Κ. Μητσοτάκης:Ο Ερντογάν να αποδείξει έμπρακτα αν θέλει επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Την πρόθεση να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, εξέφρασε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. imagew-4.aspx

«Παρά την ένταση, πρόθεση μου είναι πάντα να συνομιλώ γιατί μόνο όταν συνομιλείς μπορείς να παρουσιάζεις τις θέσεις της πατρίδας σου ώστε να εκτονώνεις την ένταση και να βρίσκεις λύσεις». Σημείωσε, παράλληλα, ότι τόσο το ζήτημα των παραβιάσεων στην κυπριακή ΑΟΖ όσο και το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν αφορούν μόνο τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας αλλά κυρίως τις σχέσεις Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης.  «Ο κ. Ερντογάν πρέπει να καταλάβει ότι δεν νοείται να απειλεί την Ελλάδα και την Ευρώπη προσπαθώντας να εξασφαλίσει επιπλέον πόρους για το προσφυγικό. Και αν χρειάζεται να συζητήσουμε καλή τη πίστει για το πώς θα πρέπει να επεκταθεί αυτή η συμφωνία αυτό πρέπει να γίνει αλλά όχι με τσαμπουκάδες και απειλές», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τόνισε ότι αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «θέλει επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα πρέπει να το αποδείξει έμπρακτα».

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός σημείωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ως στόχο την μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και υπογράμμισε ότι η Αθήνα εφαρμόζει μια πολιτική απολύτως συμβατή με τις πολιτικές δεσμεύσεις έναντι των εταίρων.  «Είμαι απολύτως συνεπής σε αυτό που είχα πει προεκλογικά ότι δεν θα διεκδικήσω αμέσως τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το θέτω στο τραπέζι των συζητήσεων ή δεν εξηγώ γιατί είναι ξεπερασμένα», ανέφερε ο Κ. Μητσοτάκης.  Παράλληλα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός τόνισε ότι οι δανειστές δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα γιατί πιστεύουν ότι αν της δώσουν  δημοσιονομικό χώρο θα αρχίσει να προσλαμβάνει πάλι. «Αυτή η άποψη με την ΝΔ δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Έχουμε όλα τα επιχειρήματα με το μέρος μας να διεκδικήσουμε την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων».

Αναφορικά με την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την ψήφο στους Έλληνες του εξωτερικού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι δεν συνδέει τα δύο θέματα.  «Όποιος είναι εγγεγραμμένος σε εκλογικό κατάλογο θα μπορεί να ψηφίζει από το μόνιμο τόπο διαμονής του. Εξετάζουμε και το ενδεχόμενο επιστολικής ψήφου και δεν βλέπω γιατί μία δυνατότητα που παρέχεται από παρά πολλές χώρες δεν μπορεί να ισχύσει και στην Ελλάδα ώστε να φέρουμε πιο κοντά την ελληνική ομογένεια», σημείωσε. Πρόσθεσε, δε, ότι θεωρεί καταστροφική την απλή αναλογική  και τόνισε ότι η ΝΔ θα προτείνει νέο νόμο που θα εγγυάται την κυβερνησιμότητα.

Όσον αφορά το ζήτημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι η ΝΔ θα προτείνει ο ο Πρόεδρος να εκλέγεται με πλειοψηφία 151 βουλευτών ώστε να αποσυνδεθεί οριστικά με την πρόωρη διάλυση της Βουλής.
Για την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την επιβολή των capital controls στη χώρα ο πρωθυπουργός τόνισε ότι το ζήτημα έχει κριθεί πολιτικά. «Δεν έχω πρόθεση να μετατρέψω τη Βουλή σε βιομηχανία εξεταστικών οι πολίτες θέλουν να κοιτάξουμε μπροστά. Αυτό που έγινε το 2015 έχει κριθεί πολιτικά και η δική μου έμφαση θα είναι στο να κοιτάξω προς το μέλλον και όχι να επιστρέψω σε ένα παρελθόν που ήταν εξαιρετικά επώδυνο», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ως προς το ζήτημα που προέκυψε με τα γλυπτά του Παρθενώνα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε ότι χαίρεται που άνοιξε ξανά η συζήτηση. «Θα χάσει το Βρετανικό Μουσείο την μάχη που δίνει», δήλωσε και άφησε αιχμές για την κριτική της αντιπολίτευσης, η οποία, όπως είπε, ταυτίζεται με αυτά που είπε το βρετανικό μουσείο. Ξεκαθάρισε ότι οποιοδήποτε αίτημα θα αξιολογηθεί ώστε να μην θέτει σε αμφισβήτηση το πάγιο αίτημά της χώρας για οριστική επιστροφή των Γλυπτών. «Δεν απεμπολεί η Ελλάδα κανένα δικαίωμα στα γλυπτά του Παρθενώνα», είπε.

Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε «εθνικά επιζήμια» την Συμφωνία των Πρεσπών αλλά τόνισε ότι «είναι μία συμφωνία κυρωμένη από την ελληνική Βουλή και κατά συνέπεια δεν αλλάζει κατά το δοκούν».