Το τέλος των ψευδαισθήσεων στο Κυπριακό

 

*Του Ανδρέα Θεοφάνους

Παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί ιδίως τους τελευταίους μήνες,Unknown η διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών οδηγείται σε αδιέξοδο ή στην καλύτερη περίπτωση παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια επίρριψης ευθυνών στην ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ατυχής και άνευ αντικειμένου. Ακόμα και εάν στο τελευταίο στάδιο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επιχείρησε να διαφοροποιήσει κάποια ζητήματα διαδικασίας η όλη εικόνα δεν αλλάζει. Το αδιέξοδο έχει υπαίτιο που δεν είναι άλλος από την Τουρκία. Είναι προφανές ότι τα Ηνωμένα Έθνη και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι θα εξαντλήσουν κάθε προσπάθεια για να κρατηθεί στη ζωή η διαδικασία και να κωδικοποιηθούν οι συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Ως εκ τούτου αναμένεται κορύφωση των πιέσεων οι οποίες σχεδόν πάντοτε ασκούνται στο πιο αδύνατο μέρος. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης καλείται στη συνάντηση με τον ΓΓ του ΟΗΕ να αναδείξει την πραγματική διάσταση του προβλήματος.

Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι για να υπάρξει συμφωνία σήμερα θα πρέπει οι Ελληνοκύπριοι να αποδεχθούν τουρκικές απαιτήσεις που παραπέμπουν σε όρους παράδοσης και υποτέλειας. Ιδίως μετά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 και έχοντας υπ’ όψιν τις προεδρικές εκλογές του 2019 στην Τουρκία, δεν αναμένεται ότι ο Ερντογάν θα προβεί σε τέτοιες παραχωρήσεις που να οδηγήσουν σε συμφωνία η οποία θα τύχει αποδοχής από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της τριμερούς στη Νέα Υόρκη είναι πλέον η ώρα να προβληματισθούμε κατά πόσον ενδεχομένως να είμαστε κοντά στην ολοκλήρωση ενός κύκλου συνομιλιών που άρχισε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια με επιπρόσθετες παραχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι στις συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ (23 Μαΐου 2008) και Αναστασιάδη-Έρογλου (11 Φεβρουαρίου 2014) υπήρξε, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά η αναφορά σε συνιστώντα κράτη. Η συγκεκριμένη πρόνοια δεν ήταν μέρος των συμφωνιών Μακαρίου-Ντενκτάς (12 Φεβρουαρίου 1977), Κυπριανού-Ντενκτάς (19 Μαΐου 1979) και Παπαδόπουλου-Ταλάτ (8 Ιουλίου 2006). Τονίζεται επίσης ότι η συγκεκριμένη πρόνοια είχε εμφανισθεί στο Σχέδιο Ανάν V το οποίο απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Εν ολίγοις, παρά τη σταδιακή προσαρμογή των ελληνοκυπριακών θέσεων προς τις τουρκικές, δεν επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία μέχρι σήμερα. Βασικός λόγος για την εξέλιξη αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι ο τουρκικός μαξιμαλισμός.

Τα σκληρά αυτά δεδομένα παραπέμπουν στην ανάγκη αποϊδεολογικοποίησης και επαναξιολόγησης του Κυπριακού, στον παραμερισμό των ρομαντικών ψευδαισθήσεων και στην επιστράτευση του πραγματισμού. Στα πλαίσια αυτά είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε σωστά τα δρώμενα περιλαμβανομένων των εσωτερικών και εξωτερικών παικτών και παραγόντων. Δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι το κυρίαρχο αφήγημα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας περιγράφει. Πάνω απ’ όλα όμως η Άγκυρα εξακολουθεί να επιμένει στον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία ενός κρατικού μορφώματος το οποίο θα είναι υπό την κηδεμονία της. Επιπρόσθετα, η Άγκυρα αμφισβητεί την Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη εκτοξεύοντας απειλές. Το ζητούμενο στη σημερινή συγκυρία είναι η διαχείριση του Κυπριακού με τρόπο που να ενισχύεται η Κυπριακή Δημοκρατία και να συντηρείται η προοπτική της ειρήνευσης παρά τα δυσμενή δεδομένα. Υπό αυτή την έννοια ο δρόμος προς την αποκατάσταση της ενότητας του κράτους και του νησιού περνά μέσα από μια εξελικτική προσέγγιση στα πλαίσια μιας ευρύτερης στρατηγικής.

 

* Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

(Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της ηλεκτρονικής μας εφημερίδας.Η e-shocknews υποστηρίζει την ελεύθερη έκφραση θέσεων απόψεων και ιδεών)