Ως απάντηση σε διαστρεβλώσεις το ΑΚΕΛ δημοσιοποιεί τις θέσεις του στο Ε.Συμβούλιο


Δημοσιοποίηση των θέσεων του ΑΚΕΛ στο Εθνικό Συμβούλιο

Το ΑΚΕΛ με σημερινή ανακοίνωση του αναφέρει πως για ενημέρωση της κοινής γνώμης  για τις θέσεις του  στο Εθνικό Συμβούλιο και ως απάντηση στα διάφορα δημοσιεύματα που επιχείρησαν να διαστρεβλώσουν τα όσα κατέθεσε κατά τη διήμερη Σύνοδο δημοσιοποιεί τις θέσεις του εοισυνάπτωντας  την .
τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ.

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ Κ.Ε. ΑΚΕΛ
ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Σε προηγούμενη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου είχαμε συμφωνήσει να συζητήσουμε θέματα στρατηγικής σε πολυήμερη σύνοδο. Ωστόσο, ότι οι δραματικές εξελίξεις που μεσολάβησαν επέβαλαν τη συζήτηση των εξελίξεων λόγω και των πρόσφατων προκλητικών ενεργειών της

imageweb (1) Τουρκίας. Στόχος είναι να ανταλλαγούν απόψεις για το πώς θα προχωρήσουμε.

Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία προβαίνει σε προκλητικές ενέργειες εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, το ΑΚΕΛ δεν συμφωνεί με εκτιμήσεις ότι και αυτή τη φορά είμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Αντιθέτως, αξιολογούμε τις πρόσφατες προκλήσεις της Άγκυρας στην ΑΟΖ μας ως τις πιο σοβαρές από ποτέ. Ίσως να είναι η πιο σοβαρή πρόκληση από τότε που ανακηρύχθηκε το ψευδοκράτος. Για να τεκμηριώσω αυτή την εκτίμηση θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω αδρομερώς ορισμένες πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας. Έχει σημασία να διευκρινίσω ότι πρόκειται για διατάξεις που, κατά γενική παραδοχή, συνιστούν κανόνες όχι μόνο της Συνθήκης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας αλλά και του Εθιμικού Διεθνούς Δικαίου. Λέω ότι έχει σημασία διότι η Τουρκία χρησιμοποιεί ως άλλοθι το γεγονός ότι η ίδια δεν υπέγραψε τη συνθήκη και ως εκ τούτου δε δεσμεύεται από αυτή.Ως γνωστό, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, όταν οι αποστάσεις μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές δεν επιτρέπουν ΑΟΖ 200 ναυτικών μιλίων, επιβάλλεται οριοθέτηση. Ενόσω εκκρεμεί η οριοθέτηση, δεν πρέπει να αναλαμβάνονται ενέργειες στις αμφισβητούμενες περιοχές που να προκαταλαμβάνουν την τελική διευθέτηση. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να γίνεται προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Οι ενέργειες της Τουρκίας πρέπει να κρίνονται μέσα από το πιο πάνω πρίσμα. Ως γνωστό, η Τουρκία αμφισβητεί μεγάλο μέρος του βορειοδυτικού τμήματος της κυπριακής ΑΟΖ, θεωρώντας – κακώς, εννοείται – ότι ανήκει στην ίδια. Εκεί προέβη κατ’ επανάληψη σε συγκεκριμένες ενέργειες που παραβιάζουν το δίκαιο της θάλασσας, ακριβώς επειδή ενόσω εκκρεμεί η οριοθέτηση δεν υπάρχει δικαίωμα ανάληψης ενεργειών σε αμφισβητούμενες περιοχές που να προκαταλαμβάνουν την τελική διευθέτηση. Για να μην παρεξηγηθώ, διευκρινίζω πως όταν η Συνθήκη αναφέρεται σε αμφισβητούμενες περιοχές το πράττει κατά ουδέτερο τρόπο και δεν υπονοεί τίποτε περισσότερο από την καταγραφή του γεγονότος ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου συγκεκριμένες περιοχές διεκδικούνται από δύο ή περισσότερα κράτη.

