Ο άνδρας που σκότωσε δύο Αμερικανούς δημοσιογράφους σε απευθείας μετάδοση την Τετάρτη σχεδίαζε να προβεί και σε άλλες βίαιες ενέργειες, υποστήριξε σήμερα ο κυβερνήτης της Βιρτζίνιας.
Ο Τέρι Μακόλιφ επισκέφθηκε το στούντιο του τοπικού καναλιού WDBJ όπου εργάζονταν η 24χρονη Άλισον Πάρκερ και ο εικονολήπτης Άνταμ Γουόρντ, 27 ετών, δύο ημέρες μετά την εν ψυχρώ δολοφονία τους από τον Βέστερ Φλάναγκαν, 41 ετών.
Ο Φλάναγκαν, πρώην εργαζόμενος στον ίδιο σταθμό που απολύθηκε το 2013, αυτοκτόνησε λίγες ώρες μετά τη διπλή ανθρωποκτονία, αφού εντοπίστηκε από αστυνομικούς να κινείται με το όχημά του σε έναν αυτοκινητόδρομο κατευθυνόμενος προς την Ουάσινγκτον.
“Πληροφορηθήκαμε σήμερα ότι το άτομο αυτό είχε πολλά πυρομαχικά και σκόπευε να βλάψει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, όπως πιστεύουμε”, σχολίασε ο κυβερνήτης. “Προφανώς δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό του για να ανακαλύψουμε τι σκόπευε να κάνει όμως όλα δείχνουν ότι είχε κακές προθέσεις”, συνέχισε.
Ο Φλάναγκαν χρησιμοποίησε ένα πιστόλι που είχε αγοράσει παράνομα για να σκοτώσει τους δύο πρώην συναδέλφους τους και να τραυματίσει μια γυναίκα, τη Βίκι Γκάρντνερ, που εκείνη την ώρα έδινε συνέντευξη στην Άλισον Πάρκερ. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκε το πιστόλι, έξι γεμιστήρες, μια λίστα με πράγματα που είχε σημειώσει να κάνει –το περιεχόμενό της δεν αποκαλύφθηκε– καθώς και 17 επιστολές. Σε μια βαλίτσα βρέθηκαν επίσης τρεις πινακίδες κυκλοφορίας και μια περούκα.
Ο κυβερνήτης, που πρόσκειται στο Δημοκρατικό Κόμμα και έχει στην κατοχή του κυνηγετικά όπλα, τάχθηκε υπέρ της επέκτασης των “λογικών” ελέγχων των υποψήφιων αγοραστών όπλων. Οι έλεγχοι είναι υποχρεωτικοί στα καταστήματα, όχι όμως και για τις συναλλαγές που γίνονται σε εκθέσεις, μεταξύ ιδιωτών ή μέσω του διαδικτύου. “Αν πάτε σε μια έκθεση όπλων, σε ορισμένες υπάρχουν μεγάλα πανώ που γράφουν “ελάτε να αγοράσετε εδώ, δεν κάνουμε ελέγχους” αποκάλυψε ο κυβερνήτης.
Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επιχείρησε ανεπιτυχώς να σκληρύνει το νόμο μετά τη σφαγή 20 παιδιών στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ του Κονέκτικατ, τον Δεκέμβριο του 2012. Τον περασμένο μήνα παραδέχτηκε ότι η αποτυχία του στο θέμα αυτό είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση που αισθάνθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Η Χίλαρι φέρνει στο προσκήνιο την οπλοκατοχή
Η Χίλαρι Κλίντον δήλωσε σήμερα ότι θέλει “να τελειώνει με τη βία από πυροβόλα όπλα” μετά την εν ψυχρώ δολοφονία δύο δημοσιογράφων, τονίζοντας ότι “κάτι πάει πολύ στραβά” στις ΗΠΑ, τη χώρα που κατέχει το ρεκόρ των ανθρωποκτονιών μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών.
“Κανείς δεν σηκώνεται για να πει αυτό που όλοι ξέρουμε: πρέπει να τελειώνουμε με τη βία των πυροβόλων” είπε η υποψήφια για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2016, σε μια συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής του κόμματος.
“Μετά τα φριχτά γεγονότα της Τετάρτης, όταν δύο δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση και ένας αστυνομικός σκοτώθηκε στη Λουιζιάνα και πολλοί άλλοι (πεθαίνουν) καθημερινά σε μια σφαγή για την οποία δεν μιλά σχεδόν κανείς σήμερα στη χώρα μας, δεν ξέρω πώς γίνεται να μην συμπεράνουμε ότι κάτι πάει πολύ στραβά”, πρόσθεσε.
Καταχειροκροτούμενη, η πρώην υπουργός Εξωτερικών, έκανε λόγο για έλλειψη πρωτοβουλίας εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των ανθρωποκτονιών. “Είμαι πεπεισμένη ότι μπορούμε να εφαρμόσουμε λογικές μεταρρυθμίσεις για την οπλοκατοχή ώστε να εμποδίσουμε αυτούς που δεν θα έπρεπε να έχουν όπλα να τα αποκτήσουν –ανθρώπους που εμπλέκονται σε επεισόδια οικογενειακής βίας, άλλους που είναι βίαιοι και ασταθείς– σεβόμενοι τα δικαιώματα των λογικών κατόχων όπλων”, συνέχισε.
“Ξέρω ότι πρακτικά είναι δύσκολο. Ξέρω ότι ορισμένοι θα προτιμούσαν να κατεβάσουν τα χέρια μπροστά στο τόσο μεγάλο έργο και να εγκαταλείψουν τη μάχη. Όχι εγώ όμως. Δεν θα καθίσω να μην κάνω τίποτα ενώ άλλοι σκοτώνονται σε όλες τις ΗΠΑ”, κατέληξε.
Πολλοί υποψήφιοι του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις προεδρικές του 2016 κατήγγειλαν τις δολοφονίες των δημοσιογράφων όμως απέφυγαν να σχολιάσουν το συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικανών στην οπλοκατοχή. “Το πρόβλημα δεν είναι τα όπλα αλλά οι ψυχικές ασθένειες” είπε στο CNN ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πολυεκατομμυριούχος που προηγείται στην κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών.