Παρουσίαση ενός βιβλίου που θα συζητηθεί

 

«Έχω 33 στιγμές να ζήσω»,  του Πάνου Βασιλείου

 

Οι Εκδόσεις Αρμίδα παρουσιάζουν το μυθιστόρημα του Πάνου Βασιλείου, “Έχω 33 στιγμές να ζήσω”.

Ένα ανατρεπτικό κι εξωφρενικό βιβλίο, που ακροβατεί µεταξύ λογικού και παράλογου, παράδοξου και συνηθισµένου, θανάτου και µη θανάτου, έρωτα και µίσους.PanosVasiliou

Μέσα από την τρέλα και το θράσος του παρουσιάζει τον παραλογισµό της σηµερινής κοινωνίας, γεννά προβληµατισµούς και ξυπνά στον αναγνώστη κοιµισµένα υπαρξιακά ερωτήµατα την ίδια ώρα που τον παρασέρνει σε ένα κοχλιακό ταξίδι ξεκινώνταςστο όριο της κοινωνίας και φτάνει στα κατάβαθα του εαυτού.

Ο Θάνος είναι µια ιδιαίτερη περίπτωση: ευφυής, εγωκεντρικός, υτοκαταστροφικός, µισογύνης, αλκοολικός, θυµωµένος µε τον κόσµο ολόκληρο, φιλοθάνατος, ένας ψυχολόγος που προσπαθεί να βοηθήσει άλλους να βρουν το νόηµα και τον εαυτό τους την ίδια ώρα που παραλύει και παραληρεί µπροστά στο δικό του εσωτερικό χάος.

 

Ο Θάνος είναι µια ιδιαίτερα ιδιαίτερη περίπτωση: πάσχει από δύο ανίατες ασθένειες.

 Ο Θάνος είναι µια µοναδικά ιδιαίτερα ιδιαίτερη περίπτωση: είναι ο πρώτος αθάνατος.

Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019, μεταξύ 20:00-21:00 στο ΤΕ.ΠΑ.Κ., Αμφιθέατρο 1, κτίριο Τάσσος Παπαδόπουλος, Λεμεσό.

978-9963-255-95-5_COVERΓια το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Παντελής Παντελή (κλινικός ψυχολόγος, ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής) και Πάνος Αγαπητός (ιστορικός, εκπαιδευτής ενηλίκων, μέλος κυπριακής σημειωτικής εταιρίας) ενώ αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Έλενα Χειλέτη.

Θα ακολουθήσει δεξίωση.

H είσοδος θα είναι ελεύθερη.

Παραθέτουμε πιο κάτω μερικά αποσπάσματα απο το βιβλίο.

 

Απόσπασμα  1

 

Στους μικρούς τσίγκινους οικισμούς που περνούσαμε, βλέπαμε μαγαζάκια φτιαγμένα επίσης από τσίγκο και ξύλα, βαμμένα στο χρώμα των πολυεθνικών που πλήρωσαν την μπογιά και βαφτισμένα με το έμβλημά τους, εμβλήματα που γνώριζα, σαν όλα τα παιδιά της εποχής της διαφήμισης και της παγκοσμιοποίησης, πολυεθνικές εταιρείες τηλεφώνων, αναψυκτικών, καυσίμων και ούτω καθεξής.

Ακολουθούσαν πάντα τα μαγαζιά που πωλούσαν φαγητό, πάγκοι με κρέας και σμήνη από μύγες, μπασμένα λαχανικά, φωνακλάδες πωλητές και πελάτες. Στις στάσεις των λεωφορείων άνθρωποι συνωστίζονταν περιμένοντας.

Πλησιάζοντας στο Καντζάτο οι εικόνες άλλαξαν, γέμισαν με παράξενους ψιλόλιγνους πολεμιστές Μασσάι, στο μαύρο της σοκολάτας, με μάτια μεγάλα σαν βρεφικά, με περίεργες κόκκινες στολές και αφτιά τρυπημένα με καλάμια. Η σκόνη, οι αέρηδες, ο ήλιος, οι παράξενοι άνθρωποι και τα παράξενα δέντρα, που αντί για φύλλωμα είχαν αγκάθια, τα περίεργα φρούτα με τις περίεργες ονομασίες, οι πανύψηλες τερμιτοφωλιές που υψώνονταν σαν κάστρα σκίζοντας τον ορίζοντα, η απέραντη πεδιάδα που απλωνόταν ώσπου έφτανε το μάτι, όλα αυτά και άλλα τόσα, έδιναν στο τοπίο μια απόκοσμη, άγρια ομορφιά.

