Έλλειμμα αξιοπιστίας σε όλα τα επίπεδα

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Αντρέας Θεοφ.Μετά την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας τον Μάρτιο του 2013 υπήρξαν διάφορες αναλύσεις που προσπάθησαν να επεξηγήσουν πως η χώρα έφθασε σε αυτό το κατάντημα.  Θα ήταν όμως προτιμότερο να εισακούοντο εισηγήσεις οι οποίες κατατίθεντοσυστηματικά προηγουμένως για να αποτραπεί η κατάρρευση.  Πέραν των εξωγενών παραγόντων είναι προφανές ότι υπήρχαν σοβαρότατες ενδογενείς ευθύνες της πολιτείας όπως η ανεπαρκής ηγεσία, ο νεποτισμός, η διαπλοκή, η διαφθορά, η ευνοιοκρατία και η μετριοκρατία.  Ευθύνες αναλογούν και στην κοινωνία όχι μόνο για τις υπερβολές αλλά και για την ανοχή στα κακώς έχοντα.

Μπροστά στην κατάρρευση και τις πολύ αρνητικές συνέπειες της κρίσης δημιουργήθηκε και η αμυδρή ελπίδα ότι τουλάχιστον θα γινόταν μια νέα ουσιαστική προσπάθεια για την ανόρθωση μέσα από τα ερείπια.  Ακόμα ηχούν στα αυτιά των πολιτών οι διακηρύξεις για εξυγίανση, διαφάνεια και για αξιοποίηση «των άριστων των αρίστων» σε όλα τα επίπεδα.  Στην πορεία ο λαός αντιλήφθηκε ότι ουσιαστικά δεν υπήρξαν σοβαρές διαφοροποιήσεις σε παλιές πρακτικές και νοοτροπίες.

Επί της ουσίας το πελατειακό κράτος παρέμεινε αναλλοίωτο.  Ο λαϊκισμός και η κακοδιαχείριση διαιωνίζονται ενώ δεν προχωρούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.  Ούτε και ο εξορθολογισμός των δημόσιων δαπανών λαμβάνει χώρα στον βαθμό που θα έπρεπε.  Το χειρότερο είναι ότι η διαφθορά και η διαπλοκή δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς.

Μια σειρά από σκάνδαλα, άλλα γεγονότα και αντιπαραθέσεις διεύρυναν το έλλειμμα αξιοπιστίας των πολιτών έναντι της πολιτικής, των πολιτικών και των θεσμών. Οι πρόσφατες εξελίξεις στον χώρο της δικαιοσύνης δημιούργησαν μεγαλύτερους πονοκεφάλους. Ο θεσμός της δικαιοσύνης, ο οποίος είναι καθοριστικής σημασίας για τον ομαλό δημόσιο βίο σε οποιαδήποτε χώρα, ήταν και θα πρέπει να παραμείνει πολύ ψηλά στην εκτίμηση των πολιτών.  Ελλείμματα ασφαλώς και υπήρχαν, με πρώτο το σοβαρό πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης.  Θέμα ποιότητας της δικαιοσύνης ουδέποτε τέθηκε όμως, όπως τώρα.  Ως εκ τούτου, οι υπόνοιες περί διαπλοκής και διαφθοράς στο δικαστικό σώμα, έστω και στις πολύ λίγες περιπτώσεις, πλήττουν καίρια τον θεσμό. Γι’ αυτό επιβάλλεται η άμεση λήψη μέτρων ώστε η διολίσθηση να ανακοπεί το συντομότερο.

Η οικονομική κρίση ανέδειξε τα σοβαρά προβλήματα που μαστίζουν την κυπριακή κοινωνία σε όλους τους τομείς και στην επιφάνεια αναδύθηκαν ζητήματα ζωτικής σημασίας, τα οποία μαρτυρούν ότι η κρίση είναι πολυδιάστατη. Δεν είναι μόνο οικονομική, είναι επίσης πολιτική, πολιτειακή, κοινωνική και αξιακή.  Τα θλιβερά αυτά δεδομένα υφίστανται παρά τους υπαρξιακούς κινδύνους και τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Υπήρχαν υψηλές προσδοκίες αλλά οι πραγματικότητες είναι οδυνηρές. Αυτό εν μέρει επεξηγεί την απαξίωση που παρατηρείται η οποία εκφράζεται ποικιλοτρόπως.  Για παράδειγμα, στις διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις η αποχή που παρατηρείται είναι αξιοσημείωτη. Και αυτοί που τελικά ψηφίζουν θεωρούν ότι επιλέγουν το «λιγότερο κακό».

Η Κύπρος πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει ακριβά τις υπερβολές, τις οξείες αντιπαραθέσεις και την απουσία πραγματισμού. Η κοινωνία διακαώς επιθυμεί ένα κράτος με ευημερία, ευνομία, αξιοπιστία, αξιοκρατία και δικαιοσύνη. Για την επίτευξη των στόχων αυτών καθώς και για εθνική επιβίωση απαιτούνται υπερβάσεις, ανανέωση καθώς και μια νέα νοοτροπία.  Για μια τέτοια προσέγγιση υπάρχουν υποχρεώσεις και ευθύνες του πολιτικού συστήματος, της ίδιας της κοινωνίας αλλά και του κάθε πολίτη ξεχωριστά. Η απαξίωση δεν είναι η απάντηση καθώς έτσι διαιωνίζονται τα προβλήματα.

Για την αντιμετώπιση όλων αυτών των ζητημάτων απαιτείται, μεταξύ άλλων, ένας ελάχιστος βαθμός αλληλοσεβασμού και πνεύμα συνεργασίας. Πάνω απ’ όλα θα πρέπει να επέλθει η ουσιαστική αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος καθώς οι λύσεις στα ζητήματα αυτά είναι εν πολλοίς πολιτικές.  Οι ηγεσίες σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου θα πρέπει όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να αποτελούν πρότυπα και να εμπνέουν σεβασμό.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.