Η ελληνική διπλωματία στον καθρέφτη της Βενεζουέλας

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου*

konstantakopoulos-final1Η Βενεζουέλα και η Λατινική Αμερική έχουν κι αυτές την αναμφισβήτητη σημασία τους στον «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο μας, πιο αλληλεξαρτώμενο από ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Όχι μόνο οι υπερδυνάμεις, αλλά και μεσαίες χώρες της περιοχής μας με δραστήρια διπλωματία, όπως π.χ. η Τουρκία, η Ισπανία και το Ιράν, αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη Λατινική Αμερική και δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Και για την Ελλάδα έχει σημασία, χωρίς να είναι τομέας πρώτης προτεραιότητας. Αν ασχολούμαστε σήμερα με την ελληνική διπλωματία έναντι της Βενεζουέλας, είναι γιατί συνιστά έξοχο παράδειγμα, case study, τόσο του τρόπου άσκησης της ελληνική εξωτερικής πολιτικής, αν όχι γενικώς της πολιτικής, όσο και των συνεπειών που έχει και θα έχει στην κατεστραμμένη χώρα μας. Εξ όνυχος, λένε, τον λέοντα.

Οι Αμερικανοί προσπάθησαν τα τελευταία χρόνια να ανατρέψουν τον πρόεδρο Μαδούρο και το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα προωθώντας την υποψηφιότητα ενός μάλλον γελοίου προσώπου, του Χουάν Γουαϊδό, που επεχείρησε ανεπιτυχώς να «στεφθεί» Πρόεδρος, να κάνει δηλαδή πραξικόπημα.

Οι ένοπλες δυνάμεις της Βενεζουέλας δεν προσεχώρησαν στο πραξικόπημα. Παρά την υποστήριξη των Αμερικανών (που ρυμούλκησαν στην υπόθεση και μια όλο και πιο ασυνάρτητη Ε.Ε.), παρά τις πιέσεις, παρά τον ανελέητο ευρωαμερικανικό οικονομικό εναντίον της, παρά την εκστρατεία δαιμονοποίησής της από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, παρά την κατάσχεση των αποθεμάτων χρυσού της από την κεντρική τράπεζα της Αγγλίας, παρά τις απειλές Τραμπ ακόμα και για εισβολή, η Βενεζουέλα άντεξε.

Στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα νίκησε, έστω και με μια κάμψη της υποστήριξης προς αυτό. Στις εκλογές συμμετείχε και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης, εκτός των ακροδεξιών γύρω από τον Γουαϊδό.

Τις εκλογές παρακολούθησε μεγάλος αριθμός διεθνών παρατηρητών, μεταξύ των οποίων πρώην αρχηγοί κρατών και ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Χουάν Θαπατέρο, που κάλεσε την Ε.Ε. να αναγνωρίσει το αποτέλεσμά τους και να άρει τις κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας.

Ακόμα και οι Αμερικανοί δείχνουν πλέον να εγκαταλείπουν τον Γουαϊδό, που, εκτός των άλλων, έχει κατηγορηθεί και για στενές σχέσεις με τις ένοπλες συμμορίες των εμπόρων ναρκωτικών της Κολομβίας. Δείτε π.χ. το σχετικό άρθρο της εφημερίδας Guardian, πολύ εχθρικής κατά τα άλλα προς τον Μαδούρο.

Το επιτελείο του Μπάιντεν, σύμφωνα με το Bloomberg, αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή με τον Γουαϊδό, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του τελευταίου.

Ποιος έχει μείνει να υποστηρίζει ανοιχτά και να συμπαρίσταται στον πρώην υποψήφιο δικτάτορα, υπό εγκατάλειψη και από την Ουάσιγκτον τώρα; Απίστευτο και όμως αληθινό: Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, της χώρας που υπήρξε η πατρίδα της δημοκρατίας! Ο Υπουργός Νίκος Δένδιας μάλιστα οργάνωσε πρόσφατα τηλεδιάσκεψη με τον ανεκδιήγητο Γουαϊδό.

Αντανακλάσεις

Εμείς δυσκολευόμαστε να ερμηνεύσουμε καθ’ οιονδήποτε λογικό τρόπο τέτοιες ενέργειες. Εκτός πια και αν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών κάνει απλώς «χατήρια» στο ολοκληρωτικό, ακροδεξιό παγκόσμιο κόμμα του Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιας «μετενσάρκωσης» ενός μείγματος Μουσσολίνι και Χίτλερ, και του Μάικ Πομπέο, που δεν μπορούμε εμείς να τον περιγράψουμε καλύτερα από ότι το έκανε ο ίδιος με την περίφημη δήλωσή του: «Ήμουν Διευθυντής της CIA. Ψευδολογούσαμε, Εξαπατούσαμε, Κλέβαμε…». Στην ίδια παρέα συμμετέχει, αν δεν πρωταγωνίστησε στη σύστασή της, και ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου.

