Το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο του 1939: Μύθος και Πραγματικότητα

 

Α’ Μέρος

Του JACQUES PAUWELS

Δημοσιεύτηκε στον βελγικό ιστότοπο Investig’Action

Εισαγωγή του μεταφραστή

ob_971b7f_capture-d-ecran-2019-10-02-a-15-07Συμπληρώθηκαν στις 9 Μαϊου 75 χρόνια από την ολοκληρωτική συντριβή του Ναζιστικού τέρατος, με την κατάληψη του Βερολίνου από τα Σοβιετικά στρατεύματα. Η τεράστια συνεισφορά της Σοβιετικής Ένωσης, της πρώτης στον κόσμο σοσιαλιστικής χώρας, οι θυσίες που υπέστη ο λαός της και οι ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές στα εδάφη της προκειμένου να ηττηθεί κατά κράτος η χιτλερική Γερμανία, τίθενται σήμερα υπό αμφισβήτηση, μέσω μιας άνευ προηγουμένου αναθεώρησης της Ιστορίας, που επιχειρείται από τα προπαγανδιστικά κέντρα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης, δηλαδή τις ΗΠΑ και το μόρφωμα της λεγόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απαξίωση αυτή της συνεισφοράς της ΕΣΣΔ και η παραχάραξη της ιστορίας αποτελούν συστατικό μέρος της βαθειάς κρίσης – οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής – που μαστίζει τον δυτικό καπιταλισμό σε κατάσταση δυσθανασίας αλλά και της πάγιας πολιτικής του αφ’ ενός να καθυποτάψει το παγκόσμιο εργατικό και λαϊκό κίνημα και αφ’ ετέρου να καρπωθεί τα οφέλη από την τραγική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στοχεύοντας στην διάλυση ακόμη και αυτού που απέμεινε και ονομάζεται σήμερα Ρωσία και στη λεηλάτηση του πλούτου της τεράστιας αυτής χώρας. Ποτέ η Δύση δεν εγκατέλειψε τον αντι-ρωσικό της ρατσισμό και δεν απέκρυψε το στόχο της να υποτάξει το ρωσικό έθνος, το οποίο έμαθε μέσα από την ιστορία του να αντιστέκεται και να νικά. Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος που διεξήγε ο Σοβιετικός λαός κατά του χιτλερικού Γ’ Ράιχ, σήμερα διασύρεται και η τότε ηγεσία του κατασυκοφαντείται. Η ΕΣΣΔ και ο κομμουνισμός εξισώνονται ανερυθρίαστα με το Ναζισμό, το Ναζισμό ο οποίος υπήρξε γέννημα-θρέμμα του Δυτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού και ο οποίος αιματοκύλησε την Ευρώπη. Το άρθρο που ακολουθεί γράφτηκε από τον JACQUES PAUWELS, Βέλγο ιστορικό που ζει στον Καναδά και δημοσιεύτηκε στην Αγγλική του εκδοχή στον προοδευτικό βελγικό ιστότοπο  Investig’Action, και επιχειρεί να διαχωρίσει την ιστορική πραγματικότητα από τους προπαγανδιστικούς μύθους που πλασάρει ανά το παγκόσμιο η προπαγάνδα της Δύσης σχετικά με το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο της 23ης Αυγούστου 1939.

Ανδρέας Νεοφυτίδης

 

Το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο της 23ης Αυγούστου 1939: Μύθος και Πραγματικότητα

Σε ένα εκπληκτικό βιβλίο με τίτλο 1939: Η Συμμαχία που δεν υπήρξε ποτέ και η έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1939: The Alliance That Never Was and the Coming of World War II) ο Καναδός ιστορικός Michael Jabara Carley περιγράφει πώς, στα τέλη της δεκαετίας του1930, η Σοβιετική Ένωση επανειλημμένα προσπάθησε, αλλά τελικά απέτυχε, να συνάψει ένα σύμφωνο αμοιβαίας ασφάλειας, με άλλα λόγια μιαν αμυντική συμμαχία με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Ο προτεινόμενος αυτός διακανονισμός στόχο είχε την αντιμετώπιση της Ναζιστικής Γερμανίας, η οποία, κάτω από τη δικτατορική ηγεσία του Χίτλερ, συμπεριφερόταν όλο και πιο επιθετικά, με μεγάλες πιθανότητες αυτή η επιθετικότητα να στραφεί εναντίον άλλων χωρών συμπεριλαμβανομένων της Πολωνίας και  της Τσεχοσλοβακίας, οι οποίες είχαν κάθε λόγο να φοβούνται τις Γερμανικές φιλοδοξίες. Ο πρωταγωνιστής αυτής της Σοβιετικής προσέγγισης των Δυτικών δυνάμεων ήταν ο υπουργός εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ.