Το δεύτερο σοβαρό βήμα ήταν παρόμοιες ενέργειες της Τουρκίας στο μέρος της ΑΟΖ που δεν διεκδικεί μεν για δικό της λογαριασμό, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για ΑΟΖ του ψευδοκράτους. Παραβλέπει, βεβαίως, ότι λόγος γίνεται για παράνομη οντότητα που δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος πλην της ίδιας της Τουρκίας. Όλα τα υπόλοιπα κράτη της υφηλίου αναγνωρίζουν ότι τα κατεχόμενα, συνεπώς και η ΑΟΖ, ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Το τρίτο βήμα, που έγινε τώρα για πρώτη φορά, ήταν οι ενέργειες σε μέρος της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας που η Τουρκία ποτέ δεν αμφισβήτησε ούτε για δικό της λογαριασμό, ούτε για λογαριασμό του ψευδοκράτους. Αναφέρομαι στο μέρος της ΑΟΖ που βρίσκεται απέναντι από τις ελεύθερες νότιες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το τέταρτο βήμα, που επίσης έλαβε χώρα τώρα, ήταν η δέσμευση του μεγαλύτερου μέρους της νότιας ακτογραμμής της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Τουρκίας, και μάλιστα πολύ κοντά στα χωρικά μας ύδατα και μπροστά από τη γεώτρηση της ΕΝΙ, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Είναι για όλους τους πιο πάνω λόγους που το ΑΚΕΛ θεωρεί τη νέα ενέργεια της Τουρκίας εντός της κυπριακής ΑΟΖ ως την πιο προκλητική από ποτέ. Και ως
τέτοια δεν έπρεπε να μείνει αναπάντητη. Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν κινούνται βασικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Το πιο σοβαρό από αυτά, κατά τη γνώμη μας, ήταν η αναστολή της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Γι΄αυτό και θέλω να ξεκαθαρίσω τη θέση μας ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου, όπως έπραξα και στη σύσκεψη αρχηγών των Κομμάτων.

Η αφόρητη πρόκληση της Τουρκίας εξ αντικειμένου επηρεάζει τη διαπραγματευτική διαδικασία. Πρόκληση που καθίσταται ακόμα πιο απαράδεκτη επειδή έγινε παραμονές της έναρξης του ουσιαστικού γύρου των συνομιλιών, με συμφωνημένη μάλιστα τη διαδικασία και τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί. Η Τουρκία γνώριζε, ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει, ότι με τις ενέργειές της ήταν η ίδια και κανένας άλλος που προκάλεσε την αναστολή των διαπραγματεύσεων. Θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι είναι ένα πράγμα η αναστολή και εντελώς άλλο ο οριστικός τερματισμός των συνομιλιών. Πάγια θέση μας είναι ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα και μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης του Κυπριακού. Και επειδή για εμάς η λύση του προβλήματος συνιστά ύψιστη προτεραιότητα, δεν θα μπορούσαμε να συναινέσουμε σε τερματισμό της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Σε ότι μας αφορά, η αναστολή των συνομιλιών επιβαλλόταν για να αντιληφθούν όλοι ότι τέτοιας εμβέλειας ενέργειες όπως η τελευταία, όχι μόνο δεν υποβοηθούν αλλά πλήττουν σοβαρά τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Δεν αναφέρομαι μόνο στη διαπραγματευτική διαδικασία ως τέτοια. Μεταξύ άλλων παρενεργειών, προκαλούν ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους δικαιολογημένα αισθήματα απογοήτευσης και καχυποψίας ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Συνεπώς, όλοι αυτοί που διακηρύττουν ότι θέλουν λύση, αν πραγματικά το εννοούν οφείλουν να κινηθούν προς την κατεύθυνση της Τουρκίας. Ήταν αυτή και όχι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης που οδήγησε τα πράγματα στο άκρως ανεπιθύμητο σημείο της αναστολής της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Η Τουρκία προκάλεσε την κρίση και αυτή οφείλει να την εκτονώσει. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί τρόπος ανάκλησης των προκλητικών ενεργειών, έτσι που να καταστεί δυνατή η επανέναρξη της διαπραγμάτευσης.

Έρχομαι τώρα στο τι πρέπει να γίνει. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πρέπει να διερωτηθούμε γιατί η Τουρκία επέλεξε τη συγκεκριμένη στιγμή για να προχωρήσει σε μια τόσο σοβαρή πρόκληση.

Πιστεύουμε ότι η Τουρκία θεώρησε ότι είναι κατάλληλες οι συνθήκες για να επιχειρήσει εξαργύρωση της διακηρυγμένης πρόθεσής της να αναλάβει, με το αζημίωτο, χερσαίες επιχειρήσεις ενάντια στους τζιχαντιστές. Προφανώς θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες την έχουν απόλυτη ανάγκη και ως εκ τούτου δεν θα είναι σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματική πίεση για να την αποτρέψουν. Αποδεικνύεται για πολλοστή φορά αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορούμε να φανούμε πιο χρήσιμοι για τους Δυτικούς από ότι η Τουρκία.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία αποφάσισε να αναλάβει αυτή την ώρα τέτοιας εμβέλειας παράνομη ενέργεια. Για να γίνουν κατανοητοί, θεωρώ αναγκαία μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν.

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν σταδιακά, συγκεκριμένα και σταθερά βήματα που οδήγησαν στην πρώτη γεώτρηση, χωρίς η Τουρκία να μπορέσει να μας εμποδίσει: Ανακηρύχθηκε η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπογράφηκαν συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο, δίχως ακόμα η τελευταία να έχει επικυρωθεί, όλες στη μέση γραμμή. Αδειοδοτήθηκαν οικόπεδα στις οριοθετημένες περιοχές, κάτι που εξ αντικειμένου και σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας καθιστούσε την Τουρκία αποκλειστικά υπεύθυνη για τις προκλήσεις και παραβιάσεις στις μη οριοθετημένες βορειοδυτικές περιοχές της ΑΟΖ. Επιλέγηκαν προσεκτικά οι εταιρείες, με περίοπτη θέση στα κριτήρια επιλογής το θέμα της εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σημαντικό ήταν και το κριτήριο του μεγέθους και της εμπειρίας των εταιρειών.
Επιπρόσθετα, επιδιώξαμε και επιτύχαμε συμφωνία με τον Ταλάτ στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών: Όλες ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένης της ΑΟΖ, θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα. Το ίδιο θα ισχύει για την οριοθέτηση και επίλυση διαφορών με γειτονικά κράτη. Όλα αυτά θα γίνονται σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διεθνών συνθηκών της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε συνδυασμό με τη σύγκλιση ότι οι φυσικοί πόροι (στους οποίους εξ ορισμού περιλαμβάνεται το φυσικό αέριο) επίσης θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα, καθώς και με τη σύγκλιση αναφορικά με την κατανομή των ομοσπονδιακών εσόδων, είναι φανερό ότι με τη λύση του Κυπριακού το θέμα του φυσικού αερίου θα είναι βασικά λυμένο. Φτάνει βέβαια να γίνουν σεβαστές οι προαναφερθείσες συγκλίσεις. Αυτό είναι το επιχείρημα και η πειστική απάντηση στη θέση της Τουρκίας ότι το φυσικό αέριο ανήκει και στους Τουρκοκύπριους.

Κοντολογίς, στις βορειοδυτικές περιοχές που η Τουρκία – κακώς – διεκδικεί για λογαριασμό της, η απάντηση ήταν πως πρόκειται για μέρος της δικής μας ΑΟΖ και είναι εκείνη που προκαλεί και παραβιάζει το δίκαιο της θάλασσας. Στις δε περιοχές που – κάκιστα – διεκδικεί για λογαριασμό του ψευδοκράτους, η απάντηση ήταν ότι με τη λύση του Κυπριακού η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα είναι πλήρως κατοχυρωμένη, με τρόπο μάλιστα που έχει ήδη συμφωνηθεί.