Το Μέγαρο Μαξίμου πάντως φαίνεται μάλλον να προτιμά το άλλο παγκόσμιο κόμμα (Μπάιντεν – Μέρκελ). Στον 19ο αιώνα είχαμε τρία κόμματα στην Ελλάδα: το αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό. Στα 1914-18 είχαμε το βρετανικό και το γερμανικό. Επαναλάβαμε το σπορ και στον εμφύλιο (1943-49). Τώρα όμως φαίνεται οι διαχωριστικές γραμμές να αναπαράγονται στο εσωτερικό των ελληνικών κομμάτων, ενίοτε και στο εσωτερικό των ίδιων προσώπων!

Ο Πομπέο και τα εθνικά θέματα

Ας ανοίξουμε στο σημείο αυτό μια παρένθεση για να θυμίσουμε ότι ο Πομπέο κατάφερε το περασμένο καλοκαίρι το ακατόρθωτο. Από τη μια συντήρησε την επικίνδυνη ένταση με την Τουρκία, ανατινάσσοντας, μέσω της συμφωνίας με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ, το μορατόριουμ Μητσοτάκη – Μέρκελ. Η ίδια η συμφωνία όμως έδωσε στην Τουρκία αυτά για τα οποία παρολίγον να πάμε σε πόλεμο! Διότι, αν αναγνωρίσεις επήρεια 70% στην Κρήτη, δεν μπορείς μετά να ζητάς 100% για το πολύ μικρότερο Καστελόριζο.

Έχουμε έτσι μια κατάσταση, όπου η Αθήνα κάνει ότι της λένε οι Προτέκτορες, ή μερίδες τους, έστω και αν στερείται παντελώς οποιασδήποτε εσωτερικής λογικής και συνοχής. Και ταυτόχρονα, ένα τμήμα των Προστατών ενδιαφέρεται να συντηρήσει την ένταση με την Τουρκία, χωρίς όμως επί της ουσίας να στηρίζει τις ελληνικές θέσεις και ετοιμάζοντας ταυτόχρονα τις αυριανές παραχωρήσεις προς την Άγκυρα!

Να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες από συνήθως αξιόπιστες διπλωματικές πηγές, ο κ. Πομπέο ζήτησε από την Ελλάδα, κατά την τελευταία του επίσκεψη, να συζητήσει το θέμα του εξοπλισμού των νησιών του Αιγαίου.

Άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς; Εμείς πάντως παραμένουμε κύριοι. Κοντεύουμε να τους δώσουμε και την Άνω Κολοπετινίτσα για να φτιάξουν στρατιωτική βάση.

Ελλάδα και Βενεζουέλα

Ξαναγυρνώντας στα της Βενεζουέλας, ασφαλώς ούτε περιμένουμε, ούτε ζητάμε από την κυβέρνηση της ΝΔ να έχει οποιαδήποτε συμπάθεια προς τη νόμιμη κυβέρνηση της Βενεζουέλας υπό τον Μαδούρο. Αυτό που της ζητάμε όλο κι όλο είναι να μην εμπλέκει τόσο πολύ τις πολιτικές της προτιμήσεις στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής και να μην είναι τόσο «αυτόματη» στην εξυπηρέτηση κάθε, ακόμα και εντελώς παράλογης, επιθυμίας των κάθε λογής Προστατών.

Έστω και αν, ανεξαρτήτως και της γνώμης που μπορεί να έχει κανείς για το πείραμα της Βενεζουέλας, δεν παύει να συνιστά προσπάθεια μιας μικρής χώρας να ανακτήσει κάπως την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της, χώρας που υπόκειται σε ανελέητο οικονομικό πόλεμο και απειλές πραξικοπημάτων και εισβολών από τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα αντιμετώπισε πολύ συχνά στην ιστορία της πιέσεις από τα μεγάλα δυτικά κέντρα και ξέρουμε τις καταστροφικές τους συνέπειες για τη χώρα. Συμφέρει άραγε τον ελληνισμό η συντριβή της προσπάθειας της Βενεζουέλας;

