Μπορεί να φτάσει μέχρι την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας;
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης ελπίζουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί -και πρέπει- να γίνει και τονίζουν ότι το ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας, Citizenfour, είναι ανάλογης σημασίας με κλασικές ταινίες όπως οι Τρεις Ημέρες του Κόνδορα και η Συνομιλία.
Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε ήδη σε περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών στις ΗΠΑ και συγκέντρωσε ένα εκατομμύριο δολάρια -ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για ντοκιμαντέρ.
Παράλληλα, το Citizenfour έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές και πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι αξίζει μία θέση στη δεκάδα των υποψηφιοτήτων για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ ως τώρα δεν έχει υπάρξει ένα ντοκιμαντέρ υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Οι περισσότεροι κριτικοί «υποκλίνονται» μπροστά στο κινηματογραφικό όραμα της Πόιτρας, με τους New York Times να γράφουν ότι το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα «αρχέγονο πολιτικό παραμύθι για την ψηφιακή εποχή, μία σε πραγματικό χρόνο ζωντανή εικόνα για τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και το κράτος». Παράλληλα, τονίζουν, δείχνει το ανθρώπινο πρόσωπο Έντουαρντ Σνόουντεν, του πρώην συμβούλου της NSA που αποκάλυψε τα μυστικά της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας.
Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιοι θεωρούν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα τον Σνόουντεν, τα ξένα μέσα ενημέρωσης τονίζουν ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί η κινηματογραφική αξία του ντοκιμαντέρ.
Ακόμα και ο ίδιος ο παραγωγός Χάρβεϊ Ουαϊνστάιν, η εταιρεία του οποίου Radius – TWC ανέλαβε τη διανομή του ντοκιμαντέρ, είχε εκφραστεί ανοιχτά εναντίον του πρώην συμβούλου της NSA, πριν η Πόιτρας του αλλάξει γνώμη.
Γιατί, όμως, ο Σνόουντεν αποτελεί τόσο ενδιαφέρουσα περίπτωση; Δεν είναι τόσο οι πράξεις του, όσο το γεγονός ότι αποτελεί έναν αποφασισμένο -αλλά όχι και ατρόμητο- άνθρωπο, έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι ένας φίλος μας ή ο διπλανός μας, ισχυρίζονται οι New York Times.
Και αυτό τις περισσότερες φορές αρκεί για τη δημιουργία ενός συναρπαστικού κινηματογραφικού χαρακτήρα.
Ο ίδιος ο Σνόουντεν ήταν εκείνος που επικοινώνησε με την Πόιτρας και τον δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνγουλντ.
Χρησιμοποιώντας κρυπτογραφημένο e-mail με την κωδική ονομασία «Citizen Four», κάλεσε την Πόιτρας και τον Γκρίνγουλντ στο Χονγκ Κονγκ όπου βρισκόταν και όπου ετοιμαζόταν να διαρρεύσει τα όσα είχε μάθει για την ικανότητα της NSA να υποκλέπτει δεδομένα από κινητά τηλέφωνα, e-mail και ηλεκτρονικές δραστηριότητες αμερικανών πολιτών.
Ερωτηθείς γιατί επέλεξε την Πόιτρας, ο Σνόουντεν απάντησε ότι η ίδια επέλεξε τον εαυτό της, καθώς είχε σκηνοθετήσει ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για τον Ουίλιαμ Μπίνεϊ που είχε επίσης προβεί σε αποκαλύψεις για την NSA.
Αν και οι κριτικοί μιλούν για ένα συναρπαστικό θρίλερ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ταινία θα είναι, τελικά, υποψήφια για Όσκαρ (ακόμα και για Όσκαρ ντοκιμαντέρ). Καθώς πολλοί από τους ψηφοφόρους της αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου είναι μεγάλης ηλικίας και για πολλούς ο Σνόουντεν αποτελεί αμφιλεγόμενη φιγούρα, μπορεί -όπως κατά το παρελθόν έχει συμβεί με ντοκιμαντέρ όπως το «We Steal Secrets: The Story of Wikileaks» και το «Blackfish»- να αγνοήσουν το Citizenfour.
Εν τω μεταξύ, το Χόλιγουντ περιμένει μία άλλη ταινία (μυθοπλασίας αυτή τη φορά), για την υπόθεση Σνόουντεν.
Πρόκειται για την ταινία που ετοιμάζει ο Όλιβερ Στόουν, η οποία θα βασίζεται στο βιβλίο του Λουκ Χάρντινγκ «The Snowden Files: The Inside Story of the World’s Most Wanted Man», καθώς και στο «Time of Octopus» του Ανατόλι Κουτσερένα. Η ταινία αποτελεί ένα χρονικό της φυγής του Σνόουντεν από τις ΗΠΑ στο Χονγκ Κόνγκ, όπου συναντήθηκε με τους Πόιτρας και Γκρίνγουολντ.
Ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ θα ερμηνεύσει τον Σνόουντεν και η Σέιλιν Γούντλεϊ τη σύντροφό του, Λίντσεϊ Μιλς.