Επιτυχής η εκδήλωση για το μυθιστόρημα της Κυριακής Γεροζήση “Φάλτσο η Πορεία”

Γεροζηση Παρουσίαση Φάλτσο ΕΕΛ 2
Ενα ιστορικό πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα  που αναφέρεται στην τούρκικη εισβολή στην Κύπρο , τους πρόσφυγες και τους αγνοούμενους

Κάτω από το βλέμμα των γιγάντων της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ιδρυτικών ή απλών μελών της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, με επιτυχία διοργανώθηκε η εκδήλωση την Τετάρτη 25 του Μάη, για το ιστορικό πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα ”Φάλτσο η Πορεία” της Κυριακής Γεροζήση, μέλους της Εταιρείας. Μετά τον χαιρετισμό του Προέδρου της ΕΕΛ Κώστα Καρούσου, παρουσίασαν το έργο οι ομιλητές: Γιάννης Παπαοικονόμου, ιστορικός, λογοτέχνης, γεν. Γραμματέας της ΕΕΛ, Μαριάνθη Αλειφεροπούλου-Χαλβατζή γιατρός, λογοτέχνης, συνδικαλίστρια, Αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), Νεοκλής Γαλανόπουλος, δικηγόρος, λογοτέχνης, Ταμίας της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας.
Οι παρεμβαίνοντες, χαρακτήρισαν το κείμενο «ποταμό» που αναδεικνύει το σκοταδισμό και την προκατάληψη, έργο με αγωνία-σασπένς, γραφή τύπου αστυνομικής λογοτεχνίας.
Επισήμαναν
– την έκταση που δίνει το έργο στην Κυπριακή τραγωδία, την εισβολή στην Κύπρο, την Κατοχή, τους πρόσφυγες και τους αγνοούμενους.
Μίλησαν για το συνδυασμό, ισόρροπα και ισόβαθμα, της προσωπικής με την παγκόσμια ιστορία, την ένταξη κάθε περίπτωσης στο γενικό της πλαίσιο, την περιγραφή ενός συμβάντος και μαζί μιας ολόκληρης εποχής.
Στάθηκαν στο γεγονός ότι το αχανές χωροχρονικό πεδίο του μυθιστορήματος αποτελεί μία μεταφορά για την αέναη, τεθλασμένη (φάλτσα) πορεία της ανθρωπότητας, με όλα τα πισωγυρίσματα και τα άλματά της, προς την κατάκτηση του ύψιστου ιδανικού: της ανθρωπιάς, την πορεία του ανθρώπου προς τον τελικό του στόχο: να γίνει άνθρωπος, το αισιόδοξο μήνυμα που έρχεται από τη νέα γενιά, για μια κοινωνία που θα οικοδομείται χωρίς ανταγωνισμούς και ατομικές επιδιώξεις, χωρίς εκμετάλλευση.
Εστίασαν στον παραλληλισμό εναλλαγής φουρτούνας και γαλήνης στη ζωή και τη θάλασσα, στον τρόπο με τον οποίο εκτίθεται η πραγματικότητα επιτρέποντας στον αναγνώστη να καταλήξει ελεύθερα στα δικά του συμπεράσματα. Τόνισαν την πολυπολιτισμικότητα του μυθιστορήματος και την άποψη ότι οι πολιτισμοί αναμειγνύονται, γίνονται ομορφότεροι με αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος, την αγάπη, τη φιλία και τη συνεργασία, όχι με τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο που τους αδειάζουν τις ψυχές και τους παραμορφώνουν.
Εκτίμησαν ότι πρόκειται για διαλεκτική μαρξιστική προσέγγιση των γεγονότων του Μάη του 68 και γενικότερα των ιστορικών γεγονότων.
Αναφέρθηκαν στις ιστορικές, επιστημονικές πτυχές του βιβλίου, τις διαπλοκές του πολιτικού και επιστημονικού κόσμου με σκοπό το κέρδος, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, την προσπάθειά της να αποκτήσει την ισοτιμία και ότι άλλο της στερούν, τη σημασία του γυναικείου κινήματος για την αλλαγή της κοινωνίας και της ανθρώπινης ζωής, την ανάδειξη των συλλογικών αγώνων ως μόνη διέξοδο από τον καπιταλισμό.

Ο Θανάσης Καραγιάννης ερμήνευσε έξοχα ένα δραματικό απόσπασμα για την εισβολή, τους βομβαρδισμούς, τους νεκρούς και τους αγνοούμενους της Κύπρου που συγκίνησε τους παρευρισκόμενους.
Ο Γιάννης Παπαοικονόμου και η συγγραφέας διάβασαν επιπλέον χαρακτηριστικά αποσπάσματα, τα οποία υποστηρίζουν τις αναλύσεις και τα συμπεράσματα των ομιλητών.
Την εκδήλωση συντόνισε έξοχα η λογοτέχνης, Ταμίας της ΕΕΛ Ελένη Συκά-Κοντόζογλου. Ο ποιητής, μουσικός, γεν. Έφορος της ΕΕΛ Γιώργος Μαρινάκης ομόρφυνε τη βραδιά με την εκτέλεση επιλεγμένων κομματιών στο πιάνο.

