Η απόφαση για την Αγία Σοφία και η κρίση στη Μεσόγειο

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-final1Μόνο ως απαράδεκτη επίθεση στον πολιτισμό μπορεί να θεωρηθεί η απόφαση του τουρκικού καθεστώτος να κάνει τζαμί την Αγία Σοφία, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του χριστιανικού κόσμου. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να αρνηθεί στη σύγχρονη Τουρκία, εφόσον ο λαός της το επιθυμεί, κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο, να γίνει όσο θέλει «ισλαμιστική», εγκαταλείποντας την παράδοση του ιδρυτή της Κεμάλ  Ατατούρκ. Αλλά μπορεί να το κάνει χτίζοντας και τιμώντας τα δικά της μνημεία και τόπους λατρείας, όχι χρησιμοποιώντας μνημεία και τόπους λατρείας που έχτισαν άλλοι.  Απορεί εξάλλου κανείς για ποιο λόγο η τουρκική ελίτ πιστεύει ότι βοηθάει το γόητρο της χώρας της να υπενθυμίζει κάθε λίγο και λιγάκι, εν έτει 2020, την κατάκτηση της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κι αν κάτι χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε η ανθρωπότητα σήμερα, σε μια τόσο άσχημη κατάσταση που βρίσκεται, είναι η ανοχή και ο σεβασμός του ενός έθνους προς το άλλο, των οπαδών και εκπροσώπων κάθε θρησκείας προς τις άλλες. Αυτό είναι και ένα βασικό κριτήριο για τον πολιτισμό κάθε ανθρώπου και κάθε λαού.

Η τουρκική απόφαση δεν είναι μεμονωμένο γεγονός. ‘Ερχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλων εκρηκτικών παραγόντων που απειλούν σοβαρά και άμεσα την ειρήνη στην αν. Μεσόγειο. Αλλά και προδίδει μια Άγκυρα που, δυστυχώς και για την ίδια, μοιάζει να έχει χάσει το μέτρο, που έχει σοβαρά υπερτιμήσει τις δυνάμεις της, νομίζοντας ότι μπορεί να τα βάζει με όλο τον κόσμο χωρίς συνέπειες και μια πολιτική ηγεσία που τρέφει υπέρμετρες φιλοδοξίες. Συνήθως είναι σε ένα τέτοιο σημείο που μπορούν να συμβούν οι καταστροφές.

 

Για όποιον λόγο κι αν πήρε μια τέτοια απόφαση ο κ. Ερντογάν, η απόφασή του οπωσδήποτε αντανακλά την ιδεολογία και τις αντιλήψεις των πανισλαμιστικών και νέο-οθωμανικών τάσεων στο περιβάλλον του, όπως αυτές που εκφράζει επί παραδείγματι η οργάνωση SADAT, που ανταγωνίζεται τους νέο-κεμαλιστές και ευρασιανιστές για την επιρροή στην πολιτική της Τουρκίας. Η τάση αυτή θεωρεί ότι ο εξτρεμιστικός ισλαμισμός είναι η λύση, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ερντογάν είναι ο νέος Προφήτης («Μάχντι») και αποβλέπει, είτε το πιστεύει πραγματικά, είτε το λέει προπαγανδιστικά, στη δημιουργία μιας μεγάλης σουννιτικής «συμπολιτείας», πίσω από την οποία εύκολα διακρίνει κάποιος μια παραλλαγή μιας νέας «Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Αυτά τα σχέδια είναι απολύτως εξωφρενικά, στερούνται σοβαρότητας και είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Η τυχόν προσπάθεια να υλοποιηθούν θα προκαλέσει αναπόφευκτα την κινητοποίηση κατά της Τουρκίας των Αράβων, των Ελλήνων, των Ιρανών, των Ρώσων, των Σιϊτών.  ‘Όμως, από τη στιγμή που εμπνέουν ιδεολογίες και πολιτικές του τουρκικού κράτους, αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια, αν και ανέφικτα, παράγουν σημαντικά διεθνή πολιτικά αποτελέσματα:

Ο «Πόλεμος των Πολιτισμών»