Ακολουθώντας την πιο πάνω πολιτική, κατορθώσαμε να ολοκληρώσουμε με επιτυχία την πρώτη γεώτρηση.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Εντός της διαπραγματευτικής διαδικασίας αποδείξαμε ότι μπορούσαμε να προχωρήσουμε, αφού τρία κεφάλαια ήταν σχεδόν συμφωνημένα (Διακυβέρνηση και Διαμοιρασμός Εξουσιών, Οικονομία, Θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης). Από εκεί και πέρα γνώριζαν οι πάντες ότι ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε πρόοδος στα υπόλοιπα τρία κεφάλαια ήταν ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν δεχόταν να συζητήσει ολοκληρωμένα το εδαφικό πριν συμφωνηθούν όλα τα άλλα κεφάλαια, κάτι που αναπόφευκτα παρεμπόδιζε και την πρόοδο στο άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό κεφάλαιο του περιουσιακού, ενώ το κεφάλαιο της ασφάλειας το παρέπεμπε σε πολυμερή συνάντηση.

Όταν ανέλαβε την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ο Έρογλου, τορπίλισε τις συγκλίσεις και κατά γενική παραδοχή ήταν αυτός που οδήγησε τις συνομιλίες σε αδιέξοδο και έφερε ακεραία την ευθύνη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Τουρκία δυσκολευόταν να προχωρήσει σε προκλήσεις όπως η τελευταία.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν ο κ. Αναστασιάδης κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, ευθύς εξαρχής το ΑΚΕΛ τον προέτρεψε να επιδιώξει συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που είχαν μείνει. Προειδοποιήσαμε ότι η εξυπαρχής διαπραγμάτευση θα καθιστούσε τη διαπραγματευτική διαδικασία ατελέσφορη και ατέρμονη, θα εγκυμονούσε κινδύνους να επαναφέρει η τουρκοκυπριακή πλευρά διχοτομικές θέσεις που αποκλείστηκαν με τις συγκλίσεις και σε τελευταία ανάλυση είτε θα οδηγούμασταν σε αδιέξοδο είτε θα εύρισκαν πρόσφορο έδαφος καλοθελητές για να επιχειρήσουν επιβολή λύσης της δικής τους αρεσκείας.

Πέρασε ενάμιση χρόνος από τότε και τα ίδια τα γεγονότα επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, τους πιο πάνω φόβους μας. Η Κοινή Διακήρυξη, το μόνο κείμενο που έχει συμφωνηθεί μέχρι σήμερα, είναι υποδεέστερο των κοινών ανακοινωθέντων Χριστόφια – Ταλάτ, κυρίως στο ζήτημα της αδιαίρετης κυριαρχίας. Η διαδικασία ανασκόπησης θέσεων, γνωστή ως screening, που ακολούθησε, διεύρυνε σημαντικά το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Χάσμα που διευρύνθηκε περαιτέρω με τη διαδικασία κατάθεσης εγγράφων. Ο Έρογλου, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την απροθυμία του Προέδρου να δεσμευτεί με τις συγκλίσεις, αίφνης μετατράπηκε σε διαπρύσιο κήρυκα τους, κατηγορώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι αυτή τις αχρήστευσε και επαναφέροντας διχοτομικές θέσεις του παρελθόντος που είχαν αποκλειστεί. Αυτά δεν τα λέμε μόνο εμείς. Ο ίδιος ο Πρόεδρος και η ομάδα του, ορθά πράττοντας, κατέγραψαν σωρεία τέτοιων παρασπονδιών.

Επαναλαμβάνω, θέση του ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ότι η διαπραγμάτευση έπρεπε να συνεχιστεί από εκεί που είχε μείνει και να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα. Ήταν, ωστόσο, αναμενόμενο ότι αφού δεν μπορούσε να βρεθεί κοινή συνισταμένη με τις συγκλίσεις, κάποια στιγμή θα επιχειρείτο ξεπέρασμα του αδιεξόδου με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, συμφωνήθηκε να εγκαταλειφθεί η ατέρμονη συζήτηση αναφορικά με τις συγκλίσεις και να συζητηθούν απευθείας τα βασικά εκκρεμούντα θέματα.

Το ΑΚΕΛ ξεκαθάρισε κατ’ επανάληψη ότι στηρίζει τη διαπραγματευτική διαδικασία, αφού αυτή συνιστά τον μόνο προσφερόμενο τρόπο για λύση του Κυπριακού. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαμε να διαφωνήσουμε με τη συμφωνηθείσα διαδικασία αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε όχι μόνο με ουσιαστικό, αλλά και με διαδικαστικό αδιέξοδο. Ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί τις ολέθριες συνέπειες τυχόν τέτοιας εξέλιξης.

