Ο Αετός και ο Δράκος

 

Του Bruno GUIGUE*

 

bruno-guigue-1-365x365Ο παροξυσμός της αντικινεζικής προπαγάνδας στις Ηνωμένες Πολιτείες ανάγκασε τον Κινέζο υπουργό εξωτερικών να καταγγείλει “ορισμένες αμερικανικές πολιτικές δυνάμεις που κρατούν σε ομηρία τις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών και ωθούν τις δύο χώρες μας στο χείλος ενός νέου Ψυχρού Πολέμου”. Πρόκειται για ασυνήθιστη παρέκβαση που επισυμβαίνει ελάχιστο χρόνο μετά τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ στις οποίες κατηγορεί την Κίνα ότι προέβει σε μια “μαζική σφαγή” αφήνοντας, δήθεν, να διαθοθεί ο κορονοϊός (Covid-19). Η ανταλλαγή κατηγοριών μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον δεν είναι βέβαια κάτι το καινούριο, αλλά ο σημασιολογικός νεωτερισμός της κινεζικής αντίδρασης δεν είναι καθόλου ανώδυνος. Ξεπερνώντας ένα νέο συμβολικό εμπόδιο, αυτή η λεκτική αντιπαράθεση βρίσκεται, στην παραγματικότητα, στο σημείο όπου συναντώνται δύο αντίθετες τάσεις.

Η πρώτη από αυτές τις δύο τάσεις είναι η ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση της προεδρίας Τραμπ. Αφού εξελέγη προκειμένου να ανορθώσει την οικονομία αντιστρέφοντας την τάση της αποβιομηχανοποίησης, ο ένοικος του Λευκού Οίκου γνωρίζει ότι ο απολογισμός τον οποίο πρόκειται να παρουσιάσει ενώπιον του αμερικανικού εκλογικού σώματος τον προσεχή Νοέμβριο δεν είναι και τόσο θετικός. Το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα μπορεί να μειώθηκε το 2019 αλλά αυτό έγινε αφού γνώρισε μια σημαντική αύξηση το 2017 και το 2018. Με την οικονομική ύφεση, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φτάσει σε πρωτόγνωρα ύψη. Η καταστροφική διαχείρηση της πανδημίας του κορονοϊού και οι σχεδόν 100 000 νεκροί θα καταγραφούν στο παθητικό της σημερινής κυβέρνησης. Εν ολίγοις, ο Τραμπ είναι με την πλάτη στον τοίχο, και χρειάζεται οπωσδήποτε να ανατρέξει σε ένα κόλπο παλιό όσο και η πολιτική: την υπόδειξη ενός εξιλαστήριου θύματος.

Για τον ρόλο αυτό προσφέρεται, παρά τη θέλησή του, το Πεκίνο. Ούτως ή άλλως, ο ιός υποτίθεται ότι προήλθε από την Κίνα (παρόλο που και αυτό όσο πάει γίνεται λιγότερο σίγουρο), αρκεί δε κάποιος να τον ονομάσει “ιό της Κίνας” για να ενσταλάξει στην κοινή γνώμη την παράλογη ιδέα ότι η Κίνα είναι ένοχη. Κανείς ωστόσο δεν θα σκεφτόταν να προβεί σε ένα τέτοιο αμάλγαμα όταν ξέσπασαν οι προηγούμενες κρίσεις (Aids, Sras, Ebola,  H1-N1, τρελλές αγελάδες κλπ.) αλλά οι ΗΠΑ είναι κατ’ ουσίαν η χώρα όπου τίποτα δεν είναι αδύνατο. Αφού μίλησε για όλα και για τα αντίθετά τους, αφού συνεχάρη την Κίνα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) πριν τους στιγματίσει, αφού περιγέλασε τα προστατευτικά μέτρα και κάλεσε τους πολέμιους των περιορισμών στο σπίτι να διαδηλώνουν με το όπλο στο χέρι, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέληξε να απαιτεί… αποζημιώσεις από το Πεκίνο για την αντιμετώπιση των καταστρεπτικών συνεπειών της δικής του αμέλειας, ακόμη και αδιαφορίας για την τύχη των θυμάτων, κάτι που είναι πολύ σοβαρότερο.

Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να το θυμόμαστε αυτό, είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που ανοιχτά υποστήριξαν ότι προέχει η  οικονομική ανάπτυξη έναντι της προστασίας της δημόσιας υγείας. Όταν ο βοηθός κυβερνήτης του Τέξας δήλωνε ότι οι ηλικιωμένοι πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό της οικονομίας, αποκάλυπτε τη μύχια σκέψη μιας ολιγαρχίας που καταπνίγει κάθε ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και κάθε ανθρώπινη ευαισθησία “στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού”, όπως έλεγε ο Μαρξ. Μια βαθειά περιφρόνηση για τους αδύναμους, ένας νεοφιλελεύθερος ευγονισμός του οποίου το αποτέλεσμα βλέπουμε σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η εκατόμβη που κτυπά τους πιο ηλικιωμένους Αφρο-Αμερικανούς λέει πολλά για μια κοινωνία που έχει σαπίσει. Το γεγονός ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής υποχωρεί και το ότι τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη, δεν έχει καθόλου σημασία… Για την Ουάσιγκτον η αιτία είναι δεδομένη: φταίνε αυτοί οι κινέζοι κομμουνιστές οι οποίοι έχουν πάντοτε το ψέμα στα χείλη, ενώ οι ΗΠΑ είναι μια χώρα της οποίας οι ηγέτες, που τους διαπνέει η ακλόνητη πίστη στη δημοκρατία… λένε πάντα την αλήθεια στο λαουτζίκο!!

‘Ετσι, αυτή η ριζοσπαστικοποίηση ενός Ντόναλντ Τραμπ σε κατάσταση προεκλογικής υστερίας, έρχεται να κτυπήσει την εν δυνάμει άνοδο μιας Κίνας η οποία όμως καθόλου δεν προτίθεται να στρέψει και την αριστερά παρειά. Η χώρα αυτή είχε, εδώ και πολύ καιρό, υιοθετήσει στη διεθνή σκηνή ένα χαμηλό προφίλ το οποίο ανταποκρινόταν στη στροφή της οικονομικής της πολιτικής: έπρεπε να προσελκύσει στη χώρα τα κεφάλαια και τις τεχνολογίες που της έλειπαν. Η Κίνα λοιπόν είχε επιλέξει να απέχει, τρόπον τινά, από την διεθνή πολιτική για να αφιερωθεί στη δική της ανάπτυξη. Έπαιξε το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης των ανταλλαγών αποκηρύσσοντας κάθε είδους πρωτοβουλία ικανής να εκνευρίσει τη Δύση. Αλλά αυτή η εποχή παρήλθε ανεπιστρεπτί. Από το 2014, η Κίνα είναι η πρώτη παγκόσμια οικονομική δύναμη, εάν υπολογιστεί το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity). Έχει συσσωρεύσει κεφάλαιο, το ύψος του οποίου είναι ανυπολόγιστο, έχει επιτύχει άθλους στον τομέα της καινοτομίας, έχει κατασκευάσει κολοσσιαίους οικονομικούς εξοπλισμούς και υποδομές και έχει συνάψει πολυεπίπεδες εταιρικές σχέσεις σχεδόν παντού.

Δεν υπάρχει απολύτως κανένα παράδειγμα στην ιστορία στο οποίο μια τέτοια ανάπτυξη των υλικών δυνατοτήτων μιας χώρας να μην μεταγγίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη σφαίρα της γεωπολιτικής. Αυτή είναι η περίπτωση σήμερα της “Μέσης Χώρας”. Αυτή η “αυτοκρατορία” ΧΩΡΙΣ ιμπεριαλισμό δεν διεξάγει κανένα πόλεμο εδώ και σαράντα χρόνια, δεν επιβάλλει κανένα εμπάργκο σε κανένα και δεν χρηματοδοτεί καμμία τρομοκρατική-ανατρεπτική οργάνωση σε καμμία χώρα του κόσμου. Η ιερή και απαραβίαστη αρχή της εξωτερικής της πολιτικής θεμελιώνεται σε δύο λέξεις: σεβασμός της εθνικής κυριαρχίας. Η Κίνα δεν επιτρέπει στον εαυτό της να αναμειγνύεται στις υποθέσεις των άλλων και δεν ανέχεται απολύτως καμμία ξένη επέμβαση στις δικές της. Κάθε παρείσδυση στις εσωτερικές της υποθέσεις, στο Χονγκ Κονγκ ή στην επαρχία Ξινγιάνγκ, θα καταπολεμηθεί χωρίς καμμία επιφύλαξη. Από την άλλη, η Κίνα επιθυμεί επίσης να σέβεται τις δεσμεύσεις της απέναντι στους συμμάχους της: όταν η Ουάσιγκτον απαγορεύει, με τα εμπάργκο της, την αποστολή φαρμάκων για τα παιδιά της Βενεζουέλας, η Κίνα αποστέλλει αμέσως δεκάδες τόνους στο Καράκας. Ο κόσμος έχει αρχίσει ήδη να αντιλαμβάνεται πλήρως τί είναι και τί αξίζει η Δυτική διπλωματία των λεγόμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και η διπλωματία της Κίνας αντέχει πολύ καλά την όποια σύγκριση…