Η Μόσχα επιθυμούσε διακαώς να συνάψει μια τέτοια συμφωνία επειδή ακριβώς οι Σοβιετικοί ηγέτες γνώριζαν πάρα πολύ καλά ότι, αργά ή γρήγορα, ο Χίτλερ σκόπευε να επιτεθεί και να καταστρέψει το κράτος τους. Και όντως, στο βιβλίο του “Ο Αγών μου”, που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 20, ξεκαθάρισε ότι απεχθανόταν το κράτος των Σοβιέτ μια και η “Ρωσία κυβερνάται από τους Εβραίους” (Russland unter Judenherrschaft), γιατί ήταν το προϊόν της Ρωσικής Επανάστασης, το έργο των Μπολσεβίκων, οι οποίοι δεν ήσαν, υποτίθεται, παρά μόνο μια συμμορία Εβραίων. Και στη δεκαετία του 1930, σχεδόν όλοι όσοι ενδιαφέρονταν έστω και ελάχιστα για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις γνώριζαν πολύ καλά ότι με την επαναστρατικοποίηση της Γερμανίας, με το μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα επανεξοπλισμού της και με άλλες παραβιάσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ο Χίτλερ προετοιμαζόταν για πόλεμο, θύμα του οποίου θα ήταν η Σοβιετική Ένωση. Αυτό αποδείχτηκε πολύ καθαρά σε μια λεπτομερή μελέτη του σημαντικού στρατιωτικού ιστορικού και πολιτικού επιστήμονα Rolf-Dieter Müller, η οποία έφερε τον τίτλο Der Feind steht im Osten: Hitlers geheime Pläne für einen Krieg gegen die Sowjetunion im Jahr 1939 (“Ο εχθρός βρίσκεται στην Ανατολή: Τα μυστικά σχέδια του Χίτλερ για πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1939”).

Άρα ο Χίτλερ έστηνε τη στρατιωτική μηχανή της Γερμανίας με την οποία σκόπευε να σβήσει τη Σοβιετκή Ένωση  από το πρόσωπο της γης. Από την άποψη των ελίτ που κρατούσαν τα ηνία στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σε άλλες χώρες του λεγόμενου Δυτικού κόσμου, επρόκειτο για ένα σχέδιο το οποίο δεν μπορούσαν παρά να εγκρίνουν και να ενθαρρύνουν ακόμη και να υποστηρίξουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν η ενσάρκωση της επίφοβης κοινωνικής επανάστασης, η πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης για τους επαναστάτες μέσα στις ίδιες τους τις χώρες ακόμη και στις αποικίες τους, επειδή οι Σοβιετικοί ήταν επιπλέον και αντι-ιμπεριαλιστές που, μέσω της Κομιντέρν (ή Τρίτης Διεθνούς), στήριζαν τον αγώνα για ανεξαρτησία στις αποικίες των δυτικών χωρών.

Ήδη με τη στρατιωτική επέμβαση στη Ρωσία το 1918-1919, οι Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν αποπειραθεί να καταπνίξουν την Οκτωβριανή επανάσταση και να διαλύσουν το νεαρό εργατικό κράτος που γεννήθηκε το 1917, αλλά τα σχέδια τους αυτά απέτυχαν οικτρά. Οι λόγοι γι’ αυτό το φιάσκο ήταν: αφ’ ενός, η ισχυρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Ρώσοι επαναστάτες, οι οποίοι και είχαν τη στήριξη της πλειοψηφίας του Ρωσικού λαού και πολλών άλλων λαών της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας, και, αφ’ ετέρου, οι αντιδράσεις, εντός των ίδιων των επεμβατικών χωρών όπου στρατιώτες και πολίτες έβλεπαν με συμπάθεια τους Μπολσεβίκους επαναστάτες και εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην εισβολή με διαδηλώσεις, απεργίες ακόμη και ανταρσίες. Έτσι τα επεμβατικά στρατεύματα της Δύσης αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άδοξα. Οι κύριοι που κατείχαν την εξουσία στο Λονδίνο και στο Παρίσι αρκέστηκαν τότε στο να δημιουργήσουν και να στηρίξουν αντι-σοβιετικά και αντι-ρωσικά καθεστώτα – πρωτίστως στην Πολωνία και στις Βαλτικές χώρες – στα δυτικά σύνορα της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια “υγειονομική ζώνη” η οποία θα οχύρωνε, υποτίθεται, τη Δύση απέναντι στον Μπολσεβίκικο επαναστατικό ιό!!

Στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σε άλλες πρωτεύουσες της Δυτικής Ευρώπης, οι ελίτ έτρεφαν ελπίδες ότι το επαναναστατικό πείραμα στη Σοβιετική Ένωση θα κατέρρεε από μόνο του, ωστόσο ένα τέτοιο σενάριο δεν υλοποιήθηκε. Αντίθετα, στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μεσούσης της Μεγάλης Ύφεσης (Μεγάλο Κραχ) που μάστιζε τον καπιταλιστικό κόσμο, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να γνωρίζει ένα είδος βιομηχανικής επανάστασης η οποία επέτρεψε στον πληθυσμό της να απολαύσει σημαντική κοινωνική πρόοδο, και η χώρα κατέστη συνάμα πιο ισχυρή, όχι μόνο οικονομικά αλλά και στρατιωτικά. Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, το σοσιαλιστικό “αντι-σύστημα” στον καπιταλισμό – και η κομμουνιστική ιδεολογία του – έγιναν όλο και πιο ελκυστικά στα μάτια των πληβείων στη Δύση, που όλο και περισσότερο υπέφεραν από την ανεργία και τη φτώχεια. Μέσα σε αυτές τις συγκυρίες, η Σοβιετική Ένωση μετατράπηκε σε ένα ακόμη μεγαλύτερο αγκάθι στα πλευρά των ελίτ του Λονδίνου και του Παρισιού. Αντίστροφα, ο Χίτλερ με τα σχέδιά του για μιαν αντι-σοβιετική σταυροφορία, προσφερόταν ως περισσότερο χρήσιμος και γινόταν πιο συμπαθής. Επιπλέον, οι μεγάλες εταρείες και οι τράπεζες, ειδικά οι αμερικανικές, αλλά και οι Βρετανικές και οι Γαλλικές, κέρδισαν αρκετό χρήμα βοηθώντας τη Ναζιστική Γερμανία να επανεξοπλιστεί και δανείζοντάς την με πολλά από τα χρήματα που χρειαζόταν για να προβεί σε κάτι τέτοιο. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, οι δυτικές ελίτ πίστευαν ότι ενθαρρύνοντας μια Γερμανική σταυροφορία προς Ανατολάς θα μείωναν ή και θα εξάλειφαν ενδεχομένως εντελώς τον κίνδυνο μιας Γερμανικής επίθεσης κατά της Δύσης. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς για ποιο λόγο οι προτάσεις της Μόσχας για μιαν αμυντική συμμαχία εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας δεν πολυάρεσαν σε τούτους τους κυρίους. Αλλά υπήρχε και ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να απορρίψουν αυτές τις προτάσεις χωρίς περαιτέρω φασαρίες.

Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914-18, οι ελίτ και στις δύο πλευρές της Θάλασσας της Μάγχης αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν αρκετά προωθημένες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως μια σημαντική διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος στη Βρετανία. Εξαιτίας αυτού, κατέστη αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των Εργατικών και άλλων αριστερών ζιζανίων με έδρα στο νομοθετικό σώμα, μερικές φορές μάλιστα να συμπεριλαμβάνονται ακόμη και σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Η κοινή γνώμη και ένα σημαντικό μέρος του Τύπου ήταν συντριπτικά εναντίον του Χίτλερ και κατά συνέπεια υποστήριζαν θερμά τη Σοβιετική πρόταση για μιαν αμυντική συμμαχία εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας. Οι ελίτ ήθελαν να αποφύγουν μια τέτοια συμμαχία αλλά ήθελαν επίσης να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι την επιθυμούσαν. Αντίστροφα, οι ελίτ ήθελαν να ενθαρρύνουν τον Χίτλερ να επιτεθεί κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη και να τον βοηθήσουν σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά έπρεπε να διασφαλιστεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα υπέπιπτε ποτέ στην αντίληψη της κοινής γνώμης των χωρών τους. Το δίλημμα τούτο γέννησε μια πολιτική τροχιά της οποίας ο πρόδηλος σκοπός ήταν να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι ηγεσίες καλωσόριζαν τη Σοβιετική πρόταση ενώ ο κρυφός- με άλλα λόγια ο πραγματικός – σκοπός ήταν η υποστήριξη των αντι-σοβιετικών σχεδίων του Χίτλερ: ήταν η άθλια “πολιτική κατευνασμού” η οποία συνδέθηκε, πρωτίστως, με τα ονόματα του Βρετανού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλαιν και του Γάλλου ομολόγου του Εντουάρ Νταλαντιέ.

Οι οπαδοί του κατευνασμού ξεκίνησαν το έργο τους ήδη από τη στιγμή που ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία το 1933 και άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο, έναν πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1935, το Λονδίνο άναψε κατά κάποιο τρόπο το πράσινο φως στον Χίτλερ για να επανεξοπλιστεί υπογράφοντας μαζί του μια ναυτική συμφωνία. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Χίτλερ προχώρησε στην παραβίαση πολλών όρων που είχε επιβάλει η Συνθήκη των Βερσαλλιών, όπως λόγου χάρη η επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία, ο εξοπλισμός μέχρι τα δόντια του Γερμανικού στρατού και η προσάρτιση της Αυστρίας το 1937. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικοί στο Λονδίνο και στο Παρίσι γκρίνιαξαν και διαμαρτυρήθηκαν προκειμένου να δημιουργήσουν καλή εντύπωση στην κοινή τους γνώμη αλλά κατέληξαν να αποδεχτούν τα τετελεσμένα. Η κοινή γνώμη σύρθηκε στο να πιστεύει ότι μια τέτοια επιείκεια ήταν αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος. Η πρόφαση αυτή λειτούργησε κατ’ αρχάς θετικά, επειδή η πλειοψηφία των Βρετανών και των Γάλλων δεν επιθυμούσαν να συρθούν εκ νέου σ’ έναν δολοφονικό πόλεμο όπως εκείνον του 1914-18. Από την άλλη, γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι η πολιτική του κατευνασμού καθιστούσε τη Ναζιστική Γερμανία πιο ισχυρή στρατιωτικά και έκανε τον Χίτλερ εξαιρετικά φιλόδοξο και απαιτητικό. Κατά συνέπεια, το κοινό σταδιακά άρχισε να καταλαβαίνει ότι είχαν ήδη γίνει αρκετές παραχωρήσεις στον Γερμανό δικτάτορα, και σ’ εκείνο το σημείο οι Σοβιετικοί, στο πρόσωπο του Λιτβίνοφ, βγήκαν στο προσκήνιο με μία πρόταση για τη σύναψη συμμαχίας κατά του Χίτλερ. Η κίνηση αυτή προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, πολλούς πονοκεφάλους στους αρχιτέκτονες του κατευνασμού, από τους οποίους ο Χίτλερ ανέμενε βεβαίως ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις.

