Τα πρακτικά του Κραν Μοντάνα και τα περί χαμένης ευκαιρίας

Του Ανδρέα Θεοφάνους

Unknown-7Η δημοσίευση στον Φιλελεύθερο μέρους των πρακτικών των Ηνωμένων Εθνών για το τι έλαβε χώρα στο Κραν Μοντάνα το καλοκαίρι του 2017 παρέχει την ευκαιρία για μια ευρύτερη αξιολόγηση του Κυπριακού καθώς και για χάραξη ολοκληρωμένης στρατηγικής για την επόμενη μέρα.

Από τα πρακτικά που είδαν το φως της δημοσιότητας για επαφές του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στο πλαίσιο και το περιθώριο της Διάσκεψης για την Κύπρο, διαφαίνεται ότι η Τουρκία εξακολουθούσε να εμμένει στη διατήρηση των εγγυήσεων και του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης. Επιπρόσθετα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου επανέλαβε ότι η Άγκυρα θεωρεί σημαντική την παρουσία στην Κύπρο ενός αριθμού στρατευμάτων ακόμα και μετά από μια διευθέτηση. Με το υφιστάμενο ισοζύγιο δυνάμεων, είναι αμφίβολο έως αδύνατο να αποδεχθεί ποτέ η Τουρκία την κατάργηση των εγγυήσεων και του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης. Στην καλύτερη περίπτωση η Τουρκία θα συζητούσε κάποιας μορφής διεύρυνση του συστήματος εγγυήσεων.

Διαχρονικές μελέτες της συμπεριφοράς της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί την ασφάλεια ως το πιο σημαντικό ζήτημα. Όμως είναι καθοριστικής σημασίας να αντιληφθούμε ότι και τα άλλα ζητήματα – διακυβέρνηση, εδαφικό, περιουσιακό, έποικοι και δημογραφικό, οικονομία – έχουν τη δική τους βαρύτητα. Επί τούτου εκτιμώ ότι οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο Κραν Μοντάνα δεν οδηγούσαν σε συγκλίσεις, οι οποίες ήταν δυνατό να συμβάλουν σε μια βιώσιμη διευθέτηση. Ως εκ τούτου, τα περί χαμένης ευκαιρίας στο Κραν Μοντάνα δεν μπορούν να αντέξουν στη βάσανο της λογικής.

Η τουρκική πλευρά επέμενε στον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός νέου συνεταιρικού κράτους στο οποίο καμιά απόφαση για ουσιαστικά ζητήματα δεν ήταν δυνατή χωρίς την έγκρισή της.  Η Τουρκία ήταν επίσης αμετακίνητη στο θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας και την παραμονή όλων των εποίκων.  Όσον αφορά το εδαφικό δεν υπήρχε η πρόθεση για ουσιαστικές αναπροσαρμογές.

Θεωρώ ότι ακόμα και να υπήρχε σύγκλιση στο μείζον θέμα της ασφάλειας η όλη φιλοσοφία του υπό συζήτηση Σχεδίου λύσης είναι τέτοια που θα δημιουργείτο ένα δυσλειτουργικό κράτος με πολλές στρεβλώσεις.  Επιπρόσθετα, θα υπήρχε πάντοτε έλλειμμα νομιμοποίησης.  Πέραν τούτου, η νομιμοφροσύνη των πολιτών δεν θα ήταν προς το κοινό κράτος αλλά προς τα δύο συνιστώντα κράτη αντίστοιχα.

Εδώ και χρόνια υποστηρίζω ότι η συγκεκριμένη φιλοσοφία λύσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε ένα ευοίωνο μέλλον.  Ούτε μπορούμε να προσβλέπουμε σε βελτίωση του status quo με την υλοποίηση μιας τέτοιας προσέγγισης.  Σε θεωρητικό επίπεδο είναι δυνατό να υπάρξει προοπτική ελπίδας εάν στο διαπραγματευτικό πλαίσιο εισαχθούν στοιχεία και από το ενοποιητικό ομοσπονδιακό μοντέλο (integrationalist federal model). Τόσο η θεωρία όσο και η εμπειρία δείχνουν ότι η αποκλειστική αξιοποίηση του ομοσπονδιακού μοντέλου της συναινετικής δημοκρατίας (conscotiational democracy) οδηγεί σε πολύ αρνητικά αποτελέσματα ιδίως όταν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι μόνο δύο.

Στη σημερινή συγκυρία δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ομοσπονδιακή διευθέτηση. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό να αναληφθούν πρωτοβουλίες για αποφυγή της επιδείνωσης του status quo καθώς και για την ενίσχυση της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν είναι μόνο ο τουρκικός μαξιμαλισμός και το ανισοζύγιο δυνάμεων που οδήγησαν σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Δυστυχώς διαχρονικά έχουν υπάρξει λανθασμένοι χειρισμοί και από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Μεταξύ άλλων, η φιλοσοφία που έχει ακολουθηθεί όλα αυτά τα χρόνια δεν οδήγησε σε οποιαδήποτε θετικά αποτελέσματα. Και ούτε είναι δυνατό να οδηγήσει στο μέλλον.  Σημειώνεται συναφώς ότι υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν ψευδαισθήσεις αλλά και έλλειψη επαρκούς γνώσης για τη φιλοσοφία των ομοσπονδιακών μοντέλων. Οι ψευδαισθήσεις θα πρέπει να παραμερισθούν και το έλλειμμα γνώσης να καλυφθεί.

Το Κυπριακό δεν προσφέρεται για εσωτερική κατανάλωση.  Είναι υπαρξιακό ζήτημα.  Είναι σημαντικό έστω και τώρα να κατατεθούν κατευθυντήριες γραμμές επίλυσης του Κυπριακού καθώς και συγκεκριμένες εισηγήσεις για ένα οδικό χάρτη για μια εξελικτική διαδικασία και πορεία.  Δεν αναμένω ότι η πολιτική αυτή θα έχει άμεσα αποτελέσματα.  Θα αποκαταστήσει όμως την αξιοπιστία και την ηθική υπεροχή της ελληνοκυπριακής πλευράς και της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η πολιτική αυτή παράλληλα με την προβολή ενός πειστικού αφηγήματος θα συμβάλλει στην ανάκτηση των πρωτοβουλιών και τη διατήρηση της προοπτικής μιας διευθέτησης στο μέλλον.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.