Ωστόσο, η στήριξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας καθόλου δεν σημαίνει ότι θεωρούμε ενδεδειγμένη τη συγκεκριμένη μεθοδολογία που συμφωνήθηκε. Είναι μεν και δική μας θέση ότι πρέπει να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα, αυτό δηλαδή που συμφωνήθηκε να γίνει, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: Τα εκκρεμούντα θέματα έπρεπε να συζητηθούν αφού προηγουμένως επαναβεβαιωθούν οι συγκλίσεις. Αυτό δεν έγινε και ως εκ τούτου η συμφωνηθείσα διαδικασία, αν και όταν επαναρχίσουν οι συνομιλίες, θα συναντήσει ευθύς εξαρχής δυσκολίες, ακόμη και στο ποια ακριβώς θέματα (όχι κεφάλαια) θεωρούνται εκκρεμούντα. Είναι αυτονόητο ότι για να καθοριστούν τα εκκρεμούντα θέματα πρέπει προηγουμένως να καθοριστούν τα μη εκκρεμούντα∙ τα συμφωνημένα. Η διαδικασία της παράλληλης διαπραγμάτευσης ενός κεφαλαίου που επιλέγει η μια πλευρά με κεφάλαιο που επιλέγει η άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει διαδικαστικά το θέμα των κεφαλαίων που θα συζητηθούν αλλά όχι και των βασικών εκκρεμούντων θεμάτων, αφού τέτοια υπάρχουν σε όλα τα κεφάλαια.

Δυσκολίες θα συναντήσουμε ακόμα και με τα θέματα που θα συμφωνούν και οι δύο πλευρές ότι είναι εκκρεμούντα, όπως για παράδειγμα πλείστα θέματα που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια του εδαφικού και της ασφάλειας και εγγυήσεων. Με δεδομένη την πάγια στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς να μην ξανοίγεται στο εδαφικό πριν την τελευταία φάση και να παραπέμπει το κεφάλαιο της ασφάλειας σε πολυμερή, διατηρούμε ισχυρές αμφιβολίες κατά πόσον θα τα συζητήσει κατά ουσιαστικό τρόπο σε αυτή τη φάση.

Τέλος, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά το ότι μετά από τη συζήτηση των εκκρεμούντων βασικών θεμάτων θα ακολουθήσει διαδικασία πάρε – δώσε. Αυτό θα είχε νόημα μόνο αν ήμασταν κοντά σε συνολική διευθέτηση, με άλλα λόγια αν ίσχυαν οι συγκλίσεις στα υπόλοιπα θέματα. Αν δεν ισχύουν οι συγκλίσεις αλλά οι θέσεις που κατατέθηκαν, πώς θα γίνει πάρε – δώσε με τέτοιο χάσμα;

Τα πιο πάνω τα αναφέρω για προβληματισμό αφού εκείνο που προέχει τώρα είναι να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές προκλήσεις, να αρθούν τα τετελεσμένα και να μπορέσει να επαναρχίσει η διαπραγματευτική διαδικασία. Το ΑΚΕΛ πιστεύει ότι επιβάλλεται συλλογική αντιμετώπιση της κατάστασης, με άντληση διδαγμάτων από τη μέχρι σήμερα πορεία, μακριά από κακώς νοούμενα γόητρα και μικροπολιτικές ή μικροκομματικές σκοπιμότητες. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και επιβάλλει ενότητα δράσης στο βαθμό που αυτή είναι δυνατή.

Επαναλαμβάνω πως τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί κινούνται βασικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Μπορούμε, όμως, να προβληματιστούμε για περαιτέρω ενέργειες. Από όσα έχω προαναφέρει, αντιλαμβάνεστε ότι εμείς πιστεύουμε ότι τέτοιες ενέργειες έχουν άμεση σχέση και με την πορεία των συνομιλιών. Εκεί χρειαζόμαστε αλλαγή πλεύσης όπως την ανέλυσα πιο πάνω.

Από εκεί και πέρα αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει άποψη για προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας αν η Τουρκία προχωρήσει με την εφαρμογή της οδηγίας προς ναυτιλλομένους. Το ΑΚΕΛ δεν διαφωνεί με αυτό, αλλά επιβάλλεται προεργασία και αποφυγή του ρίσκου μιας προσφυγής που θα αποτύχει, γιατί αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο.

