποτε με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ. Οι Ρώσοι της Γαύδου δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό στην πραγματικότητα από αυτό που έκαναν εκατοντάδες συγγραφείς καλλιτεχνικών, πολιτικών και φιλοσοφικών μανιφέστων, που γράφτηκαν στη Ρωσία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1930 και, μετά, οι «διαφωνούντες», στις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Οι Γαυδιώτες υιοθετούν τους ξένους, αποφασίζουν να τους εμπιστευτούν, τους προστατεύουν από την καχυποψία του κράτους και τα μικροσυμφέροντα του δημάρχου. Οι «Ρώσοι», από την πλευρά τους, βοηθάνε αφιλοκερδώς τους ντόπιους, εκκλησιάζονται τακτικά, ενσωματώνονται στη μικρή κοινωνία. Εως ότου, από το μυαλό των Ρώσων περάσει η ιδέα να χτίσουν ένα ναό του Απόλλωνα. Τότε, η πραγματική εξουσία στο νησί, ο ιερέας, ο ίδιος που τους προστάτευσε από τις κρατικές παρεμβάσεις στο παρελθόν, κινητοποιεί τώρα το κράτος εναντίον τους, επιτρέποντας και σε μας να αναγνωρίσουμε τον πυρήνα της κυριαρχίας στο νησί. Η μαγεία χάνεται, οι Ρώσοι ξαναγίνονται ξένοι, η ομάδα μισοδιαλύεται. Μερικά από τα μέλη της θα φύγουν στη Βενεζουέλα, αναζητώντας καταφύγιο στην ουτοπία του Ούγκο Τσάβες.

Η ταινία έχει γυριστεί με χιούμορ. Το μεράκι και η δουλειά αναπλήρωσαν ικανοποιητικά την έλλειψη πολλών μέσων, αφήνοντας ίσως το νόημα πιο γυμνό. Το φιλμ τελειώνει στη γαλάζια απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους, με τοπία που αναδεικνύει έξοχα η πάρα πολύ καλή φωτογραφία. Το πέλαγος δίνει, με την ανυπέρβλητη αισθητική του, ένα κατάλληλο μέτρο για τον άνθρωπο.