Της Ανδρούλας Γκιούρωφ
Η θριαμβευτική εκλογική νίκη του Ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ έφερε ακόμα μια φορά στην επιφάνεια την υποκρισία του ιερατείου των Βρυξελλών και την προσαρμοστικότητα μερίδας ηγετών της ΕΕ να αλλάζουν στρατόπεδο όταν η ανάγκη το επιβάλλει.
Με εξαίρεση τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν ο οποίος πανηγύριζε υπέρ του φίλου του Τραμπ, πριν ακόμα γνωστοποιηθούν τα τελικά αποτελέσματα, οι υπόλοιποι ηγέτες της Ε.Ε. εμφανίστηκαν μουδιασμένοι και αμήχανοι για την παταγώδη ήττα της Κάμαλα Χάρις την οποίαν υποστήριζαν σιωπηρά μεν επιδεικτικά δε με πλάγιες αναφορές ή με τις κατά καιρούς «πειραγμένες» δημοσκοπήσεις των συστημικών ΜΜΕ που προέβλεπαν αμφίρροπο αποτέλεσμα ή επικράτηση της υποψήφιας των Δημοκρατικών.Ο Γάλλος πρόεδρος ενώ απέκλειε το ενδεχόμενο εκλογής του Τραμπ ήταν από τους πρώτους που έσπευσε να τον συγχαρεί δηλώντας την πλήρη υποταγή του.
Τώρα όλοι χορεύουν στους ρυθμούς Τραμπ αναμένοντας με αγωνία εάν ο τελευταίος υλοποιήσει τις προεκλογικές του εξαγγελίες που αφορούν την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη το Ισραήλ συνεχίζει ανενόχλητο μια λυσσαλέα γενοκτονία κατά των Παλαιστινίων, αποδεκατίζοντας παιδιά και αμάχους με την πρόφαση πως κτυπά «τρομοκράτες». Σύμφωνα με μια τελευταία έκθεση του ΟΗΕ σχεδόν το 70% των θυμάτων από τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ σε Γάζα και Λίβανο είναι γυναίκες και παιδιά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος τρομοκράτης στον κόσμο από το κράτος του Ισραήλ. Οι Δυτικοί αποστρέφουν το βλέμμα από το δράμα ενός λαού που για 70 τόσα χρόνια διεκδικεί με νύχια και με δόντια μια σπιθαμή πατρίδας. Το Ισραήλ ένας παραχαϊδευμένος τρομοκράτης που εξοπλίζεται από ΗΠΑ και ΕΕ τώρα με την επικράτηση του Τραμπ ελπίζει σε μεγαλύτερη στήριξη για να πλήξει το Ιράν κλιμακώνοντας την ένταση και τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή.
Η νίκη Τραμπ εγείρει αμείλικτα ερωτήματα για τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή. Τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα και ποιο θα είναι το μέλλον του ΝΑΤΟ τα επόμενα χρόνια όταν ο Τραμπ ζητά από τις χώρες μέλη να καταβάλλουν το 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες.
Ελπίδα για κάποιους, φόβος για άλλους, η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο είναι πιθανό να έχει καθοριστικό αντίκτυπο στις δύο συγκρούσεις που διχάζουν τη διεθνή κοινότητα: τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον κίνδυνο κλιμάκωσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή μετά από περισσότερο από ένα χρόνο συγκρούσεων μεταξύ του Ισραήλ με την Χαμάς στη Γάζα και την Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Πάνω απ’ όλα, φοβούνται ότι θα μειώσει τη στρατιωτική υποστήριξη που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία, τη στιγμή που ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι θέλει να διαπραγματευτεί μια λύση σε «24 ώρες». Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Πολωνία, οι χώρες της Βαλτικής και η Γαλλία, δηλώνουν ότι θέλουν να επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο την υποστήριξη τους προς το Κίεβο, την ώρα που η Ρωσία σημειώνει νίκες κατά της Ουκρανίας. Οι Ευρωπαίοι δεν θα μπορέσουν να πάρουν τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών αν ο Τραμπ αποφασίσει να μειώσει τη στρατιωτική του υποστήριξη. Πόσο μάλλον που αρκετές χώρες , αρχής γενομένης από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, επικρίνουν την ευρωπαϊκή υποστήριξη προς την Ουκρανία, όπως η Γερμανία, που σκοπεύουν να τη μειώσουν.
