Στο εξαιρετικό τέταρτο κεφάλαιο του καινούργιου μυθιστορήματός του, ο Τζόναθαν Κόου αναρωτιέται αν σήμερα η σάτιρα μπορεί να προκαλέσει τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. «Ο Λεβιάθαν δεν είναι τόσο δαμασμένος» απαντά στο μότο του κεφαλαίου ο ποιητής Ουίλιαμ Κάουπερ από το μακρινό 1785.
Και είναι γεγονός ότι στις μέρες μας, στη δημόσια σφαίρα, τα σαρκαστικά σχόλια είναι τόσο προβλέψιμα και ο πολιτικός διάλογος γελοιοποιείται τόσο συστηματικά ώστε στο τέλος μάλλον ενισχύεται ο εφησυχασμός του κοινού, που θεωρεί πως το χαχανητό του είναι πολιτική πράξη. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με το βιβλίο Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα (εκδ. Πόλις, μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη).
Εδώ ο Κόου κάνει μια ανελέητη κριτική στην κουλτούρα της απληστίας που έχει καταλάβει τη Βρετανία των αρχών του 21ου αιώνα. Και βάζει μια γεύση τρόμου στην πολιτική σάτιρα!
Ο 55χρονος σήμερα συγγραφέας, σε ιδιαίτερα καλή φόρμα, δεν υποκύπτει στην εύκολη λύση της πολεμικής. Αντί γι’ αυτήν επιστρατεύει στην αφήγησή του το μυστήριο, την αλληγορία, τη μεταφορά, τον κριτικό ρεαλισμό αλλά και το σουρεαλιστικό στοιχείο, την ειρωνεία και φυσικά τη σάτιρα, όμως τώρα αντί να προκαλέσει γέλιο στον αναγνώστη, του προκαλεί ανατριχίλα.
Σε όλη τη διάρκεια της χορταστικής δράσης εξάλλου, οι αναφορές σε b-movies τρόμου και οι πανταχού παρούσες αράχνες υπογραμμίζουν το ζοφερό κλίμα του φόβου που είναι σήμερα κυρίαρχο.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα επεισόδιο ντικενσιανής πνοής που εστιάζει σε ένα πραγματικό γεγονός του Ιουλίου 2003. Στον ανεξιχνίαστο ακόμη θάνατο του Βρετανού επιθεωρητή όπλων του ΟΗΕ Ντέιβιντ Κέλι, ο οποίος είχε αμφισβητήσει τον ισχυρισμό περί του απειλητικού πυρηνικού οπλοστάσιου του Σαντάμ Χουσεΐν.
Ο Τόνι Μπλερ όμως τον περιφρόνησε και ενέπλεξε παρ’ όλα αυτά τη Βρετανία στον πόλεμο κατά του Ιράκ.
Οι βασικές πρωταγωνίστριες του Αριθμού 11 ήταν τότε δέκα χρόνων, και θα μεγαλώσουν στο κλίμα «δυσπιστίας και ταραχής» που κατέλαβε έκτοτε τη χώρα, με τη φιλία τους να ακολουθεί ανάλογη πορεία.
Η Ρέιτσελ, κόρη δικηγορίνας, σπουδάζει φιλολογία στην Οξφόρδη και καταλήγει το 2015 να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά ενός πάμπλουτου λόρδου που τζογάρει με αγοραπωλησίες συναλλάγματος και έχει παντρευτεί μια πρώην μοντέλα από το Καζακστάν. Η Αφροβρετανή Αλισον χάνει ένα πόδι, γίνεται γκέι, και αναγνωρίζεται ως ζωγράφος των απόκληρων.
Γύρω τους κινούνται πλήθος άλλοι ολοζώντανοι χαρακτήρες: Η χρεωμένη μητέρα της Αλισον, αλλοτινή τραγουδίστρια υποαπασχολούμενη ως βιβλιοθηκάριος, που έχει μια τραυματική εμπειρία σε ένα ριάλιτι σόου· η αδίστακτη κληρονόμος μεγιστάνων των ΜΜΕ που εξασκείται στην κίτρινη δημοσιογραφία· ο ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση αστυνομικός, που καταλαβαίνει πως για να διαλευκάνεις ένα έγκλημα πρέπει να το δεις από την πολιτική του οπτική· ο πανεπιστημιακός που βυθίζεται στις εμμονές του νοσταλγώντας το αθώο παρελθόν· ο υπερόπτης απόφοιτος του ιδιωτικού κολεγίου που παίρνει μαθήματα «φυσιολογικής ζωής» στην τράπεζα τροφίμων για τους άπορους· η Ρουμάνα μετανάστρια που επιβιώνει βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά των πλουσίων και φυλάει ένα τρομερό μυστικό…
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων διασταυρώνονται και αντικρίζονται με αριστοτεχνικό τρόπο. Από τη μια είναι οι έχοντες τους οποίους βλέπει το σύστημα, και από την άλλη οι μη έχοντες που γίνονται αόρατοι, διότι η πολιτική του συστήματος δεν τους βλέπει αλλά παρ’ όλα αυτά τους ζητά συνεχώς να δίνουν κάτι παραπάνω.
Ετσι ο Κόου παρουσιάζει το πορτρέτο μιας χώρας άρρωστης, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, παρά τη φαινομενική ευρωστία της που προβάλλουν οι εκατομμυριούχοι της με τις επαύλεις τους και οι πωρωμένοι πολιτικοί της με την αυτοπεποίθησή τους. Μεταξύ τους ο Τζορτζ Οσμπορν, σημερινός υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, που είχε πει το θρασύτατο «θα το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί». Γι’ αυτό και ο Κόου δεν τον αφήνει σε ησυχία.
Τα ανθρωποειδή και η υπέρβαση των ορίων στη Βρετανία
Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας οι οποίοι εξωτερικά δείχνουν φυσιολογικοί, αλλά, όταν ξεκινάς να καταλαβαίνεις τι τους κινητοποιεί, βλέπεις πως δεν έχουν καμία σχέση με εμάς τους υπόλοιπους. Είναι σαν ανθρωποειδή ή ζόμπι ή κάτι παρόμοιο…
Είναι το σαρκαστικό σχόλιο της Ρέιτσελ προς την παλιά της καθηγήτρια στην Οξφόρδη, η οποία παραδέχεται αφοπλιστικά ότι σήμερα έχει κάνει «συμφωνία με τον διάβολο»: συνεργάζεται με ένα Ινστιτούτο που κοστολογεί τα ανθρώπινα συναισθήματα με κριτήριο το αν είναι ζημιογόνα ή κερδοφόρα για την οικονομία. Κι όλα αυτά προκειμένου, λέει, να διασώσει εκείνα που είναι «σημαντικά»!
Απ’ τη μεριά της, η Αλισον, η οποία δεν δήλωσε στην εφορία τις 900 λίρες που εισέπραξε ως κρατικά επιδόματα αναπηρίας και στέγης, βρέθηκε τρεις μήνες στη φυλακή όταν ένα σχόλιο σε εφημερίδα του κατεστημένου τη δαιμονοποίησε ως «μαύρη, λεσβία, με αναπηρία, κλέφτρα επιδομάτων». Ετσι συνειδητοποίησε ότι:
Δεν με κατηγορούσαν τόσο εξαιτίας αυτού που είχα κάνει. Αλλά γιατί ήμουν αυτό που ήμουν. Αυτή που είμαι
Ο Τζόναθαν Κόου δεν υπήρξε ποτέ πολιτικά αθώος όπως οι πρωταγωνίστριές του. Ηδη από το 1994 με το μυθιστόρημά του Τι ωραίο πλιάτσικο (Πόλις μτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) κατεδάφιζε τον θατσερισμό σατιρίζοντας τα κατορθώματα της οικογένειας Γουίνσο στην εμπορία όπλων, στη διάλυση του συστήματος δημόσιας υγείας, στον εκχυδαϊσμό των ΜΜΕ κ.ο.κ.
Από εκεί πιάνει το νήμα στον Αριθμό 11, εντάσσοντας στο φόντο της δράσης, στα παρασκήνια της διαπλοκής, της απάτης, των εκβιασμών, της υπονόμευσης του κράτους πρόνοιας, κ.ο.κ., μέλη της εκφυλισμένης πια οικογένειας Γουίνσο. Και έτσι υπαινίσσεται πως η κληρονομιά του θατσερισμού επιβιώνει στη χειρότερη μορφή της στον σύγχρονο καπιταλισμό.
Το 2003, ο ύποπτος θάνατος του Κέλι σηματοδότησε μια υπέρβαση των ορίων, μας λέει. Από τότε, οι ανισότητες όλο και βαθαίνουν, η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς έχει χαθεί, οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο προκλητικοί, ο θυμός των φτωχοποιημένων και των περιθωριοποιημένων στρωμάτων όλο και φουντώνει, και η κατάσταση έχει γίνει παρανοϊκή.
Αυτό συμβολίζει και ο αριθμός 11, που συναντάμε σε όλα τα επεισόδια-κλειδιά του βιβλίου. Το 11 είναι τα έντεκα υπόγεια της χλιδής και της σπατάλης που σκάβουν κάτω από την έπαυλή τους στο Λονδίνο οι εργοδότες της Ρέιτσελ. Είναι και το λεωφορείο που παίρνει καθημερινά από την αφετηρία μέχρι το τέρμα στο Μπέρμιγχαμ η μάνα της Αλισον, ψάχνοντας μια γωνιά να ζεσταθεί. Το 11 της υπερβολής, και όχι πια το 10, είναι επίσης ο αριθμός της πρωθυπουργικής κατοικίας στην οδό Ντάουνινγκ…
Η Βρετανία είναι έτοιμη να πουλήσει στον πλουσιότερο αγοραστή, ακόμα και τη βρετανική εκπαίδευση, «ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα εθνικά αγαθά», γράφει ο Κόου. Και με τον πιο δηλητηριώδη τρόπο καυτηριάζει μέσω ενός υποτιθέμενου «υπερ-βραβείου Γουίνσο» το πώς η ζήλια, η αντιπαλότητα, η οικονομική αβεβαιότητα και η κατάσταση άγχους τείνουν να γίνουν τα νέα κίνητρα της δημιουργικότητας. Ακόμα και η καλλιτεχνική δημιουργία, μας λέει, το προπύργιο της «σοσιαλιστικής ουτοπίας», έχει αλωθεί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: