Η Τουρκία, ο EastMed και η χρεωκοπία της ελληνικής (και κυπριακής) πολιτικής

 

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-final1Διαβάζουμε στα ελληνικά μέσα παραπληροφόρησης τόνους «αναλύσεων» επί «αναλύσεων» για την Τουρκία και την πολιτική της, «ψυχαναλύσεις» για τον Ερντογάν, βαθυστόχαστες «αναλύσεις» ασχέτων για το Ισλάμ, ακόμα και εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας ότι οργάνωσε ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος το εναντίον του πραξικόπημα. Αρεσκόμαστε να αποκαλούμε τον Ερντογάν «Σουλτάνο», ακόμα και να τον συγκρίνουμε με τον Χίτλερ.

Οι ίδιοι «αναλυτές» που κάποτε εμφάνιζαν το ισλαμιστικό ΑΚΡ ως το κόμμα της ειρήνης στα ελληνοτουρκικά, «ανακαλύπτουν» τον «νεο-οθωμανισμό» του Ερντογάν, λησμονώντας ότι των ιδεών αυτός φορείς ήταν και ο Τουργκούτ Οζάλ και ο Ισμαήλ Τζεμ.

Μπορεί στην Ελλάδα να ξοδεύουμε τον μισό προϋπολογισμό υποτίθεται για να αμυνθούμε από την Τουρκία, η χώρα όμως δεν διαθέτει ούτε τουρκολόγους (που να αξίζουν αυτή την ονομασία), ούτε σοβαρά κέντρα ερευνών, ούτε υπηρεσίες πληροφοριών (που να κατασκοπεύουν τους Τούρκους και όχι τους ‘Ελληνες).

Η ελληνική κοινή γνώμη δέχεται έτσι ένα επικοινωνιακό μπαράζ ως προς τα ελληνοτουρκικά, στερείται όμως και της πιο στοιχειώδους πληροφόρησης ακόμα και για τα πιο βασικά γεγονότα που αφορούν την Τουρκία και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις!

Δεν έχω διαβάσει ούτε μία ανάλυση που να συνδέει αίφνης την πρόσφατη τουρκική πολιτική με την υπόθεση του «αγωγού – φάντασμα», του EastMed, που, όπως εξηγήσαμε αναλυτικά σε προηγούμενα άρθρα μας, δεν θα γίνει ποτέ πιθανότατα. Υπενθυμίζουμε συνοπτικά: Δεν έχουν βρεθεί κοιτάσματα που να επιτρέπουν την κατασκευή, δεν έχει βρεθεί αγοραστής, δεν έχουμε συμμάχους που να αντιμετωπίσουν την προβλέψιμη και ήδη εκδηλούμενη τουρκική αντίδραση και χρειάζεται να οριοθετήσουμε προηγουμένως τις θαλάσσιες ζώνες στην Αν. Μεσόγειο που κανείς δεν μας έχει περιγράψει πως μπορεί να γίνει και μάλιστα με τρόπο αξιοπρεπή για την Ελλάδα. Το πιθανότατο άλλωστε αποτέλεσμα μιας τέτοιας οριοθέτησης θα είναι να παρεμβληθεί τουρκική ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Υπό τις συνθήκες αυτές οι πανηγυρικές ανακοινώσεις, συμφωνίες και επικυρώσεις συμφωνιών, το μόνο που κάνουν είναι να παροξύνουν (άνευ καν ουσιαστικού λόγου) την τουρκική επιθετικότητα και να μας πλησιάζουν στο σημείο όπου δύο τινά θα συμβούν:

*Είτε θα πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία, που θα μας γυρίσει διακόσια χρόνια πίσω

*Είτε θα οδηγηθούμε υπό τους δυσμενέστερους όρους σε διαπραγμάτευση για την Αν. Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Κύπρο που θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα με τα σημερινά δεδομένα, θέτοντας εν τέλει σε αμφισβήτηση και την ίδια την ύπαρξη του κυπριακού κράτους με μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν

Το τι από τα δύο θα γίνει (μπορεί να γίνουν και τα δύο!) θα εξαρτηθεί από τα σχέδια των διεθνών δυνάμεων που μας ελέγχουν ασφυκτικά (ο ενδιαφερόμενος για να μάθει πως γίνεται αυτό, μπορεί αίφνης να διαβάσει προσεκτικά όλο τον διάλογο του κ. Παππά με τον κ. Μιωνή και να διερωτηθεί τι έκανε την άλλη μέρα το alter ego του κ. Τσίπρα στον Ισραηλινό πρέσβη. Πως μπορεί να κάνει πολιτική η Ελλάδα όταν οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι Ισραηλινοί γνωρίζουν και τις τελευταίες λεπτομέρειες των δοσοληψιών όλων σχεδόν των Ελλήνων πολιτικών, κρατικών αξιωματούχων και λοιπών παραγόντων της δημόσιας ζωής;)

Η αλήθεια είναι ότι, από τότε που ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, απέφυγε να προσθέσει ακόμα και μισή διεκδίκηση σε όσες παρέλαβε από τους προκατόχους του.

Η επιθετικότητα Ερντογάν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά έναντι της Κύπρου μετά τις γεωτρήσεις που αποφάσισε να κάνει. Αυτό δεν δικαιολογεί την τουρκική πολιτική, την εξηγεί όμως. Η Λευκωσία είχε ασφαλώς κάθε νόμιμο δικαίωμα να τις κάνει, όπως και να στραφεί ολοκληρωτικά στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, «φτύνοντας» τους παραδοσιακούς φίλους και συμμάχους της, όπως τη Ρωσία, η συμβολή της οποίας ήταν καθοριστική στην επιβίωση του κυπριακού κράτους. Δικαίωμα ασφαλώς είχε, αν ήταν σκόπιμο είναι το θέμα. Κι αφού αποφάσισε όλη αυτή την πολιτική, δεν ζήτησε τουλάχιστον από τους Αμερικανούς και τους Ισραηλινούς να παράσχουν εγγυήσεις αμυντικής συνδρομής, όταν η Τουρκία θα αντιδρούσε. Αποτέλεσμα; Ο μεν Ερντογάν να δηλώνει «οι Αμερικανοί μου είπαν να μην πειράξω την Exxon και να κάνω ότι θέλω αλλού», τα δε τουρκικά γεωτρύπανα να δρουν ανενόχλητα νοτίως της Κύπρου. Δεν το λες μεγάλη επιτυχία αυτό.

Ακόμα χειρότερα εξελίχθηκαν τα πράγματα με τον EastMed. Η συμφωνία με τον Νετανιάχου του Ιανουαρίου, η πανηγυρική επικύρωσή της από την ελληνική και κυπριακή Βουλή εν μέσω κορονοϊού και η επικύρωση την περασμένη Κυριακή της συμφωνίας για τον αγωγό από την ισραηλινή Βουλή (την οποία χαιρέτισε ο ‘Ελληνας Πρέσβης στο Ισραήλ συνδυάζοντας τους ύμνους στον κ. Νετανιάχου με τις επιθέσεις στην Τουρκία, αλλά και περί αυτών ουδέν έμαθαν οι ‘Ελληνες πολίτες!), οδήγησαν σε ισάριθμες κλιμακώσεις της τουρκικής επιθετικότητας και σε επαναφορά όλων των επί πολλά χρόνια «εν υπνώσει» τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Μόνη εξαίρεση το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο που προηγήθηκε της επίσκεψης Νετανιάχου στην Αθήνα, και αυτό όμως έγινε εσπευσμένα για να προλάβει (όπως και πρόλαβε) η Τουρκία τη συμφωνία Νετανιάχου – Μητσοτάκη, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τα σχετικά ισραηλινά δημοσιεύματα και την ανάλυση του κ. Καλεντερίδη στη «Δημοκρατία».

‘Όλα αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι έχει δίκηο ο κ. Ερντογάν ή ότι δεν πρέπει να υπερασπιστούμε την Ελλάδα και την Κύπρο. Η τουρκική επιθετικότητα είναι δεδομένη και πάγια. Θα μπορούσε να εκδηλωθεί και αν δεν είχαμε κάνει εμείς τίποτα. ‘Όμως δεν έγινε έτσι.

