Αποτίμηση των προεδρικών εκλογών και η επόμενη μέρα

 

Toυ Ανδρέα Θεοφάνους*

Unknown copyΠαρά το γεγονός ότι στον πρώτο γύρο των εκλογών η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος τάχθηκε υπέρ της αλλαγής εντούτοις τελικά οι πολίτες ανανέωσαν την εντολή στον Πρόεδρο Αναστασιάδη επιλέγοντας να υπάρξει συνέχεια στην παρούσα διακυβέρνηση. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι εναλλακτικές προτάσεις που κατατέθηκαν δεν τους έπεισαν.

Για πρώτη φορά σε προεδρικές εκλογές τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου δεν τοποθετήθηκαν στον δεύτερο γύρο. Βασικός λόγος ήταν οι πολύ μεγάλες διαφορές στο Κυπριακό. Σημειώνεται όμως ότι οι πλείστοι ψηφοφόροι του συγκεκριμένου χώρου ψήφισαν ένα εκ των δύο υποψηφίων.

Το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό να υπάρξουν συνεργασίες είναι ενδεικτικό ενός πολωτικού κλίματος. Και τούτο παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία παράταξη η οποία από μόνη της μπορεί να διαχειρισθεί τα προβλήματα που υφίστανται σήμερα. Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι η αποχή ήταν ψηλή 26,03% (143.401), ενώ τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια 4,17% (22.951). Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι ευκαταφρόνητοι. Η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα θα πρέπει να συμβάλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.

Προφανώς εάν πρώτος στόχος του ενδιάμεσου χώρου και του ΑΚΕΛ ήταν η αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας θα είχαν προχωρήσει στη δημιουργία ενός συνασπισμού ο οποίος να διεκδικούσε ένα νικηφόρο αποτέλεσμα ακόμα και από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Τελικά αυτός ο συνασπισμός της κεντροαριστεράς δεν συγκροτήθηκε για δύο βασικούς λόγους. Αφ’ ενός δεν υπήρχε η βούληση για εξεύρεση κοινού υποψηφίου και αφ’ ετέρου όπως διεφάνη, οι διαφορές στο Κυπριακό ήταν αγεφύρωτες.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πολιτικό μας σύστημα, εκ των πραγμάτων απαιτούνται συνεργασίες και ευρύτεροι συνασπισμοί. Ένα εύλογο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον θα είναι δυνατό να υπάρχουν συνεργασίες και διπλές πλειοψηφίες σε ένα διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος όταν υπάρχει τέτοια δυστοκία για συνεργασίες ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους.

Την επομένη του πρώτου γύρου διατυπώθηκε η θέση ότι τα αποτελέσματα παραπέμπουν στην αποδοχή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται σήμερα και ότι ηττήθηκαν οι δυνάμεις που αμφισβητούν τη συγκεκριμένη λύση. Αυτή η ερμηνεία είναι υπεραπλουστευμένη και αυθαίρετη. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί τη διευθέτηση του Κυπριακού στο πλαίσιο ενός έντιμου συμβιβασμού. Με τα υφιστάμενα δεδομένα δεν προδιαγράφεται μια τέτοια προοπτική.

Τόσο το ΑΚΕΛ όσο και ο ενδιάμεσος χώρος θα πρέπει να αναζητήσουν τους λόγους για τη νέα τους ήττα παρά το γεγονός ότι η διακυβέρνηση Αναστασιάδη είχε πολλά αρνητικά σημεία. Υπενθυμίζεται ότι ενώ ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε ζητήσει μια ισχυρή εντολή από την πρώτη Κυριακή πήρε το 35,5% των έγκυρων ψηφοδελτίων (24,1% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων).

Το ΑΚΕΛ θα πρέπει να εργασθεί σκληρά για να δημιουργήσει ένα νέο αφήγημα και να αποκαταστήσει την ηθική υπεροχή της αριστεράς. Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, μια πραγματιστική επαναξιολόγηση των κοινωνικοοικονομικών δρώμενων της χώρας καθώς και του Κυπριακού. Με την υφιστάμενη πολιτική του στο Κυπριακό είναι πιο εύκολη η συνεργασία του ΑΚΕΛ με τον ΔΗΣΥ παρά με τον ενδιάμεσο χώρο.

Αλλά και ο ενδιάμεσος χώρος χρειάζεται πυξίδα και πειστικό αφήγημα. Ενώ είναι ξεκάθαρο το τι δεν μπορεί να αποδεχθεί στο Κυπριακό εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη σύγχυση σε σχέση με το ζητούμενο. Σημειώνεται ταυτόχρονα ότι στον συγκεκριμένο χώρο υπάρχουν διάφορες τάσεις. Θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί τι είδους ομοσπονδία είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή και να προσδιορισθεί. Τυχόν εμμονή ή προσκόλληση υπέρ του ενιαίου κράτους δεν αποτελεί πραγματιστική επιλογή.

Μετά τις εκλογές το μεγάλο στοίχημα για τον Πρόεδρο Αναστασιάδη είναι, με βάση τα δύσκολα δεδομένα του πολιτικού περιβάλλοντος, να πετύχει τις ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις στο Κυπριακό λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τουρκικές μεθοδεύσεις καθώς και τις ευαισθησίες όλων των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας. Εξ ίσου σημαντικό είναι η προώθηση της ευνομίας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων, την προώθηση της αξιοκρατίας, τον παραμερισμό των πελατειακών σχέσεων και την πάταξη των αυθαίρετων και των κατά το δοκούν αποφάσεων και ενεργειών σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.

 

* Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.