Ο δόλος του ιδεολογήματος των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»

 

Του Bruno   Guigue*

UnknownΕκτός από τους αντιδραστικούς οι οποίοι θεωρούν ότι οι κοινωνικές ιεραρχίες είναι θεμελιωμένες στη φύση και ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται για να διατάζουν και κάποιοι άλλοι για να υπακούουν, όλος ο άλλος κόσμος συμφωνεί πως πρέπει να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν μιλάμε όλοι για το ίδιο πράγμα. Αν με τούτη την έκφραση εννοούμε τη δυνατότητα για τον καθένα να απολαμβάνει τα κοινά αγαθά, τότε η πρόσβαση στην εργασία, στην κατοικία, στην περίθαλψη και την παιδεία, αποτελούν και αυτά μέρος των δικαιωμάτων του ανθρώπου – ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για να μην παίζουμε με τις λέξεις – στον ίδιο βαθμό με την   ελευθερία της έκφρασης ή την επιλογή του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Η όποια σοβαρή αντιμετώπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προϋποθέτει τη συμπερίληψη σε αυτά και των συλλογικών δικαιωμάτων, δηλαδή τη δυνατότητα του να ζει κανείς μέσα σε αξιοπρεπείς υλικές συνθήκες.

Αλλά αυτοί που υπερασπίζονται και μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα ενδιαφέρονται μόνο για τα ατομικά δικαιώματα και παραμελούν επιδεικτικά τα συλλογικά δικαιώματα. Όταν άτομα φυλακίζονται, ή εμποδίζονται να εκφραστούν, από αυταρχικές κυβερνήσεις, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δυσανασχετούν και εξανίστανται. Όταν όμως τεράστιες μάζες πεινασμένων ανθρώπων υφίστανται τον σιδερένιο νόμο του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, αυτό τους αφήνει παντελώς αδιάφορους. Η συμπόνια τους για την βασανιζόμενη  ανθρωπότητα είναι όλως παραδόξως επιλεκτική. Κινητοποιούνται μόνο για τις απομονωμένες μειονότητες ή τα μεμονωμένα άτομα, δρουν κατά περίπτωση, επιλέγοντας τα άτομα ή τις ομάδες που θεωρούν άξιες της προσοχής τους ενώ δεν τους βλέπουμε ποτέ να πάρουν το μέρος μιας κοινωνικά καταπιεσμένης τάξης και να την υποστηρίξουν.

Τούτο το μαρτυρά ξεκάθαρα το λεξιλόγιο που μεταχειρίζονται οι περισσότερες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) – στις οποίες πλειοψηφούν οι αγγλοσαξονικές. Εννοούν να μάχονται κατά των διακρίσεων και όχι εναντίον της εκμετάλλευσης, κατά των αποκλεισμών και όχι εναντίον της φτώχειας, κατά της στέρησης της ελευθερίας μερικών ατόμων και όχι εναντίον της εξαθλίωσης που επιβάλλεται στους περισσότερους. Η φιλοσοφία τους είναι η φιλοσοφία του φιλελεύθερου ατομικισμού, η οποία αναγνωρίζει μόνο άτομα-φορείς δικαιωμάτων και ελάχιστα ενδιαφέρεται να μάθει εάν ανάμεσά τους υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Χωρίς να μιλάμε για πάλη των τάξεων, αυτόν τον «βαρύ» όρο που δεν θέλουν καν να ακούσουν να προφέρεται. Η μόνη πάλη που μετράει γι’ αυτούς τους υπερασπιστές και μαχητές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είναι η πάλη που επιδιώκει να προσαρμόσει τα αφηρημένα άτομα σε έναν τύπο που περιορίζεται αποκλειστικά στις τυπικές ελευθερίες – και ατομικές – λησμονώντας ελαφρά τη καρδία πως αυτές οι ελευθερίες υφίστανται μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Εν ολίγοις αυτό το ιδεολόγημα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» του συρμού  αποκρύβει το γεγονός ότι τούτες οι ατομικές ελευθερίες δεν είναι όντως πραγματικές εκτός και αν  τα συλλογικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα και εγγυημένα από κοινωνικές δομές οι οποίες και τα ευνοούν. Με άλλα λόγια, τα ατομικά δικαιώματα εφαρμόζονται και ισχύουν μόνον όταν τα άτομα σιτίζονται σωστά και στεγάζονται, μορφώνονται και περιθάλπονται ευπρεπώς. Και με τη σειρά τους, όλες αυτές οι συνθήκες διαβίωσης συνυπάρχουν μόνον όταν ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων τις εγγράφει μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Εν συντομία, οι ιδεολόγοι και κράχτες των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» πολύ απλά λησμονούν ότι τα άτομα είναι ένα τίποτα χωρίς την κοινωνία και ότι τα ατομικά δικαιώματα, την εφαρμογή των οποίων επιζητούν, δεν είναι παρά αέρας κοπανιστός εάν η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε αφέντες και υποταχτικούς.

Η αδιαφορία αυτών των ιδεολόγων απέναντι στις συνθήκες εφαρμογής των δικαιωμάτων, τα οποία και εμπορεύονται ασύστολα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Μικροαστοί πλούσιων χωρών, οι υπερασπιστές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υπερασπίζονται τα δικαιώματα που οι ίδιοι απολαμβάνουν ή που θα μπορούσαν να απολαύσουν ή που θα ήθελαν να απολαμβάνουν και όλοι εκείνοι που τους μοιάζουν. Γιατί να σπαταλήσουν την ενέργειά τους παλεύοντας εναντίον της πείνας στον κόσμο όταν το πιάτο μπροστά τους είναι γεμάτο; Γιατί να παλέψουν για τη συλλογική κατοχή του πλούτου όταν οι ίδιοι δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα κάθε τέλος του μηνός; Παλεύοντας για τα «ανθρώπινα δικαιώματα» απλώς ραντίζουν με αγίασμα τις ψυχικές τους διαθέσεις ως κατέχοντες, που οι συνθήκες της ζωής που διάγουν ποτέ δεν τους επιτρέπουν να διερωτηθούν για τις αιτίες της καταπίεσης και της αδικίας, λέξεις που, ούτως ή άλλως, έχουν πάντοτε έτοιμες στα χείλη χωρίς ωστόσο να ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε.

Ολίγον τους ενδιαφέρει το γεγονός ότι οι φτωχοί είναι και παραμένουν φτωχοί, γιατί οι φτωχοί διεκδικούν γενικά άλλο πράγμα από την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία καθίστανται ανέφικτα εάν απουσιάζουν τα συλλογικά δικαιώματα. Όταν ο ακραίος πλούτος εφάπτεται της ακραίας φτώχειας, το να διεκδικείς, με την ελάχιστη σοβαρότητα, την ελευθερία της έκφρασης σημαίνει να απαιτείς την αφαίρεση από τους κεφαλαιοκράτες της δυνατότητας ελέγχου των ΜΜΕ προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας πιο αντικειμενικής πληροφόρησης. Αλλά ποτέ δεν έχουμε ακούσει έναν ιδεολόγο και κράχτη των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» να διατυπώνει διεκδικήσεις αυτού του είδους. Ο έλεγχος των ΜΜΕ δεν γίνεται αντικείμενο της εκδικητικής τους μανίας παρά μόνον όταν ασκείται από «κακούς δικτάτορες» που αψηφούν την παγκόσμια νέα τάξη πραγμάτων. Γιατουςάλλους, ουδένπρόβλημα.

Επιλεκτική, αυτή η ψευδο-ανθρωπιστική αγανάκτηση διαλέγει τα θύματά της. Οι άλλοι μπορούν να ψοφήσουν. Όταν «κατέρρευσε» ο κομμουνισμός το 1991, οι οργανώσεις των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» πανηγύριζαν. Μια και η ιδεολογία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είχε εφευρεθεί για να εξυπηρετήσει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αυτή η τελική νίκη εμφανίστηκε ως ο θρίαμβος και η αποθέωση της δικής τους κοσμοαντίληψης. Αλλά καμία από όλες αυτές τις οργανώσεις δεν ανέφερε το γεγονός ότι οι σοβιετικές φυλακές ήταν από καιρό άδειες και πως ο ολοκληρωτισμός, τον οποίο η πολιτική φιλοσοφία της δεκαετίας του 70 παρουσίαζε ως το απόλυτο κακό, ήταν στην πραγματικότητα ένα άδειο κοχύλι. Από την άλλη, κανείς απ’ όλους αυτούς τους «ανθρωπιστές» δεν συγκινήθηκε, έστω και κατ’ ελάχιστον, από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Γέλτσιν (1991-2000) το προσδόκιμο όριο ζωής υποχώρησε κατά δέκα χρόνια ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που επέβαλε στη Ρωσία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Αλλά έτσι είναι. Τα φτωχογεροντάκια που πεθαίνουν μαζικά στον καπιταλιστικό παράδεισο δεν ενδιαφέρουν τους υπερασπιστές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Η βασανισμένη ανθρωπότητα για την οποία γνοιάζονται οι έμπλεες «ανθρωπισμού» Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, συμπυκνώνεται σε ένα θολό σύνολο αφηρημένων και εξατομικευμένων προσώπων, η μοίρα των οποίων δεν ενδιαφέρει παρά μόνον όταν διαπιστώνεται μια κάποια παραβίαση των ατομικών τους δικαιωμάτων, κατά προτίμηση σε κάποια εξωτική χώρα, της οποίας η δίκη και η καταδίκη «στοιχειοθετούνται» βάσει των  ιδεολογημάτων της Δύσης. Ποτέ όμως δεν έχουμε δει τη «Διεθνή Αμνηστία» – που ο μόνος τίτλος που φέρει είναι ότι ανήκει στις απατηλές διαφημίσεις – να ξεσηκώνεται εναντίον του πραγματικού γεγονότος ότι  800 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται, ή ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες γίνονται αντικείμενα υπερεκμετάλλευσης εκ μέρους των δυτικών πολυεθνικών εταιριών στις «μακιλαδόρας» (εργοστάσια συναρμολόγησης με μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας – στμ) των μεξικανικών συνόρων. Θα μας απαντήσουν, βεβαίως, πως δεν είναι ακριβώς αυτό το κοινωνικό αντικείμενο της οργάνωσης αυτής, και εγώ θα ανταπαντήσω πως ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε.

