Παπανδρέου – Αριστοτέλους και η διαμόρφωση Εθνικής στρατηγικής αποτροπής

UnknownΑρχές Ιουνίου 1991: Μια από τις πιο παραγωγικές συναντήσεις του επικεφαλής του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών Άριστου Αριστοτέλους με τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου στο σπίτι του στην Εκάλη.  

Θέμα της συζήτησης, η οποία διήρκησε σχεδόν δύο ώρες, ήταν  η θέση που πρωτοαναπύχθηκε από τον  Κύπριο ακαδημαϊκό  σε ειδικό σύγγραμμα του,  όντας στο Τμήμα Αμυντικών Μελετών στο  Πανεπιστήμιο  Αμπερντίν της Σκωτίας, καθώς και σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Imperial College του Λονδίνο (11/02/1978),  περί  εφαρμοσιμότητας της  θεωρίας της «Στρατηγικής Αποτροπής» σε επίπεδο συγκρουόμενων σχέσεων όχι μόνο μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων («Πυρηνική Αποτροπή») αλλά και κρατών με συμβατικές στρατιωτικές ικανότητες. Η μελέτη του είχε ως κύριο αντικείμενο της ανάλυσης την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στο Κυπριακό και το Αιγαίο, αντλώντας επίσης παραδείγματα από άλλες  διενέξεις διεθνώς.

Τη θέση αυτή  εμπέδωσε στη συνέχεια σε νέες μελέτες, βιβλία, άρθρα, αναλύσεις και προτάσεις του,  υποστηρίζοντας τη σημασία της  υιοθέτησης  της εν λόγω στρατηγικής από την Ελλάδα και την Κύπρο.  Αντιγράφηκαν αργότερα και αναπαράχθηκαν οι θέσεις και το σκεπτικό του περί εφαρμογής της Στρατηγικής Αποτροπής στις δύο χώρες  σε βιβλία από ακαδημαϊκούς, καλούς γνώστες του έργου και των θέσεων  Αριστοτέλους – χωρίς ωστόσο  καμία αναφορά στον εμπνευστή της, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις – όπως και από αρθρογράφους, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα χωρίς ωστόσο να είναι πλήρως κατανοητή η βαθύτερη έννοια και λειτουργία της.

Δεδομένης της απουσίας ελληνικής εθνικής στρατηγικής, η πρόταση Αριστοτέλους  για υιοθέτηση και εφαρμογή της Στρατηγικής της Αποτροπής στις ελληνοτουρκικές διαφορές και στο Κυπριακό – όπως την είχε πλειστάκις αναπτύξει και αναλύσει σε διάφορά φόρουμ και επαφές με πολιτικούς,  στρατιωτικούς ηγέτες και διπλωμάτες στις δύο χώρες – θα πλήρωνε αυτό το κενό.

Η Ελλάδα βασικά μέχρι και μερικά χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση δεν είχε δική  της εθνική στρατηγική αντιμετώπισης της  εξ Ανατολών απειλής. Επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό η αμερικανική και υπερατλαντική πυρηνική αποτρεπτική στρατηγική της Νατοϊκής Συμμαχίας έναντι της ΕΣΣΔ στα πλαίσια της οποίας οι Ελληνικές και Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις  θα αντιμετώπιζαν με τα συμβατικά τους μέσα προέλαση του Κόκκινου Στρατού.

Και όταν ακόμη η Ελλάδα άρχισε να οχυρώνεται αμυντικά, δεδομένης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και των επιθετικών βλέψεων και ενεργειών της Άγκυρας σε βάρος της, αυτή η στρατιωτική  της προσπάθεια γινόταν ως επί το πλείστον μηχανικά υπό την έννοια του ότι δεν εντασσόταν  σε κανένα προμελετημένο και ολοκληρωμένο περίγραμμα συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής.

Για το θέμα αυτό είχαν ήδη μιλήσει τον Μάιο του 1991 ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο αείμνηστο Σπύρος Κυπριανού με αφορμή νέα σχετική μελέτη που είχαν στα χέρια τους του Άριστου Αριστοτέλους. Ο Σπύρος  Κυπριανού διαβίβασε τότε προς τον Αριστοτέλους την πρόσκληση του Έλληνα ηγέτη – με τον οποίο είχαν και παλιότερα συνεργασία – για συζήτηση του θέματος στην οικία του στην Αθήνα.

Σημειώνεται ότι μέσα στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής σκέψης –  που με βάση την υπάρχουσα τότε βιβλιογραφία ( δηλαδή το 1977 που ο Αριστοτέλους την ανάπτυξε), για πρώτη φορά γινόταν λόγος υιοθέτησης και εφαρμογής της σε συμβατικό και όχι πυρηνικό επίπεδο – αναδεικνυόταν ο ορθολογισμός και η λογική των διπλωματικών, στρατιωτικών και στρατηγικών ενεργειών. Αποκτούσε έτσι βαθύτερη έννοια  και σκοπό η ανάπτυξη των εθνικών πόρων για την εξυπηρέτηση των στόχων της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής με πιο μεθοδευμένο, πειστικό και αποτελεσματικό τρόπο.