Χάρη στις παραχωρήσεις που είχαν ήδη γίνει, η Ναζιστική Γερμανία εξελισσόταν σ’ έναν μιλιταριστικό Βεχεμόθ, ενώ το 1939 διαφάνηκε ότι μόνο ένα κοινό μέτωπο των Δυτικών δυνάμεων και της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ικανό να την αναχαιτίσει επειδή, σε περίπτωση πολέμου, η Γερμανία θα ήταν αναγκασμένη να πολεμήσει σε δύο μέτωπα. Κάτω από την ισχυρή πίεση της κοινής γνώμης, οι ηγεσίες στο Λονδίνο και στο Παρίσι συμφώνησαν να διαπραγματευτούν με τη Μόσχα αλλά μια μύγα έπεσε μες στο γάλα: η Γερμανία δεν είχε κοινά σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση επειδή η Πολωνία βρισκόταν μεταξύ των δύο αυτών χωρών. Επίσημα τουλάχιστο, η Πολωνία ήταν σύμμαχος της Γαλλίας και έτσι εθεωρείτο αναμενόμενο η Βαρσοβία να συμπαραταχθεί σε μια αμυντική συμμαχία κατά της Ναζιστικής Γερμανίας. Ωστόσο, οι κυβερνώντες στη Βαρσοβία έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, ένα γείτονα τον οποίο θεωρούσαν απειλή στον ίδιο βαθμό με τη Ναζιστική Γερμανία. Η Βαρσοβία αρνήθηκε πεισματικά να επιτρέψει στον Κόκκινο Στρατό, σε περίπτωση πολέμου, να διέλθει από το Πολωνικό έδαφος προκειμένου να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών. Το Λονδίνο και το Παρίσι όμως αρνήθηκαν να ασκήσουν πιέσεις στη Βαρσοβία, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι διαβουλεύσεις.

Η συμφωνία του Μονάχου

Στο μεταξύ, ο Χίτλερ διατύπωσε καινούριες αξιώσεις, αυτή τη φορά σε σχέση με τη Τσεχοσλοβακία. Όταν η Πράγα αρνήθηκε να παραχωρήσει μέρος του εδάφους της το οποίο κατοικείτο από μια γερμανόφωνη μειονότητα, γνωστό ως Σουδητία, η κατάσταση εξελίχθηκε σε απειλή πολέμου. Αυτό το γεγονός αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για τη σύναψη αντι-χιτλερικής συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση και την στρατιωτικά ισχυρή Τσεχοσλοβακία, ως εταίρου των Βρετανών και των Γάλλων: ο Χίτλερ θα είχε τότε να επιλέξει μεταξύ μιας ταπεινωτικής απαγκίστρωσης αφ’ ενός και μιας πρακτικά βέβαιης ήττας σ’ έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα αφ’ ετέρου. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση βεβαίως ο Χίτλερ ποτέ δεν θα μπορούσε να εξαπολύσει την αντι-σοβοετική σταυροφορία την οποία οι ελίτ του Λονδίνου και του Παρισιού διακαώς επιθυμούσαν. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλαιν και ο Γάλλος ομόλογός του Νταλαντιέ δεν εκμεταλλεύτηκαν την τσεχοσλοβακική κρίση προκειμένου να σχηματίσουν κοινό αντι-χιτλερικό μέτωπο με τη Σοβιετική Ένωση, αλλ’ αντ’ αυτού πήραν το αεροπλάνο για το Μόναχο για να συνομολογήσουν με τον Γερμανό δικτάτορα συμφωνία βάσει της οποίας τα εδάφη της Σουδητίας, στα οποία συμπεριλαμβανόταν (τυχαία άραγε;;) και η τσεχοσλοβακική εκδοχή της Γραμμής Μαζινό, προσφέρθηκαν στον Χίτλερ σαν σε ασημένιο πιάτο. Η Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, της οποίας δεν ζητήθηκε καν η γνώμη, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποταχθεί, ενώ οι Σοβιετικοί, οι οποίοι είχαν προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στην Πράγα, δεν κλήθηκαν σε τούτη την αισχρή συνάντηση.

Στο “σύμφωνο” που συνομολόγησαν με τον Χίτλερ στο Μόναχο, οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας προέβησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις στον Γερμανό δικτάτορα, όχι χάριν της υπόθεσης της ειρήνης αλλά για να συνεχίσουν να επιδιώκουν μια Ναζιστική εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά στους λαούς των χωρών τους, η συμφωνία του Μονάχου παρουσιάστηκε ως μία πολύ λογική λύση σε μια κρίση που απειλούσε να πυροδοτήσει ένα γενικό πόλεμο. “Ειρήνη στην εποχή μας” είναι αυτό που διακήρυξε θριαμβευτικά ο Τσάμπερλαιν κατά την επάνοδό του στην Αγγλία. Αυτό που εννοούσε ήταν ειρήνη για τη χώρα του και τους συμμάχους της αλλά όχι για τη Σοβιετική Ένωση, της οποίας την καταστροφή από τα χέρια των Ναζί περίμενε με αδημονία.