Επειδή πρόσφατα στο Ευρωκοινοβούλιο αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι οι διακηρύξεις δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες ενέργειες, πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να αναδεικνύουμε τα πραγματικά γεγονότα όπως τα περίγραψα πιο πάνω. Έστω και αν ισχύει το «ου πείσεις καν με πείσεις», δικό μας καθήκον είναι να εκθέτουμε όσους «σφυρούν αδιάφορα». Βεβαίως, εμείς αναπτύσσουμε την επιχειρηματολογία μας αλλά θα ήταν σημαντικό, αν είναι δυνατό, αυτή να στηρίζεται εγκύρως και ευρύτερα. Μέσα από αυτό το σκεπτικό ίσως θα άξιζε τον κόπο να διερευνήσουμε κατά πόσον προσφέρονται κάποιες άλλες δυνατότητες.

Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι δεν είναι εφικτή η προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο, αφού προαπαιτείται αποδοχή της δικαιοδοσίας ή συνυποσχετικό και η Τουρκία ούτε το ένα δέχεται ούτε το άλλο. Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη δυνατότητα που διευκρινίζω ότι τη θέτω μόνο για προβληματισμό αφού και αυτή εγκυμονεί δυσκολίες και κινδύνους. Αναφέρομαι στη δυνατότητα να ζητηθεί γνωμοδότηση από το διεθνές δικαστήριο. Αυτό δεν απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας αλλά χρειάζεται απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της Γενικής Συνέλευσης με πλειοψηφία 2/3. Στο μεν Συμβούλιο Ασφαλείας θα αντιμετωπίσουμε κίνδυνο βέτο, στη δε Γενική Συνέλευση μπορούμε να βολιδοσκοπήσουμε προτού το επιχειρήσουμε.

Με προσεκτική διατύπωση των ερωτημάτων έχουμε πολύ καλή πιθανότητα, για να μην πω βεβαιότητα, θετικής γνωμοδότησης αναφορικά με το οριοθετημένο μέρος της ΑΟΖ ενώ η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη στις βορειοδυτικές και μη οριοθετημένες περιοχές που διεκδικεί η Τουρκία.

Ασφαλώς θα πρόκειται για γνωμοδότηση και όχι δεσμευτική απόφαση, αλλά ο καθένας μας αντιλαμβάνεται ότι θα πρόκειται για ισχυρό όπλο που θα ενισχύει τις δικές μας θέσεις.
Παρόμοια διερεύνηση θα μπορούσε να γίνει και με τις νομικές υπηρεσίες του Ευρωκοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, με πρώτιστο μέλημα να διερευνήσουμε το κατά πόσον έχουν τέτοια δικαιοδοσία ή όχι και με ποιο τρόπο θα πρέπει να τεθούν τα σχετικά ερωτήματα.

Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι η αναβίωση εύηχων συνθημάτων του παρελθόντος, τα οποία γνωρίζουμε πού οδήγησαν. Εννοώ όσα ακούστηκαν μετά τη συνομολόγηση της πρόσφατης συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας για θαλάσσια έρευνα και διάσωση. Ήταν μια χρήσιμη συμφωνία που καλύπτει ένα σοβαρό κενό, αφού γνωρίζουμε πόσο πάσχουμε σε αυτό τον τομέα. Ταυτόχρονα, δεν παύει να είναι μία συμφωνία ρουτίνας, παρόμοια με αυτές που και εμείς και η Ελλάδα έχουμε με αρκετές γειτονικές χώρες. Διερωτώμαι, προς τι τα όσα διθυραμβικά ακολούθησαν για δήθεν ενοποίηση του θαλάσσιου χώρου και αναβίωση του ενιαίου αμυντικού δόγματος; Μήπως τα μαθήματα του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος δεν έγιναν μαθήματα; Ελπίζω ειλικρινά να μην υπάρξει ανάλογη συνέχεια γιατί αν σκεφτόμαστε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με αυτό τον εξεζητημένο τρόπο, και πάλι θα αποτύχουμε παταγωδώς και θα προσγειωθούμε ανώμαλα.»