Η βορειοδυτική Ευρώπη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης υδρογόνου με χαμηλές εκπομπές ρύπων, τονίζει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), υπογραμμίζοντας ότι αν όλα τα προγραμματισμένα έργα αρχίσουν να λειτουργούν εμπορικά, η βορειοδυτική Ευρώπη θα μπορούσε να παράγει περίπου 7 εκατομμύρια τόνους (Mt) υδρογόνου χαμηλών εκπομπών ρύπων, ετησίως, μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, καλύπτοντας περίπου το 2% της πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης της περιοχής.
Η τελευταία έκθεση «Northwest European Hydrogen Monitor» του ΙΕΑ, που εκδόθηκε την Τετάρτη, διαπιστώνει ότι η Βορειοδυτική Ευρώπη – μια περιοχή που περιλαμβάνει την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία, την Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο – έχει τεράστιες δυνατότητες για την ενίσχυση της αγοράς υδρογόνου χαμηλών εκπομπών ρύπων και έχει κάνει πρόσφατα βήματα προόδου στην προώθηση σημαντικών κανονισμών, αλλά οι δεσμεύσεις για τόνωση της ζήτησης “παραμένουν βασική πρόκληση”.
«Η βορειοδυτική Ευρώπη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης υδρογόνου με χαμηλές εκπομπές ρύπων – αν και η επίτευξη των στόχων που έχουν θέσει οι χώρες της περιοχής για το 2030 θα απαιτήσει περαιτέρω προσπάθειες από τους φορείς χάραξης πολιτικής σε ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα», αναφέρεται στην έκθεση.
Ωστόσο, ο ΙΕΑ αναφέρει ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά, ο πληθωρισμός και οι αυξήσεις του κόστους ενδέχεται να οδηγήσουν τις χώρες να αναθεωρήσουν τους στόχους τους.
“Σε γενικές γραμμές, η έμφαση έχει δοθεί στην αναβάθμιση της παραγωγής υδρογόνου σε πολλές χώρες, αν και η προσοχή μετατοπίζεται επίσης γρήγορα στην τόνωση της ζήτησης”, σημειώνει ο Οργανισμός.
Στην έκθεση προστίθεται ότι η περιοχή αυτή αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ της συνολικής ζήτησης υδρογόνου στην Ευρώπη, ενώ διαθέτει «τεράστιο και ανεκμετάλλευτο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη Βόρεια Θάλασσα και ένα καλά ανεπτυγμένο, διασυνδεδεμένο δίκτυο φυσικού αερίου, το οποίο θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί εν μέρει για να διευκολύνει τη μεταφορά και τη διανομή ανανεώσιμου και χαμηλών εκπομπών υδρογόνου, από τις εγκαταστάσεις παραγωγής, στα κέντρα ζήτησης».
Ωστόσο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναφέρει στην έκθεση του ότι τα περισσότερα έργα υδρογόνου χαμηλών εκπομπών ρύπων που βρίσκονται στη βορειοδυτική Ευρώπη είναι ακόμη σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης.
Η νέα έκθεση διαπιστώνει ότι λιγότερο από το 4% των έργων που θα μπορούσαν να παράσχουν εφοδιασμό υδρογόνου χαμηλών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2030 είναι είτε σε λειτουργία, είτε βρίσκονται υπό κατασκευή ή έχουν καταλήξει σε τελικές επενδυτικές αποφάσεις.
«Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τα ποσοστά στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα», σημειώνει.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ταχεία ενίσχυση της προσφοράς θα απαιτήσει ισχυρότερη υποστήριξη από τους φορείς χάραξης πολιτικής. Συνιστά την ανάπτυξη μηχανισμών στήριξης σε όλη την αλυσίδα αξίας, από την έρευνα και την ανάπτυξη έως την παραγωγή, τη μεταφορά και την κατανάλωση. Η τόνωση της ζήτησης είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένης της ανάγκης να σταλούν σαφή μηνύματα στους επενδυτές που εξετάζουν σχέδια παραγωγής.
“Οι χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης είναι πρωτοπόρες στον τομέα του υδρογόνου χαμηλών εκπομπών ρύπων, ενώ πολλές συνεχίζουν να αυξάνουν τις φιλοδοξίες τους για την παραγωγή αυτή τη δεκαετία”, δήλωσε ο Keisuke Sadamori, Διευθυντής του ΙΕΑ για τις ενεργειακές αγορές και την ασφάλεια.
“Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων θα απαιτήσει πιο τολμηρή δράση από τους φορείς χάραξης πολιτικής, και μάλιστα σύντομα, δεδομένου του μεγάλου χρόνου παράδοσης που απαιτείται για πολλά έργα υδρογόνου”, υπογραμμίζει.