Συνομιλίες ναι, αλλά με ποιούς στόχους;

Αντρέας Θεοφ.Του Ανδρέα Θεοφάνους*

συμπλήρωση δύο χρόνων από το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε η διάσκεψη στο Κρανς Μοντάνα βρίσκει το Κυπριακό σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση. Η Τουρκία συνεχίζει τις προκλήσεις στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυξάνει την ένταση και διατυπώνει απειλές ακόμη και για χρήση βίας.

 Με επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επανέλαβε με τον πλέον επίσημο τρόπο την ετοιμότητά του για συνέχιση των συνομιλιών από το σημείο στο οποίο έμειναν τον Ιούλιο του 2017, νοουμένου ότι η Τουρκία θα τερματίσει τις ενέργειες της στην κυπριακή ΑΟΖ. Hκίνηση αυτή, πέραν των ειλικρινών προθέσεων, εκ των πραγμάτων υπηρετεί και στόχους τακτικής.

 Όμως, ενώ εκ πρώτης όψεως η θέση που διατυπώνει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είναι κατανοητή, η εμμονή σε μια πολιτική η οποία εκ του αποτελέσματος έχει ήδη κριθεί αρνητικά,δεν μπορεί να υπηρετήσει τους στόχους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξάλλου τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει καταγραφεί οποιαδήποτε κίνηση που να δείχνει μεταβολή των τουρκικών θέσεων ώστε να δημιουργούνται οι ελάχιστες προσδοκίες και ελπίδες ότι η Άγκυρα είναι πρόθυμη για ειλικρινή βήματα προς την κατεύθυνση ενός έντιμου συμβιβασμού.

 Υπογραμμίζεταιότι επί των ημερών του Έρογλου είχαν διακοπεί οι συνομιλίες ως αποτέλεσμα των τουρκικών παραβιάσεων της Κυπριακής ΑΟΖ. Είναι γνωστό πού κατέληξαν οι συνομιλίες με την επανέναρξή τους ακόμα και μετά την ανάδειξη του Ακιντζίστην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της κατοχικής οντότητας.

 Με τον Ερντογάν σε δύσκολη θέση στο εσωτερικό μέτωπο θα είναι αδύνατο να διαφοροποιηθούν οι τουρκικές θέσεις έτσι που να καταστεί δυνατή μια οριστική διευθέτηση με τρόπο που να ικανοποιούνται οι βασικές προτεραιότητες της ελληνοκυπριακής πλευράς. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θα πρέπει να τολμήσει να υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση.  Ενώδεν θα είναι εύκολη μια τέτοια αλλαγή, εκ των πραγμάτων είναι απαραίτητη. 

 Πολύ ορθά η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατάγγειλε την Τουρκία στην ΕΕ και τη διεθνή κοινότητα ζητώντας ακόμη και κυρώσεις σε βάρος της. Όμως λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα συναφή δεδομένα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν τέτοιεςκυρώσεις εναντίον της Τουρκίας που να δημιουργήσουν πραγματικό κόστος. Το προηγούμενο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την Ουκρανία δεν μπορεί να θεωρείται ως δεδομένο. Άλλο Ρωσία και άλλο Τουρκία, άλλο Ουκρανία και άλλο Κύπρος. 

 Εφ’ όσον σωστά η κυβέρνηση κατάγγειλε την Τουρκία για τις παραβιάσεις στη θάλασσα θα πρέπει να υπάρξουν καταγγελίες και για τα όσα λαμβάνουν χώρα στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς αυτά είναι πολύ χειρότερα.  Συνοπτικά σημειώνω τη δημιουργία της «ΤΔΒΚ» ως τουρκικό προτεκτοράτο, τον συνεχιζόμενο εποικισμό, τη λεηλασία και τον σφετερισμό των ελληνοκυπριακών περιουσιών, την ισλαμοποίηση και την αλλαγή του χαρακτήρα των κατεχομένων εδαφών και τον υβριδικό πόλεμο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, του οποίου ένα ουσιαστικό στοιχείο είναι η διοχέτευση παράνομων μεταναστών στην ελεύθερη Κύπρο. 

 Ένα άλλο συναφές θέμα είναι η εμμονή της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας σε δικαιώματα που πηγάζουν από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960.  Πρέπει να σταλείτο μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι μαζί με τα δικαιώματα υπάρχουν και υποχρεώσεις.  Επιπρόσθετα, είναι αδιανόητο να υπάρχει από την τουρκική πλευρά αφ’ ενός η επίκλησηδικαιωμάτωνπου πηγάζουν από την Κυπριακή Δημοκρατία και αφ’ ετέρου η προσκόλληση στην κατοχική οντότητα της «ΤΔΒΚ». Τα δεδομένα αυτά αποτελούν ένα επιπρόσθετο λόγο που υπαγορεύειμια νέα προσέγγιση.

 Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο το χάσμα απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών το ερώτημα που τίθεται είναι τι προσδοκίες μπορούμε να έχουμε.  Εάν επαναρχίσουν οι συνομιλίες εκ των πραγμάτων θα υπάρξει διασύνδεση του Κυπριακού με τα ενεργειακά ζητήματα. Η συζήτηση για το Κυπριακό και τα ενεργειακά ζητήματα θα είχε νόημα εάν διαφοροποιούντο οι τουρκικές θέσεις. Όμως η Άγκυρα παραμένει προσκολλημένη στην πολιτική ισότητα (με τη δική της ερμηνεία) στα πλαίσια ενός νέου συνεταιρισμού που θα αντικαθιστά την Κυπριακή Δημοκρατία με ένα τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα και τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εκμετάλλευσητου ενεργειακού πλούτου ακόμα και πριν τη λύση ή όποια άλλη διευθέτηση. Τυχόν εφαρμογή αυτών των ιδεών στο Κυπριακό και τα ενεργειακά ζητήματα θα οδηγήσει σε μια νέα οδυνηρή και μη αναστρέψιμη κατάσταση πραγμάτων με επαχθείς συνέπειες.

 * Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.