Η τριπλή αυτή επιλεκτικότητα στην επιλογή των εν λόγω δικαιωμάτων, των ενδιαφερομένων προσώπων και των χωρών, τέλος, πάνω στις οποίες εστιάζεται ο προβολέας, εξηγεί πάρα πολλά πράγματα. Εξηγεί ότι διαλέγουν ανάμεσα στα θύματα αποφεύγοντας με θρησκευτική ευλάβεια να ενοχοποιήσουν τις δομές – τις δομές της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης – οι οποίες και ευθύνονται κατά 90% για τις δυστυχίες που χτυπούν την ανθρωπότητα. Εξηγεί, επιπλέον, τον ενθουσιασμό των «ανθρωπιστικών» ΜΚΟ για την υπεράσπιση των ΛΟΑΤ (αγγλικά: LGBT – Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι και Τρανς). Ο αγώνας εναντίον των διακρίσεων που υφίστανται οι ομάδες αυτές είναι πλήρως κατανοητός και νόμιμος, πρέπει όμως να είμαστε σε εγρήγορση απέναντι στις συνέπειες καντονοποίησης  που αυτός ο αγώνας παράγει. Γιατί η υπόθεση των ομάδων αυτών έχει, στα μάτια και στα μυαλά των μικροαστών ιδεολόγων των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», το «προτέρημα» να υπερβαίνει την κοινωνική διαίρεση, να στέλλει στα αζήτητα το ζήτημα των ταξικών σχέσεων, να προσδίδει, εν ολίγοις, στον αγώνα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιαν αφηρημένη καθολικότητα η οποία εξυπηρετεί τα κυρίαρχα συμφέροντα.

Η επιλεκτικότητα που επιδεικνύει το ιδεολόγημα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» επιτρέπει επίσης να καταλάβουμε γιατί η καταδίκη των ενοχοποιημένων παραβιάσεων συστοιχίζεται  πάντοτε με τον άξονα βορράς-νότος. Καμία βενεζουαλική ΜΚΟ δεν διεξάγει αγώνα εναντίον της ασφυξίας που επέβαλε μια χούφτα δισεκατομμυριούχων στο σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ στη Γαλλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, οι δυτικές ΜΚΟ καταγγέλλουν συστηματικά και ακαταπαύστως τις «παραβιάσεις» της ελευθερίας του τύπου στη Βενεζουέλα ενώ ο τύπος, που πολύ απέχει από του να καταπιέζεται από το κράτος, ανήκει σε μια δράκα κεφαλαιοκρατών που καταπολεμούν με σφοδρότητα τη σημερινή κυβέρνηση αυτής της χώρας. Έτσι, ως πολεμική μηχανή εναντίον των απείθαρχων κρατών, το ιδεολόγημα και η πρακτική των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» απολαμβάνει κολοσσιαίων επιδοτήσεων, όπως εκείνη η οργάνωση με την επωνυμία «Λευκά Κράνη» στη Συρία που το παίζει μια τζιχαντιστής και μια τραυματιοφορέας χάρη στα 15 εκατομμύρια δολάρια που της χάρισαν κάποια βρετανικά ιδρύματα και που σκηνοθετούσε κατά συρροή μεταφορές τραυματιών-μαϊμού, θυμάτων δήθεν των κυβερνητικών βομβαρδισμών, για να… συγκινηθούν οι θεατές των δυτικών τηλεοπτικών καναλιών!!!

Τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν επίσης ότι η σαφής λειτουργία του ιδεολογήματος των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» – την οποία εξυπηρετούν οι ΜΚΟ ως μαζικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί – είναι να υποθάλπει την κυριαρχία των Κρατών τα οποία αποτελούν το στόχο της. Από το ίδρυμα του Τζορτζ Σόρος έως τις ομάδες σκευωριών που συμμετέχουν στις ένοπλες συγκρούσεις με τον φερετζέ της ανθρωπιστικής δράσης, και περνώντας από τις καθοδηγούμενες από το εξωτερικό χρωματιστές επαναστάσεις, ο γαλαξίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» επεμβαίνει παντού, μοιράζοντας επιδοτήσεις, στοιχεία γλώσσας και πιστοποιητικά ηθικής σε κάθε καλοθελητή με μοναδικό στόχο να σπείρει το χάος σε χώρες που περιλαμβάνονται στις λίστες που καταρτίζει η αμερικανική CIA  και των οποίων το μοναδικό έγκλημα είναι το γεγονός ότι στάθηκαν εμπόδιο στο δυτικό ηγεμονισμό. Η Ρωσία κάτι ξέρει, γι’ αυτό είναι απολύτως κατανοητή η απόφασή της να εξουδετερώσει εκείνη τη χούφτα των μισότρελων επιδειξιομανών (Femen) που ο ακτιβισμός τους μόνο κακό προκαλούσε στα συμφέροντα του ρωσικού λαού.

Όλη αυτή η ταραχή και η φασαρία, που είναι έξυπνα ενορχηστρωμένες στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στόχο έχουν να απονεκρώσουν την ουσία του δικαιώματος των λαών να οργανώνονται όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Στραμμένη εναντίον του δικαιώματος των λαών να αποφασίζουν οι ίδιοι για την τύχη τους, αυτή η επεμβατική δραστηριότητα επικρέμεται ως βαρύτατη απειλή διάλυσης πάνω από τις κοινωνίες  των οποίων η πρόοδος, ή η αντίσταση που προβάλλουν, δυσαρεστεί την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο ή το Παρίσι. Εφαρμοσμένη σε μεγάλη κλίμακα, η τακτική των στρατιωτικών επεμβάσεων δεν αποφέρει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εξ’ ου και τώρα αρχίζει να αντικαθίσταται  από αυτήν τη Δαμόκλεια σπάθη που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια όλων όσοι τολμούν να αψηφήσουν την Αυτοκρατορία και να αμφισβητήσουν το μονοπώλιο του δολαρίου. Αδυνατώντας να εξουδετερώσει με τα όπλα τους ξένους αντιπάλους της, μία Δύση αυθάδης και υπερφίαλη ανεμίζει την παντιέρα του «διεθνιστικού ανθρωπισμού» και κοροϊδεύει όσους δεν μπορούν να διακρίνουν πως αυτή η ιδεολογία είναι ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός μασκαρεμένος.

Η Δύση νόμισε ότι βρήκε τη φιλοσοφική λίθο, ωστόσο η αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι μονοσήμαντη.  Για τους Κινέζους, το πρώτο από τα δικαιώματα είναι να μην πεθαίνεις απ’ την πείνα. Αυτή η προτεραιότητα δεν είναι η ίδια με εκείνην της αριστεράς στις δυτικές χώρες, διαφορετικά θα κινητοποιούσε την ίδια ενέργεια για αγώνα κατά της πείνας στον κόσμο με εκείνην που αναλίσκεται στην προώθηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η απόκλιση αυτή δεν αποτελεί ισχυρό λόγο για να πούμε ότι οι ιδέες των Κινέζων δεν αξίζουν τίποτα. Όταν είμαστε πολλοί, δυσκολότερα πέφτουμε σε λάθος παρά όταν καλούμαστε να αποφασίσουμε μόνοι μας, έλεγε ο Αριστοτέλης. Μπορούμε κάλλιστα να δεχθούμε ότι ένα δισεκατομμύριο 379 εκατομμύρια Κινέζοι μπορεί να κάνουν λάθος, αλλά δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι αυτό συμβαίνει πάντοτε, ακόμη περισσότερο που η χώρα τους, που το 1949 ήταν ένας τόπος ερειπίων, σήμερα είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του κόσμου. Ελλείψει χαστουκιών στη μούρη του, λίγη ταπεινοφροσύνη ίσως και να απομάκρυνε τονhomooccidentalis (δυτικό άνθρωπο) από την αδιόρθωτη τάση του να παραδίδει μαθήματα σε όλη την υφήλιο.

Απόδοση-μετάφραση : Ανδρέα Νεοφυτίδη

*Ο Bruno Guigue είναι Γάλλος πρώην ανώτατος δημόσιος υπάλληλος, ερευνητής πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτικός αναλυτής. Σπούδασε στην École normale supérieure και στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΝΑ). Κάτοχος master φιλοσοφίας και master γεωπολιτικής, έχει συγγράψει δύο έργα γύρω από την αραβο-ισραηλινή διένεξη. Γράφει σε διάφορα ιστολογία και τα κείμενά του αναδημοσιεύονται εκτεταμένα και μεταφράζονται σε οκτώ γλώσσες, κυρίως αραβικά, αγγλικά, ρωσικά και ισπανικά.