Οι Ευρωπαίοι θυμούνται επίσης ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ έκανε μια σειρά από επιθέσεις στο ΝΑΤΟ και προέτρεψε τις χώρες μέλη της βορειοατλαντικής συμμαχίας , ιδίως τη Γερμανία, να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2%. Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 τρέμει στην προοπτική ενός ενδεχόμενου εμπορικού πολέμου με τον Τραμπ να απειλεί να αυξήσει τους δασμούς όχι μόνο στα προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, σε εκείνα των διατλαντικών εταίρων του. Ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες ως προς τον τρόπο αντίδρασης στον προστατευτισμό που διεκδικούν οι Ρεπουμπλικάνοι. Ορισμένες πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο, θέλουν να συμβιβαστούν, ενώ άλλες, όπως το Παρίσι, προτείνουν να υπερασπιστούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, να κινηθούν προς μια μεγαλύτερη «κυριαρχία» επί της ηπείρου απέναντι στον Αμερικανό σύμμαχο τους.
Καμιά ελπίδα για τους Παλαιστινίους
Αν υπάρχει ένας ηγέτης που ανυπομονούσε να συγχαρεί τον Ντόναλντ Τραμπ για την επανεκλογή του, αυτός είναι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενζιαμίν Νετανιάχου ο οποίος έσπευσε να τον συγχαρεί για τη «μεγαλύτερη επιστροφή στην ιστορία», πριν ακόμη γίνουν γνωστά τα πλήρη αποτελέσματα των εκλογών.
Οι αμφίσημες τοποθετήσεις Τραμπ δεν αποτελούν ελπίδα σωτηρίας για τους Παλαιστινίους. Παρότι προεκλογικά κάλεσε το Ισραήλ να «βάλει τέλος στο πρόβλημα» στα παλαιστινιακά εδάφη ταυτόχρονα κατηγόρησε την κυβέρνηση των Δημοκρατικών ότι προσπαθούν να «συγκρατήσουν» τον κ. Νετανιάχου. Όταν ρωτήθηκε στο πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ με τον Τζο Μπάιντεν τον Ιούνιο αν θα υποστήριζε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, απάντησε: «Θα πρέπει να το δω».
Οι ειδικοί αναμένουν ότι η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει τα βήματα της πρώτης του στη Μέση Ανατολή. Πιθανόν να επαναφέρει την πολιτική του “ρεαλιστικού απομονωτισμού”, ενισχύοντας τις χώρες δορυφόρους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με στόχο την αμερικανική αποχώρηση από την περιοχή. Αυτό σημαίνει τη διασφάλιση της περιφερειακής συνεργασίας με το Ισραήλ, την υποστήριξη της στρατιωτικής αυτονομίας του και την εναντίωση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο αρχιτέκτονας των συμφωνιών του «Αβραάμ», βάσει των οποίων τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν συμφώνησαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ από το 2020. Τώρα ενδεχομένως να επιδιώξει την επέκταση αυτών των συμφωνιών , ιδίως όσον αφορά την Σαουδική Αραβία με την οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις , κάτι που η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε να διασφαλίσει λόγω της επίθεσης της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου και του πολέμου στη Γάζα που ακολούθησε. Η επίθεση τότε είχε προφανώς σαν κύριο στόχο να τορπιλίσει τις συμφωνές του «Αβραάμ».
Πάντως ένα είναι σίγουρο πως ο Τραμπ θα εντείνει την πολεμική του κατά του Ιράν. Άλλωστε είναι γνωστό πως με εντολή του Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο του 2020 δολοφονήθηκε σε επίθεση μη επανδρωμένου αεροσκάφους των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, ο Ιρανός στρατηγός Γκασέμ Σουλεϊμανί, επικεφαλής της Δύναμης Αλ Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης.
