ΕΔΟΥΑΡΔΟ ΓΚΑΛΕΑΝΟ :Εσβησε η φωνή που αφύπνισε τη Λατινική Αμερική

Ο συγγραφέας που  υπήρξε «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, που εισήχθη τη Μεγάλη Παρασκευή στο νοσοκομείο λόγω καρκίνου του πνεύμονα και πέθανε χθες σε ηλικία 74 ετών, υπήρξε εκείνος που «θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απαχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδας περιφρονημένης και αγαπητής».assets_LARGE_t_420_54491581_type12713

Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή λίγες ώρες μετά από αυτήν του Γκίντερ Γκρας, βυθίζοντας ακόμα περισσότερο στο πένθος τη λογοτεχνία.
Συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο το ντοκιμαντέρ με το μυθιστόρημα, τη δημοσιογραφία με την πολιτική ανάλυση και την Ιστορία, έδωσε νέα πνοή και στη λογοτεχνία και στην ιστορική μνήμη και στο ιστορικό μυθιστόρημα. Επαναστάτης και επαναστατημένος στο πλευρό των αδυνάτων και στο δικό μας για μια ζωή.
Στο Μοντεβιδέο
Συγγραφέας-θρύλος ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό «El Sol». Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας «Epoca» και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Marcha».
Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Crisis». Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία.
Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό. Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων για τη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων γνωστότερα είναι τα: «Su majestad el futbol» («Η αυτού μεγαλειότης το ποδόσφαιρο», 1968), «Las venas abiertas de America Latina» («Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», 1971, ελλ. εκδ. Θεωρία, 1982· Κουκκίδα, 2008), «Cronicas latinoamericanas» («Λατινοαμερικανικά χρονικά», 1972), «Dias y noches de amor y de guerra» («Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου», 1978, ελλ. εκδ. Εξάντας, 1978), «La trilogia, Memoria del fuego» («Τριλογία: Μνήμες φωτιάς», 1982-1986, ελλ. εκδ. Εξάντας, χ.χ.· Πάπυρος, 2009), «El libro de los abrazos» («Το βιβλίο των εναγκαλισμών», 1989, ελλ. εκδ. Κέδρος, 2001), «Patas arriba» («Ενας κόσμος ανάποδα», ελλ. εκδ. Στάχυ, 2000· Πιρόγα, 2008), «El futbol a sol y sombra» («Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», 1995, ελλ. εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998), κ.ά. Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις «Μνήμες φωτιάς» (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ιδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ). Μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες.
«Ενας κόσμος ανάποδα» έγραφε, υποστήριζε και αποδείκνυε: «Πριν από εκατό χρόνια, η Αλίκη, μετά το ταξίδι της στη χώρα των θαυμάτων, μπήκε σε έναν καθρέφτη για να ανακαλύψει τον κόσμο από την ανάποδη. Αν η Αλίκη ξαναγεννιόταν στις μέρες μας, δεν θα χρειαζόταν να περάσει μέσα από τον καθρέφτη, θα αρκούσε να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο». Παραδίδοντας τη δική του λογοτεχνία που υπήρξε «Καθρέφτες» και καθρέφτης «για έναν κόσμο που επιβραβεύει ανάποδα» και «η αδικία, λένε, είναι νόμος φυσικός».
«Οι αγορές και τα χρηματιστήρια τιμούν και επιβραβεύουν την εργασία των κερδοσκόπων και “κατασκευάζουν” τους ζητιάνους και τους πλούσιους αυτού του πλανήτη με εξαιρετική ευκολία» είχε πει. Και για την Ελλάδα και για την κρίση προφητικά είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Το Βήμα»: «Η Ελλάδα θα γνωρίσει τώρα αυτό που πάντα γνώριζε η Λατινική Αμερική: ότι ο κόσμος κατευθύνεται από υποτιθέμενους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι ασκούν τη διεθνή δικτατορία τους και κάθε φορά γίνονται όλο και λιγότερο ορατοί. Να ξέρετε, όμως, πως η ελευθερία του να υπακούς δεν είναι ελευθερία. Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος: είναι η ηχώ ξένων φωνών, είναι η σκιά άλλων σωμάτων».
Το τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, είναι ένα συμβολικό και επαναστατικό παραμύθι «Η ανάσταση του παπαγάλου» από τις εκδόσεις «Πάπυρος»: «Ο παπαγάλος, που ξεπήδησε από τη θλίψη» και είχε «κόκκινα φτερά του ουρανού, πράσινα φτερά της φυλλωσιάς, σκληρό ράμφος από πέτρα και χρυσαφί σαν πορτοκάλι, λόγια ανθρώπινα για να μιλά, νερό από δάκρυα για να πίνει και να δροσίζεται, ένα ανοιχτό παράθυρο για να δραπετεύει».
Ο οπαδός της Ουτοπίας, ωστόσο, «δραπέτευσε». Αφήνοντας πίσω του τη δική της αναγκαιότητα σαν ανοιχτά φτερά: «Βρίσκεται στον ορίζοντα, λέει ο Φερνάντο Μπίρι. Πλησιάζω δυο βήματα, κι εκείνη απομακρύνεται δυο βήματα. Περπατώ δέκα βήματα, κι ο ορίζοντας κάνει πίσω άλλα δέκα. Οσο κι αν προχωρήσω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Γι’ αυτό ακριβώς: για να προχωράμε». Ο Γκαλεάνο, εξάλλου, στις απόψεις του υπήρξε γενναία ξεκάθαρος: «Μπορούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη θέαση των πραγμάτων με το να συνδέσουμε όσα μοιάζουν ή παραμένουν ασύνδετα: Δεν υπάρχει φτώχεια που να μην εξηγείται από κάποιον πλούτο. Επιπλέον, η ελευθερία του χρήματος έχει πάντα ως συνέπεια την καταπίεση των ατόμων». «Το ξέρω, όμως, ας μην ξεχνάμε -και μην ξεχνάτε- πως όταν η Ιστορία λέει “αντίο”, εννοεί “εις το επανιδείν”, δηλαδή “πολύ σύντομα”. Το καλύτερο που προσφέρει αυτή η περιπέτεια της ζωής είναι η ανεξάντλητη ικανότητα της πραγματικότητας να μας εκπλήσσει». Κρατάμε ανοιχτό απ’ εκείνον, λοιπόν, το ενδεχόμενο: την ικανότητα της πραγματικότητας να μας εκπλήσσει. Κι εκείνο το ιστορικό «επανιδείν».