Πρώτον, ενισχύουν την πολιτική του «πολέμου των πολιτισμών» που προωθούν οι πιο επικίνδυνες και αναθεωρητικές δυνάμεις παγκοσμίως, δηλαδή αυτές που είναι υπεύθυνες για μια αλυσίδα πολέμων στη Μέση Ανατολή που δεν έχουν τελειώσει, που συσπειρώνονται γύρω από τις ιδέες του Χάντινγκτον και που εκφράζονται από πολιτικούς όπως ο Πομπέο, ο Μπάνον, ο Νετανιάχου κλπ. Αυτοί χρειάζονται να σπρώξουν τον ισλαμικό κόσμο σε μια επιθετική και οπισθοδρομική ισλαμιστική πολιτική, για να συσπειρώσουν τους δυτικούς λαούς γύρω από τα πολεμικά τους σχέδια. Αυτή άλλωστε ήταν μια βασική πολιτική της δυτικής αποικιοκρατίας στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστο, από την εποχή που οι Εγγλέζοι απαγόρευαν στα κορίτσια της Αιγύπτου να πηγαίνουν σχολείο και πρωταγωνιστούσαν στη δημιουργία των Αδελφών Μουσουλμάνων, μέχρι το Αφγανιστάν και τον ISIS. Καλό θα ήταν να διερωτηθούν στην ‘Αγκυρα αλλά και παντού, γιατί η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, εκ των πρωταγωνιστών της εισβολής στο Ιράκ και όλων των πολέμων που ακολούθησαν στη Μέση Ανατολή, υποστηρίζει σήμερα την απόφαση του Ερντογάν για την Αγία Σοφία.

Για να υπάρξει και να δικαιολογηθεί, η δυτική έχει ανάγκη την ισλαμική βαρβαρότητα. Και μια ισλαμιστική Τουρκία θα είναι τελικά πολύ πιο εύκολος ως αντίπαλος, πιο χρήσιμος ως εταίρος για τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Εκτός αν ο κ. Ερντογάν έχει την μοιραία αυταπάτη ότι θα βρει, με τέτοιες ιδέες, τη συμπάθεια του Τραμπ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος θα τον στηρίξει ασφαλώς, θα το κάνει όμως όπως στηρίζει το σκοινί τον κρεμασμένο…

Η ειρωνία της ιστορίας είναι ότι αυτές οι δυνάμεις, οι Νεοσυντηρητικοί, το κόμμα του «Πολέμου των Πολιτισμών», ήταν ακριβώς οι ίδιες που ήταν υπεύθυνες για το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν!

Οι δυσκολίες των εναλλακτικών

Αξίζει να σημειώσουμε, από την άποψη αυτή, και τις δυσκολίες που έχουν γενικώς καθεστώτα που, σε μια ορισμένη στιγμή, αναγκάζονται να έλθουν σε σύγκρουση με δυτικά αυτοκρατορικά κέντρα, δυσκολεύονται όμως να ολοκληρώσουν τη ρήξη μαζί τους, στο μέτρο που δεν διαθέτουν μια σπουδαία προγραμματική εναλλακτική, αλλά και επιδιώκουν να παραμείνουν εντός του συστήματος της «χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης», στο οποίο κυριαρχεί η Αυτοκρατορία του Χρήματος. Μην μπορώντας να μιλήσει, όπως ο Ούγκο Τσάβες, για «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», ο Ερντογάν, έστω κι αν σε μια στιγμή έφτασε να απαγγέλλει Ναζίμ Χικμέτ στους συγκεντρωμένους οπαδούς του, και μη θέλοντας, κατά τα φαινόμενα, να σπάσει πλήρως με τη Δύση, είναι καταδικασμένος, εξ αιτίας και των καταβολών του, να στρέφεται στο Ισλάμ για άντληση νομιμότητας και πολιτικής δύναμης.

Η δυσκολία αυτή εμφανίζεται αρκετά συχνά διεθνώς και παίρνει και τη μορφή δυσκολίας συγκρότησης ενός διεθνούς πλέγματος «αντιαυτοκρατορικών» συμμαχιών και συνεργασιών. Κάτι τέτοιο απαιτεί και την ύπαρξη ενός εναλλακτικού θετικού οράματος και δεν είμαστε ακόμα εκεί. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό και με τους BRICS, που ξεκίνησαν με τεράστιες προσδοκίες για να βρίσκονται τώρα σε αποκλίνουσες ή και συγκρουσιακές τροχιές μεταξύ τους, μετά την εκλογή Μόντι στο Νέο Δελχί και Μπολσονάρου στη Μπραζίλια. ‘Όταν οι Ινδοί προτιμάνε να τα βάζουν με την Κίνα και το Πακιστάν ή η Βραζιλία με τον Μαδούρο και τον Μοράλες, όταν θέτουν τα επί μέρους συμφέροντά τους όπως τα αντιλαμβάνονται υπεράνω των γενικών, το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να συγκροτήσουν αντιαυτοκρατορικό μπλοκ, που το θέλουν όλοι διακαώς όταν αντιμετωπίζουν τις δυτικές πιέσεις, το ξεχνάνε όμως μόλις παρέρχεται ο άμεσος κίνδυνος. Αξίζει άλλωστε στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε τις ιδέες όχι κάποιου σοσιαλιστή, αλλά του Μέιναρντ Κέινς, που τόνιζε στον καιρό του, ότι δεν μπορεί να υπάρχει διεθνής ειρήνη και σταθερότητα χωρίς κάποιας μορφής αλληλεγγύη, με διαρκή πλεονάσματα κάποιων εις βάρος κάποιων άλλων.

