Γιαννούλης Χαλεπάς :Η πιο ιδιόμορφη προσωπικότητα της διεθνούς γλυπτικής

Πριν 168 χρόνια, στις 14 Αυγούστου  g_cult_b02_thumb_largeτου 1851 γεννιέται στο χωριό Πύργος της Τήνου ο διακεκριμένος Έλληνας γλύπτης, Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο  Γιαννούλης Χαλεπάς, μέσα από την τραγική πορεία της ζωής του, από την τεράστια αναγνώριση, στην τρέλα, κατάφερε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων τραγικών καλλιτεχνών. Η τοξική αγάπη της μάνας τον απομόνωσε από την τέχνη του, καταστρέφοντας οτιδήποτε έφτιαχνε και τον οδήγησε στον κόσμο της παράνοιας. Ο ίδιος, μετά το θάνατό της, ξαναβρίσκει τη μεγάλη του αγάπη και κατορθώνει μετά από 40 χρόνια να βρει την αναγνώριση που του άξιζε. Μία μυθολογική μορφή, όπως είναι και τα έργα του, η οποία ακόμη και σήμερα συγκινεί τους ειδικούς και του ευρύ κοινό.

Τα  πρώτα χρόνια του Γιαννούλη Χαλεπά

koimomeni_xalepa

«Κοιμωμένη»

Ο πατέρας και ο θείος του ασχολούνταν με την οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής, η οποία διατηρούσε παραρτήματα στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο ίδιος ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του και οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο και συνεχιστή της επιχείρησης, κάτι που τον έβρισκε αντίθετο, αφού όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με την γλυπτική. Το πάθος του αυτό θα δημιουργήσει ρήξη στις σχέσεις με τον πατέρα του, αλλά ο Γιαννούλης θα καταφέρει να σπουδάσει αυτό που αγαπάει στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση.
Το 1872 θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Στο Μόναχο θα μαθητεύσει δίπλα στον Μαξ φον Βίντμαν και σε ηλικία 24 ετών θα παρουσιάσει το έργο του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», για το οποίο θα βραβευθεί.
Το 1876, ύστερα από τη διακοπή της υποτροφίας του, επιστρέφει στην Αθήνα και ανοίγει δικό του εργαστήριο. Σε μικρό χρονικό διάστημα, γίνεται γνωστός και δέχεται πολλές παραγγελίες για έργα.

 

Η ψυχική κατάρρευση

Το 1877 η ψυχική υγεία του Γιαννούλη Χαλεπά θα κλονιστεί, ύστερα από την γνωριμία του με μία συγχωριανή του, τη Μαριγώ Χριστοδούλου. Ο Χαλεπάς θα την ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της, οι οποίοι θα αρνηθούν και θα οδηγήσουν τον γλύπτη σε ψυχική κατάρρευση.
Η ερωτική απογοήτευση σε συνδυασμό με την υπερκόπωση τον οδηγούν σε νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα την καταστροφή των έργων του και την κατ’ επανάληψη προσπάθεια να αυτοκτονήσει.
Οι γονείς του, μη μπορώντας να καταλάβουν τα αίτια της ασθένειας, αποφασίζουν να τον στείλουν ταξίδι στην Ιταλία, κάτι που βοηθάει το νεαρό Χαλεπά για κάποιο διάστημα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα όμως, τα συμπτώματα εμφανίζονται και πάλι και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται.
Το 1888, ύστερα από την ιατρική διάγνωση «άνοιας», ο Γιαννούλης Χαλεπάς κλείνεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1902. Η αντιμετώπιση του, από το προσωπικό – γιατρούς και φύλακες – ήταν σκληρή. Ζούσε χωρίς φάρμακα, βρώμικος και δεμένος με αλυσίδες. Του απαγόρευαν να πλάθει και να σχεδιάζει και οτιδήποτε και αν δημιουργούσε του το κατέστρεφαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες, από τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο, διασώθηκε μόνο ένα του έργο, το οποίο είχε κλέψει ένας φύλακας και βρέθηκε το 1942, πεταμένο στο υπόγειο του Ιδρύματος.
Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και ένα χρόνο αργότερα, η μητέρα του τον βγάζει από το ψυχιατρείο και τον παίρνει στην Τήνο, αναλαμβάνοντας την κηδεμονία του.
Στο νησί ζει κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της, η οποία θεωρεί ότι η γλυπτική είναι η αιτία για την ψυχική κατάρρευση του γιου της. Του απαγορεύει να ασχοληθεί με την τέχνη που αγαπάει και τα έργα του τα κρατάει κλειδωμένα στο υπόγειο.
Ο Χαλεπάς φτάνει στο σημείο να θεωρείται ο τρελός του χωριού. Τριγυρνάει στους δρόμους βρώμικος και ρακένδυτος, γίνεται νεροκουβαλητής, βόσκει τα κοπάδια των συγχωριανών του και μικροί-μεγάλοι περιγελούν τον «Μπάρμπα Γιάννη». Τα βράδια επιστρέφοντας στο σπίτι, απομονώνεται σε μία γωνιά, χωρίς να μιλάει, από φόβο μην τον μαλώσει η μάνα του.gh7
Ο μεγάλος γλύπτης έχει πλέον ξεχαστεί από όλους και η μεγάλη του αγάπη κοιμάται για 40 χρόνια.
Το 1916 η μάνα του πεθαίνει και ο ίδιος ακολουθεί τη νεκρική πομπή χωρίς να χύσει ένα δάκρυ. Επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει πάλι να δουλεύει. Τα χέρια του δεν έχουν ξεχάσει την τέχνη της γλυπτικής και, σαν από θαύμα, η μεγάλη του αγάπη καταφέρνει να τον θεραπεύσει εντελώς.
Ξεκινάει πάλι να δημιουργεί, προσπαθώντας να κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τα μέσα που διαθέτει είναι πρωτόγονα και η κοινωνία του χωριού εχθρική προς το πρόσωπο του «τρελού». Ο ίδιος όμως, δουλεύει με πείσμα, καταφέρνοντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Επτά χρόνια αργότερα, το 1923, ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θωμάς Θωμόπουλος, μεγάλος λάτρης της τέχνης του Γιαννούλη Χαλεπά, αντιγράφει σε γύψο έργα του και το 1925 τα παρουσιάζει στην Ακαδημία Αθηνών. Ο κόσμος γνωρίζει το έργο του «τρελού» γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του και το 1927 βραβεύεται με το Αριστείο των Τεχνών. Ακολουθεί δεύτερη έκθεση, το 1928, στο Άσυλο Τέχνης και το 1930, ύστερα από προτροπή της ανηψιάς του, Ειρήνης Χαλεπά, μετακομίζει στο σπίτι της στην Αθήνα και συνεχίζει να εργάζεται με εντατικούς ρυθμούς. Για τα επόμενα 8 χρόνια γνωρίζει τη δόξα και αναγνωρίζεται ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, μέχρι που μία ημιπληγία νεκρώνει το δεξί του χέρι.
Λίγο καιρό αργότερα και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, σε ηλικία 84 ετών, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή, έχοντας προλάβει να αφήσει πίσω του εξαιρετικά έργα, κερδίζοντας την αγάπη και το σεβασμό της Ελλάδας.