Η Κύπρος έχει απόλυτο δικαίωμα και ας δεχτούμε ότι έχουμε και απόλυτο δικαίωμα για τον EastMed (που είναι πιο θολό). Παίρνεις όμως την πρωτοβουλία να κάνεις ενέργειες που σε οδηγούν σε σύγκρουση, μόνο αν εξασφαλίσεις τις προϋποθέσεις για να την κερδίσεις, δεν πας να βγάλεις μόνος σου τα μάτια σου, στηριζόμενος σε κατά φαντασίαν συμμαχίες και εκτελώντας υπεργολαβίες τρίτων.

Δεν κάναμε αυτή την πολιτική διότι κάναμε απλώς ένα σφάλμα εκτίμησης, αλλά γιατί είμαστε εξαρτημένοι όσο σπάνια στην ιστορία μας. Αν δεν το πιστεύετε, εξηγείστε μου εσείς πως οι ίδιοι πολιτικοί που υποστήριζαν το σχέδιο Ανάν, τον αφοπλισμό της Κύπρου (και της Ελλάδας εμμέσως) με τους S300, την παράδοση Οτσαλάν, την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ή τη συμφωνία της Μαδρίτης μετεβλήθησαν σήμερα σε «τουρκοφάγους». Οι απόψεις τους άλλαξαν ή οι «υποδείξεις»;

Η κατάσταση γίνεται, κάθε μέρα που περνάει, όλο και πιο επικίνδυνη. Η ελληνική κυβέρνηση (και η Κύπρος) πρέπει να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια για να εκτονωθεί η παρούσα κλιμακούμενη ένταση, χωρίς να γίνουν επώδυνες, ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις προς την Τουρκία. Οφείλουν να ελιχθούν αποφεύγοντας και τη Σκύλλα του πολέμου και τη Χάρυβδη της εθνικής ταπείνωσης, όσο υπάρχουν ακόμα περιθώρια.

Για να γίνει αυτό όμως επιβάλλεται ως πρώτο βήμα να βρουν το θάρρος να επανεξετάσουν το σύνολο της ασκηθείσας πολιτικής και τον τρόπο να τις αναθεωρήσουν χωρίς να εξευτελισθούν. Περιττό εξάλλου να επαναλάβουμε ότι απαιτείται η άμεση επανεθνικοποίηση του ελληνικού κράτους και η προειδοποίηση προς τους δήθεν «συμμάχους» (ΗΠΑ, Ισραήλ, Γερμανία, ΕΕ), ότι τυχόν ανοχή της τουρκικής επιθετικότητας θα οδηγήσει σε πλήρη διακοπή οποιασδήποτε εξυπηρέτησης προς αυτούς από τον ελλαδικό και κυπριακό χώρο, αλλά και της ανανέωσης των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας (Ελλάδα και Κύπρος διεθέτουν βέτο). Η Γερμανία επίσης θα πρέπει να προειδοποιηθεί ότι ενδεχόμενη σύγκρουση στη Μεσόγειο θα έχει ως αποτέλεσμα την διακοπή της εξυπηρέτησης του ελληνικού, πιθανότατα και του τουρκικού χρέους. Η αποκατάσταση, όσο γίνεται να αποκατασταθούν μετά τις καταστροφές, των σχέσεων της Ελλάδας με τους παραδοσιακούς φίλους της είναι επίσης εκ των ων ουκ άνευ.

Είναι δυνατόν να πάμε σε σύγκρουση με την Τουρκία και η ‘Αγκυρα να έχει καλύτερες σχέσεις απότι εμείς με τον Τραμπ, με τη Μέρκελ, με τον Πούτιν, με το Ιράν, με τους Παλαιστίνους, ακόμα και με τη … Βενεζουέλα. Ποτέ στην ιστορία τους Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν βρεθεί σε παρόμοια διπλωματική απομόνωση.

Δύσκολο θα μου πείτε για τους ‘Ελληνες πολιτικούς να τα κάνουν αυτά. Πιο δύσκολο όμως θα τους έρθει να μην τα κάνουν. Γιατί όπως πάμε δεν θα γιορτάσουμε του χρόνου την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά θα κινδυνεύσουμε να ζήσουμε το τέλος του ελληνικού και του κυπριακού κράτους.