Ας σημειώσουμε, με την ευκαιρία αυτή, ότι η ιστορική ρίζα των Τσαβίστας στη Βενεζουέλα πάει πολύ παληά, στα χρόνια του Μιράντα και του Μπολιβάρ, πού ‘χαν τους ίδιους παρισινούς δασκάλους με αυτούς που ενέπνευσαν τους αρχιτέκτονες και εμπνευστές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Βλέπει φως ο Ερντογάν και μπαίνει

Με τούτα και με κείνα η Τουρκία κερδίζει σε όλα τα ταμπλώ, και της Δύσης και των αντιπάλων της, ενώ η Ελλάδα, περισσότερο εξαρτημένη από ποτέ άλλοτε στην ιστορία της, χάνει σε όλα. Κάποτε, ολόκληρη η Λατινική Αμερική τραγούδαγε Νερούδα σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη. Τώρα βλέπει τουρκικά σήριαλ.

Η επίθεση των Πιστωτών στη χώρα μας το 2010 προκάλεσε τεράστια συγκίνηση παγκοσμίως και στη Λατινική Αμερική, όπως και τεράστιο ενδιαφέρον και προσδοκίες προκάλεσε το αποτέλεσμά της, η μετεωρική άνοδος δηλαδή ενός κόμματος που έλεγε ότι είναι «ριζοσπαστική αριστερά». Πεθαίνοντας, ο Ούγκο Τσάβες κάλεσε τον διάδοχό του και του ζήτησε να κάνει τα πάντα για να βοηθήσει τους Έλληνες στον αγώνα τους.

Βεβαίως η ταπεινωτική «ήττα χωρίς μάχη» της Ελλάδας το 2015 προκάλεσε τεράστιες απορίες παγκοσμίως, αλλά και κύμα μεγάλης απογοήτευσης, ενισχύοντας αποφασιστικά τις φυγόκεντρες τάσεις σε όλη την Ευρώπη, και από την Ένωση και από μέλη της, αλλά και την παγκόσμιο άνοδο της άκρας δεξιάς μετά το 2015.

Όσο ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήθηκαν παρόλα αυτά φιλικές σχέσεις με το Καράκας. Μετά την εκλογική νίκη όμως της ΝΔ, η Αθήνα υποστήριξε ανοιχτά την πραξικοπηματική ακροδεξιά στη Βενεζουέλα.

Όπως συνέβη και παντού αλλού, δεν υπάρχει κενό που να αφήνει η Αθήνα και να μη χώνεται αμέσως η Τουρκία.

Ο Ταγίπ Ερντογάν, πιστός «μαθητής» της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, εμφανίζεται τώρα διεθνώς και ως υπερασπιστής και προστάτης της απειλούμενης Βενεζουέλας. Κερδίζει έτσι κύρος για τη χώρα του και συμπάθεια προς την Τουρκία, όχι μόνο από τη Βενεζουέλα, αλλά από όλο τον Νότο της ανθρωπότητας.

Θέλουμε άραγε να έχουμε απέναντι όλες αυτές τις χώρες στη διπλωματική μας σύγκρουση με την Άγκυρα; Μας συμφέρει αυτό; Μήπως πρέπει το Υπουργείο Εξωτερικών, έστω και παραμένοντας στη γενικότερη γραμμή που έχει χαράξει, να την εξισορροπήσει τουλάχιστο κάπως καλύτερα;

*Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος, διαχειριστής της σελίδας konstantakopoulos.gr και συνιδρυτής της Delphi Initiative. Εργάσθηκε στο παρελθόν σε ερευνητικά ιδρύματα της Γαλλίας και της Ελλάδας ως φυσικός, στο πρωθυπουργικό γραφείο του Ανδρέα Παπανδρέου ως ειδικός συνεργάτης για θέματα ελέγχου των εξοπλισμών και στη Μόσχα ως διευθυντής του γραφείου του Αθηναϊκού Πρακτορείου επί δεκαετία και ως ανταποκριτής για πολλά μέσα. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Ράπτη (Pablo) στην έκδοση της διεθνούς επιθεώρησης για την Αυτοδιαχείριση “Utopie Critique”. Έχει γράψει τα βιβλία: “Η Κύπρος στο στόχαστρο – Γιατί θέλουν μια Κύπρο χωρίς Έλληνες” (Ινφογνώμων 2017), “Η Κύπρος σε Παγίδα” (Λιβάνης, 2008), “Η Αρπαγή της Κύπρου” (Λιβάνης, 2004) και “Φάκελος Ελλάς – Τα αρχεία των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών” (Λιβάνης, 1993).