Στη Βρετανία υπήρχαν ωστόσο πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων και ελάχιστων καλή τη πίστει μελών της ελίτ της χώρας, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσε ο Τσάμπερλαιν, όπως λόγου χάρη ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Αυτοί βεβαίως δεν το έκαναν από κάποια συμπάθεια που έτρεφαν για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά επειδή δεν είχαν εμπιστοσύνη στον Χίτλερ και φοβόντουσαν ότι ο κατευνασμός ήταν αντιπαραγωγικός κατά δύο τρόπους. Πρώτο, μια ενδεχόμενη κατάκτηση της Σοβιετικής Ένωσης θα προμήθευε τη Ναζιστική Γερμανία με πρακτικά απεριόριστες πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένων πετρελαίου, εύφορης γής και άλλων σημανικών πηγών πλούτου, επιτρέποντας έτσι στο Γ’ Ράιχ να εγκαθιδρύσει στην Ευρωπαϊκή ήπειρο μιαν ηγεμονία η οποία θα αντιπροσώπευε ένα κίνδυνο για την Μεγάλη Βρετανία  ακόμη μεγαλύτερο απ’ ότι ήταν πάλαι ποτέ ο Μέγας Ναπολέων. Δεύτερο, ήταν επίσης πιθανό να είχαν υπερεκτιμηθεί αφ’ ενός η ισχύς της Ναζιστικής Γερμανίας και αφ’ ετέρου η αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι που η αντι-σοβιετική εκστρατεία του Χίτλερ θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε μια σοβιετική νίκη με αποτέλεσμα μια πιθανή “μπολσεβικοποίηση” της ίδιας της Γερμανίας και ίσως όλης της Ευρώπης. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ο Τσώρτσιλ ήταν άκρως επικριτικός των συμφωνιών που συνήφθησαν στο Μόναχο. Ο Τσώρτσιλ φέρεται να δήλωσε ότι στο Μόναχο ο Τσάμπερλαιν έχοντας να επιλέξει μεταξύ ατιμίας και πολέμου, επέλεξε τελικά την ατιμία αλλά θα εισέπραττε επίσης και τον πόλεμο. Με το “ειρήνη στην εποχή μας” ο Τσάμπερλαιν στην πραγματικότητα πλανήθηκε οικτρά. Ούτε ένα χρόνο μετά, το 1939, η χώρα του θα εμπλεκόταν στον πόλεμο εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας, η οποία, χάρη στη σκανδαλώδη συμφωνία του Μονάχου, κατέστη ένας ακόμη πιο ισχυρός εχθρός.

Ο βρώμικος ρόλος της Πολωνίας

Ο κύριος καθοριστικός παράγοντας για την αποτυχία των διαβουλεύσεων μεταξύ του Αγγλο-Γαλλικού ντουέτου και των Σοβιέτ ήταν η σιωπηρή ανυπαρξία θέλησης για την υπογραφή μιας αντι-χιτλερικής συμφωνίας. Ένας άλλος, υποβοηθητικός, παράγοντας υπήρξε η άρνηση της Πολωνικής κυβέρνησης να επιτρέψει τη διέλευση Σοβιετικών στρατευμάτων από την Πολωνία σε περίπτωση πολέμου κατά της Γερμανίας. Αυτό το τελευταίο προσέφερε στους Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ το πρόσχημα που χρειάζονταν για να ικανοποιήσουν τη κοινή γνώμη των χωρών τους. (Ωστόσο, εφευρέθηκαν και άλλες προφάσεις, όπως λόγου χάρη η υποτιθέμενη αδυναμία του Κόκκινου Στρατού, η οποία δήθεν καθιστούσε τη Σοβιετική Ένωση έναν άχρηστο σύμμαχο.) Αναφορικά με το ρόλο που διαδραμάτισε η Πολωνική κυβέρνηση σε τούτο το δράμα, υπάρχουν διάφορες σοβαρές παρεξηγήσεις. Ας τις εξετάσουμε από κοντά.

Πρώτα και κύρια, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Πολωνία του μεσοπολέμου δεν ήταν με κανένα τρόπο μια δημοκρατική χώρα. Μετά την (ανα)γέννησή της στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ως μια κατ’ όνομα δημοκρατία, η χώρα δεν άργησε και πολύ για να κυβερνάται από το σιδερένιο χέρι ενός στρατιωτικού δικτάτορα, του στρατηγού Γιόζεφ Πιλσούντσκι, εξ ονόματος μιας υβριδικής ελίτ η οποία εκπροσωπούσε την αριστοκρατία, την Καθολική Εκκλησία και την αστική τάξη, Αυτό το μη-δημοκρατικό και αντι-δημοκρατικό καθεστώς συνέχισε να κυβερνά και μετά το θάνατο του στρατηγού το 1935, υπό την ηγεσία των “συνταγματαρχών του Πιλσούντσκι”,  στους  οποίους πρώτος μεταξύ ίσων ήταν ο Γιόζεφ Μπεκ, υπουργός των εξωτερικών. Η εξωτερική του πολιτική δεν έτρεφε συμπάθειες προς τη Γερμανία η οποία έχασε μέρος των εδαφών της προς όφελος του νέου Πολωνικού κράτους, συμπεριλαμβανομένου και ενός “διαδρόμου” ο οποίος χώριζε τη Γερμανική περιοχή της Ανατολικής Πρωσίας από το υπόλοιπο των εδαφών του Ράιχ. Υπήρχαν επίσης προστριβές με το Βερολίνο γύρω από το σημαντικό λιμάνι της Βαλτικής Γκτανσκ (Danzig), στο οποίο αναγνωρίστηκε το καθεστώς της ανεξάρτητης πόλης-κράτους από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, και το οποίο διεκδικούσαν τόσο η Πολωνία όσο και η Γερμανία.