Μέσα από αυτό το περίγραμμα αποκτούσε νόημα ο αμυντικός σχεδιασμός της χώρας,  η ενίσχυση της άμυνας και η αποστολή της, η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και η οργάνωση  της, καθώς και ο ρόλος της στην αποτελεσματικότερη  προάσπιση και προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Ενισχυόταν  περισσότερο η διαπραγματευτική θέσης της χώρας και η στήριξη των διπλωματικών της ενεργειών. Έτσι θα μπορούσε επίσης να εκτιμηθεί  καλύτερα η συμβολή μιας πιστευτής  και αποτελεσματικής αποτρεπτικής στρατηγικής ως παράγοντας σταθερότητας και ειρηνικής  επίλυσης εθνικών διαφορών, δημιουργώντας ταυτόχρονα συνθήκες διαμόρφωσης ρεαλιστικού και αξιόπιστου στρατιωτικού δόγματος για τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Συζητήθηκαν τότε με τον Παπανδρέου ερωτήματα που προέκυπταν στη διάρκεια της συνομιλίας τους καθώς και ζητήματα όπως ο μηχανισμός, οι προϋποθέσεις επιτυχούς εφαρμογής της στρατηγικής αυτής και ο τρόπος λειτουργίας της, με παραδείγματα από τις μέχρι τότε συγκρουόμενες σχέσεις με την Τουρκία και τη διεθνή πραγματικότητα.

 

Η κάλυψη της Κύπρου

Εξετάζοντας τη λογική της “Προεκταθείσας Αποτροπής” για κάλυψη της Κυπριακής Δημοκρατίας από  την Ελλάδα, υπήρξε ιδιαίτερος προβληματισμός για τη θέση του Αριστοτέλους ότι η διακήρυξη πως «η Κύπρος είναι μακριά» μπορεί να έχει νόημα από στρατιωτικής σκοπιάς αλλά είναι εσφαλμένη στρατηγικά. Είναι εσφαλμένη – υποστήριζε – γιατί διαμηνύει στον αντίπαλο ότι αφού δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε να την υπερασπίσουμε στρατιωτικά, η νήσος είναι εγκαταλειμμένη στις ορέξεις του  – χωρίς κανένα πραγματικό κόστος που θα υποστεί στην Κύπρο ή αλλού που να του δημιουργεί αναστολές ή να τον αποθαρρύνει. Αυτή η στάση είναι πολύ διαφορετικό από το να προετοιμάζεσαι και προειδοποιείς ότι, ναι μεν είναι δύσκολο εγχείρημα στρατιωτικά αλλά εμείς θα απαντήσουμε αποφασιστικά και με το ίδιο νόμισμα, γεγονός που αυξάνει κατακόρυφα την αβεβαιότητα και τους υπολογισμούς κόστους του αντιπάλου.

Τη Στρατηγική της Αποτροπής ο Παπανδρέου άρχισε να την υιοθετεί όντας ακόμη στην αντιπολίτευση αλλά και να την εφαρμόζει με την άνοδο του στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993. Σημαντική πτυχή αυτής της στρατηγικής απετέλεσε και το περιβόητο «δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου». Οι δηλώσεις του για ενιαίο μέτωπο που επεκτείνεται από την Ήπειρο, τον Έβρο, το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο και η προειδοποίηση προς την Άγκυρα ότι οποιαδήπoτε επιθετική ενέργεια εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αθήνα θα αποτελούσε casus belli,  είχαν αφετηρία τους τη ανωτέρω στρατηγική.

Δυστυχώς με κλονισμένη την υγεία του Ανδρέα και χωρίς η στρατηγική αυτή να έχει ουσιαστικά ιδρυματοποιηθεί, οι χειρισμοί της αφέθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια ελλιπώς πληροφορημένων και φιλόδοξων συνεργατών του. Στελεχών που έδειχναν να ενδιαφέρονται  περισσότερο για τη διαδοχή του, καθώς και για τις εντυπώσεις, χωρίς να καταλαβαίνουν αρκετά το περιεχόμενο και την ουσία της στρατηγικής  αυτής – κάτι που εν πολλοίς αφορούσε και την κυπριακή πλευρά. Αφέθηκε η προώθηση της  στις απόψεις και σοφιστείες ανεπαρκώς κατηρτισμένων συμβούλων τους, που μάλλον επεδίωκαν να ικανοποιήσουν ματαιοδοξίες των πολιτικών προϊσταμένων για την εξουσία παρά να συμβάλουν στη διαμόρφωση πραγματικά σοβαρής στρατηγικής σκέψης. Τελικά οι ατυχέστατες κινήσεις και χειρισμοί τους οδήγησαν στον εκφυλισμό της στρατηγικής αυτής, στα ταπεινωτικά αποτέλεσμα της υπόθεσης των S-300 και στον ενταφιασμό της.