 

Απόσπασμα  2

 

«Είναι τρελοί αυτοί οι Κενυάτες!» σκέφτηκα, δανειζόμενος μια φράση του Αστερίξ. Τα ματτάτου ήταν μικρά ιδιωτικά λεωφορεία που έπαιζαν τον ρόλο των ταξί. Υπήρχαν χιλιά­δες παρόμοια. Ήταν παντού. Είχαν όλα τα ίδια τρελά χαρακτηριστικά: βαμμένα σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και με τη μουσική στη διαπασών. Τα χαϊμαλιά και τα θρησκευτικά σύμβολα που κρέμονταν από τον καθρέφτη ήταν το σήμα κατατεθέν του κάθε οδηγού.

Οι επιβαίνοντες, σφηνωμένοι ο ένας δίπλα από τον άλλο, μυρίζανε ιδρωτίλα και χνώτα. Ο οδηγός ούρλιαζε και κόρναρε συνεχώς, προσπαθώντας να κυβερνήσει το όχημά του σε μια θάλασσα από παρόμοια οχήματα και με ένα οδικό σύστημα και κανόνες κυκλοφορίας που, αν πράγματι υπήρχαν, κανείς δεν ακολουθούσε. Ο συνοδηγός πεταγόταν έξω από το εν κινήσει όχημα κάθε τρεις και λίγο,προκαλώντας μου κάθε φορά άγχος κι αγωνία ότι θα πέσει να σκοτωθεί. Αφορμές για τις εν κινήσει εξορμήσεις του ήταν πολλές: για να μιλήσει με τους διπλανούς συνοδηγούς και οδηγούς ματτάτου, για να φέρει κάτι να πιουν εκείνος και ο οδηγός, για να πειράξει ένα κορίτσι στον δρόμο, και ούτω καθεξής.

 

Απόσπασμα 3

 

Το μεγαλύτερο υπερθέαμα του κόσμου είναι και θα παραμείνει για πάντα ο νυχτερινός ανεμπόδιστος από τα φώτα του πολιτισμού ουρανός. Το μόνο θαύμα που μπορεί ο καθένας μας να παρακολουθήσει κάθε βράδυ. Αυτά σκεφτόμουν και έγραφα στο ημερολόγιό μου όταν άκουσα χαλίκια να πατιούνται. Είδα τη Ζωή να εμφανίζεται κάτω από το φως των αστεριών. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Δεν μιλούσε. Την ένιωσα που βίωνε, σαν κι εμένα, παράξενα συναισθήματα. Δυο άνθρωποι από την Κύπρο στη μέση της Μαύρης Ηπείρου και συνάμα κάτω από τα άστρα, τόσο μακριά και τόσο κοντά στον γνωστό μας χώρο.

«Φτάσαμε», είπα σπάζοντας τη σιωπή.

«Ναι. Φτάσαμε τελικά», μου απάντησε.

Ακολούθησε μια ακόμη σιωπή προτού μου πει τα ευχάριστα.

«Το αποχωρητήριο είναι μια παράγκα στη μέση της αλάνας. Δεν έχει νερό. Ούτε κάθισμα. Είναι απλά μια τρύπα που χάσκει πάνω από το βόθρο. Εκεί αφοδεύουν οι διακόσιοι τόσοι ένοικοι του Κέντρου».

«Ωραία… Τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να χέζουμε στην ύπαιθρο», μονολόγησα μετρώντας τα άστρα.

Η Ζωή έσκασε στα γέλια κι εγώ την ακολούθησα.

 

Απόσπασμα  4

 

Στο σπίτι έμεναν ο άντρας της, τα τρία τους παιδιά, τα δυο ξαδέλφια που φιλοξενούσε και μια οικιακή βοηθός. Η οικιακή βοηθός προερχόταν από μια άλλη φυλή που ήταν «καλή στα οικιακά», όπως μας εξήγησαν με τόση πειθώ, που κόντεψα να πιστέψω ότι ο Θεός μέσα στη σοφία της δημιουργίας, ή η φύση μέσα από τις διαδικασίες της φυσικής επιλογής, είχε προνοήσει τη φυλή των οικιακών βοηθών.

Μας έδωσαν ένα δωμάτιο για να κοιμηθούμε και μας συμβούλεψαν να κάνουμε χρήση της τουαλέτας. Φαίνονταν περήφανοι που είχαν μια ευρωπαϊκή τουαλέτα, ακόμη κι αν χρειαζόταν να μένουν πίσω από έναν ηλεκτρικό φράκτη για να την προστατέψουν.

 

Απόσπασμα  5

 

Από το αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι μας παρέλαβε μια από τις υπεύθυνες του Δ.Τ.Ε., που ήταν συντομογραφία για το «Διεθνές Τάγμα Εθελοντών». Έτσι ονομαζόταν ο οργανισμός με τον οποίο είχαμε επικοινωνήσει για να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας, έτσι έγραφε και στο ταμπελάκι που είχε καρφιτσώσει στο πουκάμισό της.