 

Αποσπάσματα  από το βιβλίο που διαβάστηκαν  στην εκδήλωση

Ο Αντώνης Προδρόμου έριξε στο σάκο του μια φραντζόλα ψωμί ζυμωτό, ένα κομμάτι γραβιέρα Κρήτης, ένα μπουκάλι μαυροδάφνη, πήρε ένα παγούρι νερό, το μουσαμά και το σκούφο του, ξεκρέμασε τη λάμπα θυέλλης και βγαίνοντας τράβηξε με δύναμη την εξώπορτα. Οι κλειδώσεις του αριστερού του χεριού αντέδρασαν ελαφρά… Η παλιά ουλή του σκωληκοειδήτη του `δωσε μια σουβλιά, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις του δελτίου καιρού. Ο Μαύρος τον ακολούθησε κουνώντας την ουρά του ανέμελα και μόλις πλησίασαν βρέθηκε χαρούμενος, μ` έναν πήδο, στην «Καταιγίδα», το βαρκάκι του αφέντη του που τους περίμενε στον ορμίσκο. Ο ήλιος έγερνε χαμηλά, η θάλασσα λαμπύριζε σαγηνευτική. Ο Αντώνης έριξε μια ματιά προς το βορά. Τα μαύρα σύννεφα αυξάνονταν απειλητικά. Ήρεμα έπιασε τα κουπιά…
Ομορφάντρας, αρρενωπός, ηλιοκαμένος, με υπέροχα μάτια και σκοτεινιασμένο, απροσδιόριστο βλέμμα, σπάνια άνοιγε το στόμα του κι ακόμη σπανιότερα χαμογελούσε…
Αυτό συνέβαινε κάποιες στιγμές, με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο αραιά, όταν ζευγάρωνε φευγαλέα κάποια νύχτα σκοτεινή στην αμμουδιά, ανέβαζε στη βάρκα του καμιά τουρίστρια για βόλτα με τη φεγγαράδα, ή όταν έβγαζε από τον πάτο του σεντουκιού το άλμπουμ με τις κιτρινισμένες φωτογραφίες. Η αναλαμπή κρατούσε ελάχιστα. Την έσβηνε ο πόνος της πληγής που άνοιξε μέσα του το καλοκαίρι του 1974…
δεν επέλεξε, όπως πολλοί συμπατριώτες του, τη Μεγάλη Βρετανία, για σπουδές… Προτίμησε τη Γαλλία, λόγω της κουλτούρας και της ιστορίας της…
Στη Γαλλία τον βρήκε η δέκατη πέμπτη του Ιούλη 1974, ημέρα του πραξικοπήματος και της απόπειρας δολοφονίας του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριου.
Μαύρα φίδια τον έζωσαν. Προσπάθησε να διεκπεραιώσει βιαστικά όποιες σοβαρές εκκρεμότητες δεν έπαιρναν αναβολή και να επιστρέψει το συντομότερο στο νησί. Είχε αφήσει στο χωριό μάνα, αδερφό και τη γειτονοπούλα του την Αντρούλα με την οποία ήταν ερωτευμένοι από παιδιά. Η εισβολή του τουρκικού στρατού στις είκοσι του Ιούλη, η «επιχείρηση Αττίλας1» , τον πρόλαβε. Για λίγες ημέρες έχασε κάθε επαφή με τους δικούς του καθώς και την οποιαδήποτε δυνατότητα επιστροφής.
Ένα γράμμα της Αντρούλας, που δεν την είχε ξανασυναντήσει από το τελευταίο ταξίδι του στην πατρίδα, πριν από δυο μήνες, ήρθε στα χέρια του στις είκοσι δύο του Ιούλη. Μοσχοβολούσε λεμονανθό και πεύκο, ανάσα της θάλασσας και της ρεματιάς και τον αναστάτωσε. Ανάμεσα από τα σ` αγαπώ, σε φιλώ και τα συνηθισμένα, ξεπηδούσε μια απρόσμενη είδηση.
«… Περιμένουμε παιδί το Φλεβάρη…΄΄

..στο χωριό, βρήκε την κατάσταση όπως του την είχε περιγράψει ένας συνταξιδιώτης του. Στάχτες και μπούρμπερη. Και το σπίτι τους και το σπίτι της Αντρούλας, καταστραμμένα. Ψυχή δεν υπήρχε στην περιοχή να τον πληροφορήσει για την τύχη τους. Πέρασε τρεις ημέρες αγωνίας, ταλαιπωρίας και θλίψης οργώνοντας την περιοχή, άυπνος, νηστικός, απελπισμένος, ώσπου συνάντησε έναν πρώτο του ξάδερφο. Εκείνος του `φερε τα φοβερά μαντάτα.
– Η μάνα σου κατέφυγε πρόσφυγας στη Λεμεσό με άλλους συγγενείς. Ο αδερφός σου, πήρε τα όπλα μόλις χτύπησαν οι Τούρκοι το νησί. Φέρεται αγνοούμενος.
– Και η Αντρούλα; Ρώτησε βραχνά.
Το δάκρυ στο μάγουλο του ξαδέρφου δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Τον άρπαξε απ` το γιακά ο Αντώνης και τον ταρακούνησε ολόκληρο λες κι ο θυμός θα του `φερνε πίσω τη γυναίκα και το παιδί του.
– Και η Αντρούλα; Ούρλιαξε.
– Δεν επέζησε κανείς. Όλη η οικογένειά της ξεκληρίστηκε.