Η στάση της Πολωνίας απέναντι στον ανατολικό της γείτονα, τη Σοβιετική Ένωση, ήταν ακόμη πιο εχθρική. Ο Πιλσούντσκι και άλλοι Πολωνοί εθνικιστές ονειρεύονταν την επανασύσταση της μεγάλης Πολωνο-Λιθουανικής αυτοκρατορίας του 17ου και 18ου αιώνα η οποία εκτεινόταν από τη Βαλτική έως την Μαύρη Θάλασσα. Και ο Πιλσούντσκι εκμεταλλεύτηκε την επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία για να αρπάξει ένα τεράστιο μέρος των εδαφών της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Πολωνικού Πολέμου του 1919-1921. Τα εδάφη αυτά που έγιναν γνωστά με το ανακριβές όνομα “Ανατολική Πολωνία”, είχαν έκταση μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων ανατολικά της περίφημης Γραμμής Κέρζον (Curzon Line) η οποία θα έπρεπε να είναι το ανατολικό σύνορο του νέου Πολωνικού κράτους, τουλάχιστο σύμφωνα με τις Δυτικές δυνάμεις οι οποίες υπήρξαν και οι νονοί της νέας Πολωνίας στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι περιοχές αυτές ήταν κατοικημένες κυρίως από Λευκορώσους και Ουκρανούς, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν η Βαρσοβία επρόκειτο να τις “πολωνοποιήσει” όσο το δυνατό περισσότερο κουβαλώντας Πολωνούς εποίκους. Οι φωτιές της Πολωνικής εχθρότητας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης φούντωναν επίσης και από το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί έβλεπαν θετικά τους κομμουνιστές και τους άλλους πληβείους που αντιμάχονταν το καθεστώς των πατρικίων μέσα στην Πολωνία. Τέλος, η Πολωνική ελίτ ήταν αντισημιτική και είχε υιοθετήσει το ιδεολόγημα περί Ιουδαιο-μπολσεβικισμού, ότι δηλαδή ο κομμουνισμός και άλλες μορφές Μαρξισμού ήταν δήθεν μέρος μιας αισχρής Εβραϊκής συνομωσίας και ότι η Σοβιετική Ένωση, ως προϊόν ενός Μπολσεβικικού και κατά συνέπεια Εβραϊκού δήθεν επαναστατικού σχεδίου, ισοδυναμούσε με το “Η Ρωσία κυβερνάται από Εβραίους”. Ωστόσο, οι σχέσεις της Πολωνίας με τους δύο ισχυρούς γείτονές της ομαλοποιήθηκαν στο μέτρο του δυνατού υπό την ηγεσία του Πιλσούντσκι με την σύναψη δύο συνθηκών μη επίθεσης, μία με τη Σοβιετική Ένωση το 1932 και άλλη με τη Γερμανία αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, δηλαδή το 1934.

Μετά το θάνατο του Πιλσούντσκι οι Πολωνοί ηγέτες εξακολούθησαν να φαντασιώνονται την εδαφική επέκταση μέχρι τα σύνορα της ημι-μυθικής Μεγάλης Πολωνίας ενός απώτερου παρελθόντος. Για την υλοποίηση αυτού του ονείρου, έμοιαζε να υπάρχουν αρκετές πιθανότητες προς ανατολάς και ειδικά στην Ουκρανία, ένα τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης που εκτεινόταν δελεαστικά μεταξύ της Πολωνίας και της Μαύρης Θάλασσας. Παρά τις διενέξεις με τη Γερμανία και την επίσημη συμμαχία με τη Γαλλία, η οποία υπολόγιζε στην Πολωνική βοήθεια σε περίπτωση σύγκρουσης με το Βερολίνο, πρώτα ο ίδιος ο Πιλσούντσκι και κατόπιν οι διάδοχοί του φλέρταραν με το ναζιστικό καθεστώς ευελπιστώντας σε μιαν από κοινού κατάκτηση Σοβιετικών εδαφών. Ο αντισημιτισμός ήταν ακόμη ένας κοινός παρονομαστής δύο καθεστώτων τα οποία εκκόλαπταν σχέδια για να απαλλαγούν από τις Εβραϊκές τους μειονότητες, παραδείγματος χάρη δια της απέλασης τους προς την Αφρική.

Η προσέγγιση της Βαρσοβίας με το Βερολίνο αντανακλούσε τη μεγαλομανία και την αφέλεια της Πολωνικής ηγεσίας, η οποία πίστευε ότι η χώρα τους ήταν μια μεγάλη δύναμη του ίδιου διαμετρήματος με τη Γερμανία, ότι ήταν μια χώρα την οποία το Βερολίνο θα σεβόταν και θα μεταχειριζόταν ως έναν κανονικό εταίρο. Οι Ναζί καλλιεργούσαν αυτή την αυταπάτη, και το έκαναν επειδή τούτο θα αποδυνάμωνε τη συμμαχία Πολωνίας-Γαλλίας. Οι Πολωνικές φιλοδοξίες προς Ανατολάς είχαν και την ενθάρρυνση του Βατικανού, το οποίο ανέμενε σημαντικά οφέλη από τις κατακτήσεις της Καθολικής Πολωνίας στην κατά κύριο λόγο Ορθόδοξη Ουκρανία, την οποία θεωρούσαν ώριμη για προσηλυτισμό στον Καθολικισμό. Είναι μέσα σε τέτοια πλαίσια που κατασκευάστηκε και ο νέος μύθος από την προπαγανδιστική μηχανή του Γκαίμπελς σε συνεργασία με την Πολωνία και το Βατικανό, δηλαδή ο μύθος περί λιμού τον οποίο επέφερε η Μόσχα στην Ουκρανία. Η κεντρική ιδέα αυτής της προπαγανδιστικής επιχείρησης ήταν να παρουσιαστεί μια μελλοντική Πολωνική και Γερμανική στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία ως ανθρωπιστική ενέργεια. Ο μύθος αυτός επέπρωτο να αναστηθεί κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και να γίνει ο γενετικός μύθος του ανεξάρτητου Ουκρανικού κράτους που αναδύθηκε από τα ερείπια της Σοβιετικής Ένωσης. (Για μια αντικειμενική άποψη για τούτο τον λιμό, παραπέμπουμε στην πληθώρα άρθρων του Αμερικανού ιστορικού Mark Tauger, ειδικού στην ιστορία της αγροτικής οικονομίας στη Σοβιετική Ένωση. Τα άρθρα αυτά έχουν κυκλοφορήσει και σε βιβλίο στα γαλλικά υπό τον τίτλο “Λιμός και αγροτικός μετασχηματισμός στην ΕΣΣΔ” (Famine et transformation agricole en URSS).

Η γνώση αυτού του ιστορικού φόντου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη στάση της Πολωνικής κυβέρνησης την περίοδο των διαβουλεύσεων προκειμένου να συσταθεί ένα κοινό αμυντικό μέτωπο εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας. Η Βαρσοβία εμπόδισε αυτές τις διαβουλεύσεις, όχι επειδή φοβόταν τη Σοβιετική Ένωση αλλά, αντίθετα, λόγω των αντι-σοβιετικών της φιλοδοξιών και της συνακόλουθης προσέγγισής της με τη χιτλερική Γερμανία. Από τούτη την άποψη, η Πολώνική ελίτ βρέθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τους Βρετανούς και Γάλλους ομολόγους της. Μπορούμε επίσης να καταλάβουμε και για ποιο λόγο, μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μονάχου, η οποία επέτρεψε στον Χίτλερ να προσαρτίσει την περιοχή της Σουδητίας, η Πολωνία κατέλαβε ως λάφυρο ένα μέρος των εδαφών της Τσεχοσλοβακίας, την πόλη Τέσχεν και τα περίχωρά της. Καταλαμβάνοντας αυτή την περιοχή της Τσεχοσλοβακίας σαν ύαινα, σύμφωνα με τα λόγια του Τσώρτσιλ, το Πολωνικό καθεστώς αποκάλυψε πλήρως τις πραγματικές του προθέσεις καθώς και τη συνενοχή του με τον Χίτλερ.

Κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας

Οι παραχωρήσεις που έγιναν από τους αρχιτέκτονες του κατευνασμού κατέστησαν τη Ναζιστική Γερμανία ισχυρότερη από ποτέ άλλοτε και ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση, τη θρασύτητα και τις απαιτήσεις του Χίτλερ. Μετά το Μόναχο, αποκαλύφθηκε ότι ήταν ακόμη πιο αχόρταγος και τον Μάρτιο του 1939 παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου προχώρησε στην κατάληψη ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας. Στη Γαλλία και στη Βρετανία, η κοινή γνώμη σοκαρίστηκε αλλά οι κυβερνώσες ελίτ δεν έκαναν τίποτα παρά μόνο να εκφράσουν την ελπίδα ότι ο “Χερ Χίτλερ” τελικά θα “λογικευόταν”, με άλλα λόγια να ξεκινήσει τον πόλεμό του κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Χίτλερ πάντοτε σκόπευε να πράξει κάτι τέτοιο αλλά, προτού ικανοποιήσει τους Βρετανούς και Γάλλους κατευναστές, ήθελε να αποσπάσει ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις απ’ αυτούς. Στο κάτω κάτω φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσαν να του αρνηθούν. Επί πλέον, έχοντας κάνει τη Γερμανία τόσο ισχυρή με τις προηγούμενες παραχωρήσεις τους, ήταν άραγε σε θέση να του αρνηθούν την υποθετικά τελευταία μικρή χάρη που θα ζητούσε; Αυτή η τελευταία μικρή χάρη αφορούσε την Πολωνία.

Προς τα τέλη του 1939, ο Χίτλερ αίφνης απαίτησε να έχει το Γκτανσκ καθώς και μερικά Πολωνικά εδάφη μεταξύ της Ανατολικής Πρωσίας και της υπόλοιπης Γερμανίας. Στο Λονδίνο, ο Τσάμπερλαιν και οι αρχι-κατευναστές σύντροφοί του στην πραγματικότητα έγερναν προς μια νέα υποχώρηση πάλι, αλλά η αντίδραση εκ μέρους του Τύπου και της Βουλής των Κοινοτήτων αποδείχτηκε πολύ ισχυρή για να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Τότε ο Τσάμπερλαιν εντελώς ξαφνικά άλλαξε πορεία και στις 31 Μαρτίου επίσημα – αλλά εντελώς εξωπραγματικά, κατά τη γνώμη του Τσώρτσιλ – υποσχέθηκε στη Βαρσοβία στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση Γερμανικής επίθεσης εναντίον της Πολωνίας. Τον Απρίλιο του 1939, όταν οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης αποκάλυπταν αυτό που γνώριζαν ήδη οι πάντες, ότι δηλαδή σχεδόν το ενήντα τοις εκατόν του Βρετανικού πληθυσμού τασσόταν υπέρ μιας αντι-χιτλερικής συμμαχίας με τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση, ο Τσάμπερλαιν αναγκάστηκε να επιδείξει επίσημα ενδιαφέρον για τη Σοβιετική πρόταση για συνομιλίες σχετικά με μια “συλλογική ασφάλεια” απέναντι στη Ναζιστική απειλή.

