O Φουκουγιάμα για τη σημασία της ταυτότητας και το Κυπριακό

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Unknown-7Σε ομιλία του στη Λευκωσία στις 30 Ιανουαρίου 2020 για το νέο διεθνές περιβάλλον και τις αναδυόμενες τάσεις ο γνωστός Καθηγητής Φράνσις Φουκουγιάμα υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, την αναβαθμισμένη σημασία της ταυτότητας στα πολιτικά δρώμενα.  Σημείωσε ότι ενώ οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες θα εξακολουθήσουν να έχουν ένα σημαντικό ρόλο στο ευρύτερο πολιτικό γίγνεσθαι και στον τρόπο που προσδιορίζονται η Δεξιά και η Αριστερά, η έννοια της ταυτότητας έχει αποκτήσει ένα ιδιαίτερο ρόλο.

Η ειδοποιός διαφορά για τους πολίτες στη σύγχρονη εποχή, σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, είναι ότι η ταυτότητα και τα θέματα που σχετίζονται με αυτή φαίνεται να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα στον προσδιορισμό των τοποθετήσεών τους. Μια βαθύτερη ανάλυση των δεδομένων αυτών μπορεί να επεξηγήσει και την εκλογή του Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2016, καθώς και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Σημειώνεται συναφώς ότι μια συγκριτική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών των ψηφοφόρων που ψήφισαν Τραμπ στις ΗΠΑ και Brexit στη Βρετανία παραπέμπει σε σοβαρές ομοιότητες. Μεταξύ άλλων, οι αγροτικές περιοχές και στις δύο χώρες ψήφισαν υπέρ του Τραμπ και του Brexit αντίστοιχα.  Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι την ίδια επιλογή έκαναν πολίτες από την εργατική τάξη όλων των ηλικιών, οι οποίοι είχαν απωλέσει την εργασία τους ή υπήρχε φόβος για μια τέτοια εξέλιξη.

Συναφής με όλα αυτά τα δεδομένα είναι και η ανησυχία που υφίσταται σήμερα σε πολλές δυτικές κοινωνίες εξ αιτίας των μεταναστευτικών ρευμάτων.  Η ξενοφοβία, ανέφερε ο Φουκουγιάμα, ενισχύει τα ακροδεξιά κόμματα και κινήματα.  Παράλληλα σημείωσε ότι ακόμα και η πλειοψηφία των πολιτών που δεν διακατέχονται από ξενοφοβία επιθυμούν τη ρύθμιση του μεταναστευτικού ζητήματος, με μια ολοκληρωμένη πολιτική.  Και στον βαθμό που η Αριστερά δεν πείθει για την πολιτική της στον τομέα αυτό ή δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία, οι πολίτες επιλέγουν δεξιά/συντηρητικά κόμματα.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δημογραφικές τάσεις στις ΗΠΑ, παλαιότερες μελέτες προέβλεπαν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα θα κυριαρχούσε.  Είναι τα ζητήματα αυτά, μεταξύ άλλων, που έστρεψαν στον Τραμπ και στο Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων άτομα της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ που παραδοσιακά ταυτίζονταν με το Δημοκρατικό Κόμμα.  Με το ίδιο σκεπτικό υπήρξε στροφή από αντίστοιχα στρώματα προς την επιλογή του Brexit στη Βρετανία.  Αλλά και στη Γαλλία, παρατήρησε ο Φουκουγιάμα, πολλοί πολίτες που παραδοσιακά ήταν ταγμένοι με τους Σοσιαλιστές προέκριναν κατά τα τελευταία χρόνια τη Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο.  Οι τάσεις αυτές, σημειώνει ο Φουκουγιάμα, δεν είναι μεμονωμένες.  Αφορούν τις πλείστες κοινωνίες του δυτικού κόσμου.

Σε σχέση με την Κύπρο ο Φουκουγιάμα, αφού σημείωσε ότι δεν είναι βαθύς γνώστης του προβλήματος, ανάφερε ότι μέχρι σήμερα κυριαρχεί η προσήλωση στους στόχους της κάθε κοινότητας και των μητέρων πατρίδων.  Πάνω απ’ όλα υπογράμμισε ότι για την αποκατάσταση της ενότητας της χώρας η σφυρηλάτηση κοινών στόχων που υπερβαίνουν τον εθνοκοινοτισμό προβάλλει ως απαραίτητη, αν και όχι επαρκής, προϋπόθεση.  Θεωρώ την τοποθέτηση Φουκουγιάμα ως μια αυτονόητη αναγκαιότητα.  Και όμως μετά το 1974 οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού περιστρέφονται γύρω από ένα ομοσπονδιακό μοντέλο συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) το οποίο στηρίζεται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες.  Έχω κατ’ επανάληψιν καταθέσει τη θέση ότι η πολιτική αυτή έχει κριθεί εκ του αποτελέσματος.

Ακόμα και αν υπάρξει διευθέτηση πάνω σε μια τέτοια βάση το μέλλον θα είναι αμφίβολον. Υπενθυμίζεται ότι το Σύνταγμα Ζυρίχης-Λονδίνου, το οποίο στηριζόταν σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες κατέρρευσε σύντομα.  Η ουσιαστική εξέλιξη ήταν όταν περί τα τέλη του 1967 ο Πρόεδρος Μακάριος στράφηκε προς την επιλογή του εφικτού προσπαθώντας να προωθήσει την οριστική διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση ενός ενιαίου κράτους με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης σε θέματα χαμηλής πολιτικής. Δυστυχώς όμως η προοπτική αυτή, η οποία θα αποτελούσε μια δίκαιη διευθέτηση, δεν ολοκληρώθηκε για διάφορους λόγους.

Στην πορεία του χρόνου μετά την τουρκική εισβολή, η Άγκυρα επέβαλε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως το μοντέλο επίλυσης του Κυπριακού.  Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά.  Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, εάν στόχος είναι μια λύση που πραγματικά να αποκαθιστά και να διασφαλίζει την ενότητα της Κύπρου, τότε η υφιστάμενη βάση των συνομιλιών θα πρέπει τουλάχιστον να εμβολιασθεί με στοιχεία που προέρχονται από το ενοποιητικό (integrationalist) ομοσπονδιακό μοντέλο.  Είναι κατανοητές οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος.  Όμως η διαιώνιση των συνομιλιών σε λανθασμένους πυλώνες δεν εξυπηρετεί τον στόχο μιας πραγματικά ενοποιημένης Κύπρου.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.