Αυτό που κάνει την εποχή μας να είναι όντως συναρπαστική είναι το γεγονός ότι αυτή γίνεται μάρτυρας της επικίνδυνης διασταύρωσης της παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών, αφ’ ενός, και της καταπληκτικής κινεζικής προόδου και ανόδου, αφ’ ετέρου. Έχουμε εισέλθει σε μια ζώνη αναστάτωσης και αστάθειας από την οποία υπάρχουν δύο τρόποι εξόδου. Ο ένας είναι η επιδείνωση των εντάσεων, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την επανέναρξη της κούρσας των εξοπλισμών. Αυτή είναι η στρατηγική του Τραμπ, και όλοι εκείνοι που τον θεωρούν αντίπαλο του “βαθέως Κράτους” ξεχνούν ότι κανένας πρόεδρος δεν έχει υπηρετήσει καλύτερα το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ. Αυτή όμως η στρατικοποίηση των διεθνών σχέσεων δεν οδηγεί πουθενά. Ο πόλεμος με την Κίνα δεν θα γίνει, επειδή αυτός θα σήμαινε την αμοιβαία καταστροφή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγουν πολέμους κατά προτίμηση εναντίον πιο ανίσχυρων από τις ίδιες χωρών, αλλά ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκουν τον τρόπο να τους χάνουν!! Ούτε και στην ειρήνη θα οδηγήσει αυτή η στρατηγική, για τον απλούστατο λόγο ότι η στρατικοποίηση συντελείται πάντοτε εις βάρος της ανάπτυξης κι αυτό είναι εκείνο που ενδεχομένως θα τροφοδοτήσει τις συγκρούσεις του μέλλοντος.

Ο άλλος τρόπος εξόδου από τη σημερινή αντιπαράθεση είναι να αφεθεί ο χρόνος να εργάζεται υπέρ του. Αυτή θα είναι βεβαίως η κινεζική στρατηγική. Ούτως ή άλλως, τα μπουλντόκ της Ουάσιγκτον μπορούν κάλλιστα να γαυγίζουν για όσο καιρό τους αρέσει. Η ουσία είναι η κίνηση που συντελείται σε βάθος, μακριά από τις επιφανειακές αναταραχές στις οποίες αρέσκονται οι αστικές δημοκρατίες, μακριά από αυτή την πολιτική-θέαμα για την οποία ξετρελαίνονται. Ενώ οι Δυτικοί αλλοτριώνονται βραχυπρόθεσμα, οι Κινέζοι υπερέχουν εντυπωσιακά στη διαχείρηση του βαθέως χρόνου. Η στρατηγική τους θα στοχεύσει πριν απ’ όλα την αποφυγή μιας σύγκρουσης υψηλής έντασης. Δεν θα παρεμποδίσει την έκφραση διαφωνιών αλλά θα αναχαιτίσει τον εκφυλισμό τους σε μια ένοπλη σύγκρουση. Γιατί να επισπεύδονται τα πράγματα, όταν η εξέλιξη του κόσμου κατατρώει τα προνόμια μιας φθίνουσας, παρακμάζουσας αυτοκρατορίας; Αυτή η στρατηγική της ωρίμανσης επενδύει στις “σιωπηρές μεταλλάξεις”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του φιλόσοφου François Jullien. Αφήνει να έρθει αργά αντί να επιδιώξει την απόκτηση κάποιου άμεσου πλεονεκτήματος. Γνωρίζοντας ότι οι ανατροπές στον κόσμο είναι αναπότρεπτες, η Κίνα θα καταγράφει τις νευρικές κρίσεις των Ηνωμένων Πολιτειών που πήραν τον κατήφορο και θα περιμένει. Πρόκειται για την ανεξάντλητη υπομονή του Δράκου απέναντι στη μάταιη ορμητικότητα του Αετού.

(Παρίσι, 3 Ιουνίου 2020 )

* Ο  Bruno Guigue είναι γάλλος φιλόσοφος, πτυχιούχος της περίφημης École normale supérieure (rue d’Ulm) και της Εθνικής Σχολής Διοίκησης του Παρισιού. Δοκιμιογράφος και συγγραφέας πέντε βιβλίων και πολλών άρθρων πάνω σε διεθνή θέματα, την πολιτική επικαιρότητα, την πολιτική φιλοσοφία κλπ. συνεργάζεται με μεγάλο αριθμό αντισυστημικών, προοδευτικών ιστολογίων, γαλλικών και ευρωπαϊκών. 

Απόδοση: Α.Ν.