Σπρώχνοντας την Τουρκία σε «υπερεπέκταση»

Δεύτερο, οι νέο-οθωμανικές αντιλήψεις φέρνουν την ίδια την Τουρκία σε σύγκρουση με τους ‘Αραβες, με τους ‘Ελληνες και με τους Ρώσους, αν όχι και με το Ιράν και διευκολύνουν επομένως ακριβώς τις δυνάμεις που θέλουν ενδεχομένως να σπρώξουν σε «υπερεπέκταση» την Τουρκία, σε «περιπέτειες» που δεν θα μπορέσει να φέρει σε πέρας, για να καταστρέψουν τις «ανεξαρτησιακές» της φιλοδοξίες, να ανατρέψουν ει δυνατόν τον Ερντογάν και να τον αντικαταστήσουν με ένα αυταρχικό αλλά ελεγχόμενο από τη Δύση (και το Ισραήλ) καθεστώς.

Υποπτεύεται κανείς ότι σε αυτό ακριβώς αποβλέπουν όσοι έχουν σπρώξει τον Πρόεδρο Τραμπ να στέλνει ενθαρρυντικά μηνύματα προς τον Ερντογάν σε ότι αφορά τη Λιβύη και τη Συρία, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο τι μηνύματα στέλνει για την Ελλάδα (Πάντως, ποτέ στην ιστορία της η Τουρκία δεν προχώρησε σε επιθετική ενέργεια εναντίον άλλης χώρας χωρίς να πιστευει ότι λέχει ανοχή ή ενθάρρυνση μιας ξένης μεγάλης δύναμης). Θέλουν πιθανότατα να δημιουργήσουν δηλαδή στον Τούρκο Πρόεδρο μια εσφαλμένη αντίληψη ασφάλειας και να τον οδηγήσουν σε βήματα που θα καταστρέψουν τον ίδιο, αφού προηγουμένως καταστρέψουν ει δυνατόν τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Η  μέθοδος είναι κλασική και χρησιμοποιήθηκε πολλάκις στην ιστορία, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τις τελευταίες δεκαετίες τον Σαντάμ στο Κουβέιτ και τον Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο.

Ο κ. Ερντογάν θα έπρεπε κανονικά, μετά τις περιπέτειες του 2016, να γνωρίζει ότι δεν είναι αποδεκτός από τα κύρια δυτικά κέντρα και αυτά ότι θα τον ανατρέψουν μόλις τους δοθεί μια τέτοια ευκαιρία, κάτι που άλλωστε γίνεται εμφανές με απλή ανάγνωση όλων των εκθέσεων των μεγάλων αμερικανικών think tanks (για μια παρουσίαση των θέσεών τους, βλ. το σχετικό άρθρο μας http://www.konstantakopoulos.gr/11199/%cf%84%ce%bf-%cf%86%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1-%ce%b5%ce%bd%cf%8c%cf%82-%ce%bd%ce%ad%ce%bf%cf%85-74-e%ce%bb%ce%bb%ce%ac%ce%b4%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%ba%ce%af%ce%b1-%ce%ba)

Μπορεί όμως και να πιστεύει ότι θα ελίσσεται αιωνίως με επιτυχία και θα κερδίζει διαρκώς και από την Ρωσία και από την Αμερική, όπως έκανε και στη Συρία, αρχικά υποστηρίζοντας τον ‘Ασαντ για να συμμαχήσει μετά με τους Αμερικανούς και Ισραηλινούς και να καταλήξει σε μια συμφωνία με τους Ρώσους όταν είδε το «χάρο με τα μάτια του». Η αναμφισβήτητη τακτική ικανότητα του Τούρκου ηγέτη δεν συνεπάγεται όμως αναγκαστικά και επιτυχή στρατηγική.

Τρίτο,  η απόφαση Ερντογάν προσθέτει και άλλα εκρηκτικά υλικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες κινούνται τώρα σε μια πολύ επικίνδυνη τροχιά, που εμπεριέχει ακόμα την πιθανότητα πολέμου μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά αυτή την διάσταση της υπόθεσης θα εξετάσουμε στο επόμενο άρθρο μας.