Στην πραγματικότητα, οι οπαδοί της πολιτικής του κατευνασμού εξακολουθούσαν να μην ενδιαφέρονται για τη Σοβιετική πρόταση και επινοούσαν ένα σωρό προσχήματα προκειμένου να αποφύγουν τη σύναψη συμφωνίας με μια χώρα την οποία απεχθάνονταν και εναντίον μιας άλλης την οποία κρυφίως συμπαθούσαν. Μόνο τον Ιούλιο του 1939 διακήρηξαν ότι ήσαν έτοιμοι να αρχίσουν στρατιωτικές διαβουλεύσεις, και, ακόμη, μόνο στις αρχές Αυγούστου μια Γαλλο-Βρετανική αντιπροσωπεία εστάλη στο Λένινγραντ προς τον σκοπό αυτό. Σε καταφανή αντίθεση με την ταχύτητα με την οποία, ένα χρόνο πριν, ο ίδιος ο Τσάμπερλαιν (συνοδευόμενος από τον Γάλλο ομόλογό του Νταλαντιέ) κατέφτασε με αεροπλάνο στο Μόναχο, αυτή τη φορά μια ομάδα άγνωστων υφισταμένων στάλθηκαν στη Σοβιετική Ένωση με ένα αργό φορτηγό πλοίο. Ακόμη, όταν και αφού πέρασαν από το Λένινγραντ έφτασαν τελικά στη Μόσχα στις 11 Αυγούστου, αποδείχτηκε ότι δεν διέθεταν τα απαραίτητα διαπιστευτήρια ή την αναγκαία εξουσιοδότηση για τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις. Αλλά αυτή τη φορά οι Σοβιετικοί μπούχτισαν για τα καλά και ο οποιοσδήποτε καταλαβαίνει γιατί αυτοί οι τελευταίοι διέκοψαν τις συνομιλίες.

Στο μεταξύ, το Βερολίνο άρχισε διακρτικά να προσεγγίζει τη Μόσχα. Για ποιο λόγο; Ο Χίτλερ αισθάνθηκε προδομένος από το Λονδίνο και το Παρίσι, οι οποίες πρωτεύουσες είχαν προηγουμένως προβεί σ’ ένα σωρό παραχωρήσεις αλλά τώρα του αρνήθηκαν το μικρό κομμάτι του Γκτανσκ και συμπαρατάχθηκαν με την Πολωνία, και έτσι αντιμετώπιζε την προοπτική ενός πολέμου με την Πολωνία (η οποία είχε αρνηθεί να του παραδώσει το Γκτανσκ) και με το Γαλλο-Βρετανικό ντουέτο. Για να μπορέσει να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, ο Γερμανός δικτάτορας είχε ανάγκη όπως η Σοβιετική Ένωση παραμείνει ουδέτερη, και προς τούτο ήταν διατεθειμένος να πληρώσει υψηλό τίμημα. Από τη σκοπιά της Μόσχας, το άνοιγμα που έκανε το Βερολίνο ήταν καταφανώς αντίθετο με τη στάση των Δυτικών κατευναστών οι οποίοι απαιτούσαν όπως οι Σοβιετικοί δώσουν δεσμευτικές υποσχέσεις για βοήθεια αλλά χωρίς να να προσφέρουν κάποιο σημαντικό αντιστάθμισμα. Αυτό που είχε ξεκινήσει μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης τον Μάιο ως άτυπες διαβουλεύσεις μέσα στα πλαίσια ασήμαντων εμπορικών συνομιλιών και για τις οποίες οι Σοβιετικοί δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον, σταδιακά πήρε τη μορφή σοβαρού διαλόγου μεταξύ των πρεσβευτών των δύο χωρών ακόμη και των υπουργών εξωτερικών, δηλαδή του Γιόακιμ Φον Ρίμπεντροπ και του Βιατσεσλάβ Μολότοφ – μια και ο τελευταίος είχε αντικαταστήσει πλέον τον Λιτβίνοφ.

Ένας παράγοντας που διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο αλλά που δεν πρέπει να υποτιμάται καθόλου, ήταν το γεγονός ότι την Άνοιξη του 1939, Ιαπωνικά στρατεύματα που βρίσκονταν ως κατοχική δύναμη στη Βορειοανατολική Κίνα είχαν εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση στην Άπω Ανατολή. Βεβαίως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς οι Γιαπωνέζοι μιλιταριστές θα γνώριζαν την ήττα και θα αποχωρούσαν, αλλά τούτη η Ιαπωνική απειλή έφερνε τη Μόσχα μπροστά στο ενδεχόμενο να αναγκαστεί να διεξάγει ένα πόλεμο σε δύο μέτωπα, εκτός και εάν μπορούσε να εξευρεθεί κάποιος τρόπος για να εξαλειφθεί η απειλή που προερχόταν από τη Ναζιστική Γερμανία. Στη Μόσχα προσφερόταν ένας τρόπος προκειμένου να αδρανοποιήσει αυτή την απειλή μέσω του ανοίγματος που επιχειρούσε το Βερολίνο και που αντανακλούσε τη δική της επιθυμία να αποφύγει ένα πόλεμο σε δύο μέτωπα.

(Συνεχίζεται)

Απόδοση από τα αγγλικά Ανδρέας Νεοφυτίδης