Ήταν μια παχουλή και μυώδης γυναίκα, με όμορφες καμπύλες και πονηρό χαμόγελο· Νιόβη την έλεγαν. Την έκοβα γύρω στα σαράντα. Δεν ήμουν και σίγουρος, μου ήταν πάντα πολύ δύσκολο να υπολογίσω την ηλικία των μαύρων ανθρώπων. Φαινόταν υγιέστατη. Σίγουρα ανήκε στο τυχερό ενενήντα τοις εκατό του πληθυσμού.

Φορτώσαμε τις αποσκευές μας στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Η νυχτερινή διαδρομή μου προκάλεσε ταραχή. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, τα κτήρια φτωχά και παραμελημένα, ο φωτισμός ελάχιστος, εδώ κι εκεί έβλεπες φωτιές αναμμένες μέσα σε βαρέλια γεμάτα με καύσιμη ύλη, ίσως για να προσφέρουν ζεστασιά, ίσως για φωτισμό, ίσως να λειτουργούσαν ως ψησταριές, ίσως και όλα τα προηγούμενα μαζί. Γύρω από τα βαρέλια ήταν μαζεμένος κόσμος, οι σκιές τους κάτω από τις φλόγες μού φαίνονταν τρομακτικές και μου θύμιζαν ένα παιχνίδι με ζόμπι που έπαιζα κάποτε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μέσα μου επικράτησε μια αίσθηση κινδύνου.

 

Απόσπασμα 6

Ο δρόμος ήταν κατατρυπημένος, κατασκευαζόταν ακόμη, κι ένα σωρό ιδρωμένοι εργάτες καθάριζαν, έσπαζαν, ξανάφτιαχναν.Λογιών-λογιών οχήματα σχημάτιζαν το πιο παράξενο κυκλοφοριακό κομφούζιο που είδα στη ζωή μου: ποδήλατα, μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα, βοδάμαξες και φορτηγά, βρίσκονταν όλα μαζί, το ένα πίσω από το άλλο, το καθένα με την ταχύτητα και τις αναθυμιάσεις του, κάποια ανέβλυζαν μυρωδιά βενζίνης και κάποια κοπριάς.

 

Απόσπασμα  7

 

Το παλιό νεκροταφείο της Λεμεσού. Το νεκροταφείο του Άι-Νικόλα, προστάτη των ναυτικών και των φτωχών και, ίσως, προστάτη των φιλοθάνατων σαν και του λόγου μου. Στάθμευσα τη μηχανή στα σκοτεινά, μακριά από τη φωτισμένη είσοδο του νεκροταφείου. Πετάχτηκα τον τοίχο. Η ώρα ήταν μία πρωινή.Νεκροταφειακή ησυχία. Το νεκροταφείο είχε τη γνώριμη νυχτερινή όψη. Οι σκιές των κυπαρισσιών έπεφταν ολόγυρα, τα καντήλια των τάφων τρεμόπαιζαν, τα μνήματα παρέμεναν μνήματα, μακριά από τους ζωντανούς, αναμένοντάς τους.

Κατευθύνθηκα προς το σιντριβάνι στη μέση του νεκροταφείου, στον κεντρικό κόμβο όπου συναντιούνται οι τέσσερεις λεωφόροι των νεκρών. Εκεί, μετά τη σειρά των «ευυπόληπτων» οικογενειών της πόλης, μετά τους τάφους των επιχειρηματιών, των βαθύπλουτων, των πολιτικών και των δημάρχων,βρισκόταν ο αγαπημένος μου τάφος. Ο τάφος ενός πρώην πρόεδρου.

Ελαφροπατούσα, προχωρούσα αθόρυβα, μέσα από τις σκιές. Δεν ήθελα να με πάρει το μάτι κάποιου από τους ενοίκους των ψηλών πολυκατοικιών που γειτνίαζαν με το νεκροταφείο. Ένας «πανέξυπνος» εγκληματίας είχε κλέψει πριν κάποια χρόνια τα οστά από το μνήμα ενός άλλου προέδρου, από κάποιο άλλο νεκροταφείο στην πρωτεύουσα, με σκοπό να εκβιάσει την οικογένειά του. Από τότε, οι γείτονες ήταν διπλά υποψιασμένοι. Οι νυχτερινές εξορμήσεις στη γειτονιά των νεκρών έγιναν επικίνδυνες. Έπρεπε να έχω τον νου μου. Το μόνο που μου έλειπε ήταν μια καταγγελία από κάποιον άσχετο. Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσω στην Αστυνομία τι έκανα στη μέση της νύχτας