 

Τα έργα του

Το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη περίοδος χρονολογείται από το 1870 έως το 1878. Περιλαμβάνει τα πρώτα του έργα μέχρι και τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του ασθένειας.
Έργα της πρώτης περιόδου είναι:

«Το παραμύθι της Πεντάμορφης» (1874), με το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο και χρηματικό έπαθλο σε διαγωνισμό.

65876_2000_2000

«Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα»

«Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» (1877), με το οποίο κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση του Μονάχου. Το έργο είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα.

Την ίδια χρονιά, αρχίζει να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την «Κοιμωμένη», για τον τάφο της κόρης της οικογένειας Αφεντάκη, Σοφίας, η οποία έβαλε τέρμα στη ζωή της από ερωτική απογοήτευση, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 2017 το γλυπτό μεταφέρεται στην Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης, στο Άλσος Στρατού, για λόγους συντήρησης. Στη θέση του τοποθετήθηκε ένα πιστό αντίγραφο.

Η πρώτη περίοδος εμπνέεται από θέματα της αρχαιότητας και της ελληνικής μυθολογίας και με το έργο του «Κεφάλι Σατύρου» (1878) στρέφεται προς τον ρεαλισμό.

 

Η δεύτερη περίοδος των έργων του καλύπτει τα έτη 1902 έως 1930, μετά την επιστροφή του στην Τήνο, ύστερα από τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και η τρίτη περίοδος τα δημιουργικά χρόνια στην Αθήνα, από το 1930 έως το 1938.
Τα περισσότερα έργα των δύο τελευταίο περιόδων δημιουργίας του δεν ολοκληρώθηκαν σε μάρμαρο και τα θέματά τους είναι μυθολογικά, όπως και της πρώτης περιόδου. «Σάτυρος και έρωτας», «Μήδεια» και σκηνές από την καθημερινή ζωή.
Από τα έργα του Χαλεπά, σώζονται σήμερα εκατόν δεκαπέντε γλυπτά, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, υπάρχουν άλλα τριάντα του έργα, που καταστράφηκαν ή αγνοούνται.
Σώζονται επίσης πολλά σχέδια του σε μονόφυλλα ή τετράδια, καθώς και σε κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του. Από αυτά τα σχέδια σώζονται δέκα. Τα οκτώ ανήκουν στην οικογένεια Β. Χαλεπά, ένα στη συλλογή Κωστόπουλου και ένα στην Εθνική Πινακοθήκη.

 

Εζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».

76266_2000_2000

Η Μήδεια

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη. Τα έργα του — εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 — είναι κλασικά στην σύλληψή τους. Ωστόσο, κατά τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη, η γεωμετρικότητα αυτών των έργων προϊδεάζει νεοτερικές τάσεις.

Εκείνο πάντως που μπορεί να εκτιμήσει και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών του Χαλεπά είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων — είτε πρόκειται για έναν Σάτυρο, είτε για την Μήδεια με τα παιδιά της, είτε πρόκειται για την νεαρή Κοιμωμένη. Από αυτή την άποψη ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν. Το έργο του Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα. Σ’ αυτό το νεανικό έργο του ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.

Από την άλλη πλευρά, αυτά που έλεγαν οι νεωτεριστές καλλιτέχνες και τεχνοκριτικοί του μεσοπολέμου — πως ήταν πρωτοπόρος σαν τον Πικάσο και τους κυβιστές και άλλα όμοια — μοιάζουν μάλλον υπερβολικά. Το γιατί ειπώθηκαν αυτές οι υπερβολές, θα πρέπει μάλλον να αποδωθούν στην προσπάθεια των νεωτεριστών να εδραιώσουν την δική τους στροφή προς την ψυχανάλυση, τον υπερρεαλισμό και όλες τις παρόμοιες καλλιτεχνικές τάσεις μέσα από το παράδειγμα του «αναρρώσαντος φρενοβλαβούς» Χαλεπά. Πάντως η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία έκφρασή της στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε αργότερα σε έναν εντελώς προσωπικό δημιουργό μοναδικής ποιότητας.