Τον Μάιο του 2018, ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), το οποίο χαρακτήρισε ως «τη χειρότερη συμφωνία στην ιστορία». Επέβαλε μια σειρά οικονομικών κυρώσεων που οδήγησαν σε μείωση των ξένων επενδύσεων στο Ιράν και σε πτώση των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου. Όμως αυτή η πολιτική είχε ελάχιστα αποτελέσματα.
Από το 2020 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Η Ρωσία στο ουκρανικό μέτωπο έχει ρεζιλέψει τις χώρες του ΝΑΤΟ οι οποίες ηττώνται κατά κράτος. Σε στρατιωτικό επίπεδο έχει συνάψει σημαντικές συμφωνίες με την Κίνα, το Ιράν και με άλλες χώρες ενώ σε οικονομικό επίπεδο η ομάδα των BRICS αναδύεται ως το αντίπαλο δέος πάνω στο οποίο συνθλίβονται οι αναποτελεσματικές κυρώσεις που επιβάλλουν ΗΠΑ και Ε.Ε.
Λίγες ημέρες μετά την τελευταία ιρανική πυραυλική επίθεση στο ισραηλινό έδαφος (που αφορούσε 181 βαλλιστικούς πυραύλους), ο Τραμπ συμβούλεψε το Ισραήλ να «χτυπήσει πρώτα τα πυρηνικά και να ανησυχεί για τα υπόλοιπα αργότερα». Η πρόσφατη μεταφορά από την Τεχεράνη βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς στη Ρωσία για χρήση στον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας ενδεχομένως να ωθήσει τους ρεπουμπλικάνους να υιοθετήσουν πιο σκληρή στάση έναντι του Ιράν.Όμως το Ιράν δεν είναι μόνο. Έχει δίπλα του τη Ρωσία , μια υπερδύναμη που τα έβαλε με πάνω από 40 χώρες (μέλη και μη μέλη του ΝΑΤΟ) που δια αντιπροσώπων πολεμούσαν εναντίον της στην Ουκρανία .
Με την Ρωσία να καταγράφει νίκες σε όλα τα μέτωπα του πολέμου θα δυσκολευτεί ο Τραμπ να λύσει ένα πρόβλημα σε 24 ώρες το οποίο μάλιστα προκάλεσαν οι ΗΠΑ το 2014 με το πραξικόπημα στο Κίεβο που είχε ως στόχο να περικυκλώσουν την Ρωσία με ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα.
Μπορεί ο Τραμπ να επέκρινε διαρκώς την πολιτική υποστήριξης του Τζο Μπάιντεν προς την Ουκρανία και να κατηγορούσε τον Ζελένσκι χαρακτηρίζοντας τον «ως τον καλύτερο πωλητή στον πλανήτη» στις 25 Σεπτεμβρίου, όταν ο Ουκρανός πρόεδρος επισκεπτόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά για τον απρόβλεπτο Τραμπ.
Οι σύμμαχοι του Κιέβου φοβούνται ότι μια ταχεία επίλυση του πολέμου θα σημαίνει αναπόφευκτα εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία και εγκατάλειψη των φιλοδοξιών της Ουκρανίας να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Δικαιολογημένα στην Μόσχα κρίνουν πως δεν έχει καμιά σημασία ποιος θα είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου.
Υπενθυμίζουμε πως οι πρώτες αμερικανικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, που επιβλήθηκαν μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, δεν είχαν αρθεί. Αντίθετα αυξήθηκαν ακόμη και υπό την πρώτη προεδρία Τραμπ.
Πέρα από την προσωπικότητα του Αμερικανού προέδρου, είναι το κατεστημένο που βρίσκεται στην εξουσία στην Ουάσινγκτον.
«Όποιος κι αν κερδίσει τις εκλογές, δεν βλέπουμε πώς η Αμερική μπορεί να αλλάξει τον ρωσοφοβικό της προσανατολισμό», δήλωσε την 1η Νοεμβρίου ο Σεργκέι Λαβρόφ, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας.